Η περίοδος επώασης της μόλυνσης από το κλωστηρίδιο του τετάνου (Clostridium tetani) ποικίλλει από μία έως αρκετές εβδομάδες, αλλά συνήθως ο χρόνος αυτός κυμαίνεται μεταξύ 10 και 14 ημερών.
Η περίοδος επώασης της μόλυνσης από το κλωστηρίδιο του τετάνου (Clostridium tetani) ποικίλλει από μία έως αρκετές εβδομάδες, αλλά συνήθως ο χρόνος αυτός κυμαίνεται μεταξύ 10 και 14 ημερών. Αρχικά παρατηρείται μια εντοπισμένη δυσκαμψία που αφορά στους μασητήρες μύες, καθώς και τους μύες του τραχήλου, τα οπίσθια άκρα και την περιοχή όπου εντοπίζεται η εστία της αρχικής μόλυνσης. Γενικευμένη δυσκαμψία παρατηρείται περίπου μία ημέρα αργότερα, συνοδευόμενη από τονικούς σπασμούς και υπεραισθησία. Τα αντανακλαστικά αυξάνουν σε ένταση και το άλογο μπορεί να αρχίσει να αντιδρά εξαιρετικά βίαια υπό την επίδραση οπτικών ή ηχητικών ερεθισμάτων. Ο σπασμός των μυών της κεφαλής προκαλεί δυσκολία στη μάσηση και κατάποση της τροφής, μια κατάσταση που είναι ευρέως γνωστή με τον όρο «lockjaw» (απόδοση στα ελληνικά: «κλειδωμένη γνάθος»).
Στα άλογα τα αυτιά παίρνουν όρθια θέση, η ουρά παραμένει άκαμπτη και σε έκταση, οι μυκτήρες (ρουθούνια) είναι διεσταλμένοι και το τρίτο βλέφαρο του ματιού προβάλλει. Υπάρχει εμφανής δυσκολία στο περπάτημα, τη στροφή και τη μετακίνηση του ζώου προς τα πίσω. Οι σπασμοί των μυών του τραχήλου και της πλάτης προκαλούν οπισθότονο (υπερέκταση της κεφαλής προς τα πίσω), ενώ η ακαμψία των άκρων κατά την όρθια στάση κάνει το ζώο να μοιάζει με ένα κομμάτι ξύλο. Η εφίδρωση είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό της νόσου. Οι γενικευμένοι σπασμοί επιδρούν αρνητικά στο αναπνευστικό και το κυκλοφορικό σύστημα. Παρατηρείται αύξηση του καρδιακού ρυθμού, του ρυθμού των αναπνοών, καθώς και συμφόρηση των βλεννογόνων.
Η θερμοκρασία του σώματος των προσβεβλημένων ζώων συνήθως παραμένει ελαφρώς πάνω από την ανώτερη φυσιολογική, αλλά σε σοβαρά περιστατικά μπορεί να φτάσει ακόμη και στους 42 - 43οC, λίγο πριν από το θάνατο. Στα ελαφρά περιστατικά, ο καρδιακός ρυθμός και η θερμοκρασία παραμένουν στα όρια του φυσιολογικού. Η θνησιμότητα αγγίζει το 80%. Σε ζώα που επιβιώνουν, υπάρχει μία κρίσιμη περίοδος δύο - έξι εβδομάδων. Ανοσία συνήθως δεν αναπτύσσεται μετά την ανάρρωση του ζώου.
Διάγνωση
Η διάγνωση του τετάνου γίνεται με βάση την κλινική εικόνα και το ιστορικό πρόσφατου τραυματισμού του ζώου. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης μπορεί να γίνει με την ανίχνευση της τετανικής τοξίνης στον ορό του προσβεβλημένου ζώου. Σε περιστατικά όπου η πληγή είναι ορατή, η ανίχνευση του Clostridium tetani μπορεί να γίνει με βαφή επιχρίσματος από την πληγή με χρώση Gram και με αναερόβια καλλιέργεια από υλικό που ελήφθη από την πληγή.
Έλεγχος - Προφύλαξη - Θεραπεία
Η προφύλαξη από τον τέτανο μπορεί να γίνει με ενεργητική ανοσοποίηση, δηλαδή με εμβολιασμό των ζώων με το τοξοειδές του τετάνου. Αν μετά την εφαρμογή του εμβολιασμού συμβεί κάποιος σοβαρός τραυματισμός, τότε το ζώο θα πρέπει να επανεμβολιαστεί, ώστε να ενεργοποιηθεί έγκαιρα το ανοσοποιητικό σύστημα και να επιτευχθεί αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων αντισωμάτων στον ορό του αίματος. Αν το ζώο δεν έχει προηγουμένως εμβολιαστεί κατά του τετάνου, τότε θα πρέπει να του χορηγούνται ενδομυϊκά 1.500 - 3.000 IU τετανικής αντιτοξίνης (δηλαδή αντιτετανικού ορού), που προσφέρει παθητική προστασία διάρκειας δυο εβδομάδων περίπου. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνεται εμβολιασμός με αντιτετανικό εμβόλιο, το οποίο θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από 30 ημέρες. Ένας ετήσιος αναμνηστικός εμβολιασμός κατά του τετάνου πρέπει να εφαρμόζεται. Οι εγκυμονούσες φοράδες θα πρέπει να εμβολιάζονται περίπου έξι εβδομάδες πριν από τον αναμενόμενο τοκετό και τα πουλάρια μεταξύ πέντε και οκτώ εβδομάδων της ζωής τους. Σε περιοχές που παρουσιάζουν υψηλό ρίσκο για εμφάνιση της νόσου, θα πρέπει να χορηγείται αντιτετανικός ορός στα πουλάρια αμέσως μετά τη γέννησή τους και κάθε δυο - τρεις εβδομάδες, μέχρι την ηλικία των τριών μηνών. Από την ηλικία αυτή και έπειτα, μπορεί να πραγματοποιηθεί εμβολιασμός με αντιτετανικό εμβόλιο.
Όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται με την καλύτερη δυνατή τεχνική, με όσο το δυνατόν υψηλότερο βαθμό αντισηψίας. Μετά την επέμβαση, τα άλογα θα πρέπει να τοποθετούνται σε καθαρό μέρος και κατά προτίμηση σε έδαφος με χλόη. Από τα απολυμαντικά και τα αντισηπτικά, μόνο εκείνα που περιέχουν ιώδιο ή χλώριο μπορούν να καταστρέψουν του σπόρους τού Clostridium tetani.
Όταν χορηγούνται στα αρχικά στάδια της νόσου τα ηρεμιστικά και τα βαρβιτουρικά αναισθητικά, σε συνδυασμό με τη χορήγηση 300.000 IU τετανικής αντιτοξίνης (αντιτετανικού ορού) δυο φορές την ημέρα, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη θεραπεία αλόγων με τέτανο. Παράλληλα, θα πρέπει να φροντίζονται οι πληγές του αλόγου και να χορηγείται πενικιλίνη ή άλλα ευρέως φάσματος αντιβιοτικά. Η αξία της σωστής περιποίησης του ζώου κατά τη διάρκεια των τετανικών κρίσεων είναι αδιαμφισβήτητη. Το άλογο πρέπει να τοποθετείται σε χώρο σκοτεινό και ήσυχο, ενώ η τροφοδόχος και το δοχείο του νερού είναι καλό να βρίσκονται αρκετά ψηλά, ώστε το άλογο να μην αναγκάζεται να σκύβει προκειμένου να φάει ή να πιει.
Πηγή: The Merck Veterinary Manual και internet
* Η Μαρία Πέρρου και ο Γιώργος Παλαιολόγος είναι κτηνίατροι του Κτηνιατρικού Κέντρου.