Δευτέρα βράδυ, αργά, πολύ αργά, πίνουμε τεκιλάκια στο «Ritz» με την κολλητή μου, η ώρα προχωρά, η δική μου γουστάρει τον μπάρμαν, ο μπάρμαν κοιτά το ντεκολτέ μου, κι εγώ τηλεφωνώ στον ex. Τον ξυπνάω.
Δευτέρα βράδυ, αργά, πολύ αργά, πίνουμε τεκιλάκια στο «Ritz» με την κολλητή μου, η ώρα προχωρά, η δική μου γουστάρει τον μπάρμαν, ο μπάρμαν κοιτά το ντεκολτέ μου, κι εγώ τηλεφωνώ στον ex. Τον ξυπνάω. «Γιωργάκη, πόσον καιρό έχουμε χωρίσει;» «Επτά μήνες και τέσσερις μέρες, κυρία μου», μου απαντά νυσταγμένα. «Είδες σουξέ που έχω;», σφυρίζω στη Μάγδα, που με κοιτά πολύ άγρια. «Να σου πω, Γιωργάκη, μπορείς μέσα στο επόμενο μισάωρο να διώξεις την γκόμενα;» «Κυρία μου, εργάζομαι αύριο, τι θέλετε ακριβώς;» «Θέλουμε να μας ανοίξετε σε λίγο, γιατί ανεβαίνουμε την Κηφισίας, αλλά άμα έχετε παρέα να μας το πείτε να πάμε στο Ρέμο.» Έκλεισα το τηλέφωνο. Γυρίζω στον μπάρμαν Αποστόλη: «Γέμισέ μου τον κύαθο από την τριφυλλόσχημη οινοχόη.» «Δεν ντρέπεσαι καθόλου», μου λέει η Μάγδα. «Τολάκη, για repeat after me. Εδώ τα έμαθα εγώ και χωρίς υπόθετο!» Ο καημένος το κάνει, λέει αηδίες, η Μάγδα με σπρώχνει προς την έξοδο. «Αφού σου άρεσε, ας του τα έλεγες εσύ», συνεχίζω. «Αφού πιάνει!»
Το κρύο μάς χτυπά κατακέφαλα. Ο αέρας της Γλυφάδας μυρίζει πούρο. «Έχω κατεβάσει έως δεκαπέντε σφηνάκια, αδύνατον να οδηγήσω. «Θα με πας;», ρωτάω αγαπησιάρικα. «Έλα, ρε Μαγδούλα!» Εκείνη την ώρα χτυπά το κινητό. «Ορίστε, τώρα θα σου πει πως δεν μπορεί», λέει η δική μου. «Κυρία μου, έχετε κλειδιά;» ακούω τον τέως να ερωτά. «Γιατί σας τα επιστρέψαμε;» «Και κοντρόλ για το γκαράζ;» «Αυτό μας το πήρατε», απαντώ. «Τα θέλω και τα παθαίνω, μόλις στρίψεις, τηλεφώνησε να σου ανοίξω.» «Είδες, καλέ; Υπάρχει ένας άνθρωπος που πάντα εφημερεύει για μένα», γυρίζω στην κολλητή που έχει αφρίσει. «Αυτόν τον άνθρωπο δεν έπρεπε να το χωρίσεις!»
Δίνω ένα πεταχτό φιλί στο καπό του Βρούτου, που μόλις τον πήρα από το συνεργείο, «είμαι μεθυσμένη για να σε οδηγήσω απόψε» λέω και χώνομαι στο Civic της ξινής που αρχίζει τα μαθήματα οικοκυρικής: «Όλο παλαβομάρες κάνεις, ποτέ δε θα σοβαρευτείς, τι ώρα έχεις μάθημα αύριο, έχεις πανεπιστήμιο;» Η Μάγδα έχει πάντα το ρόλο του φύλακα άγγελού μου: πάντα τον είχε. Και πάντα ανησυχεί μ’ ένα μαμαδίστικο τρόπο που πολύ τον γουστάρω και τον εκμεταλλεύομαι. Επίσης έχει φοβερές γνώσεις. Μόνο που μ’ αυτές ανέκαθεν έκανε εργασίες κι εγώ με τις δικές μου χιούμορ και καμάκι! Γυρίζω το ραδιόφωνο στα λαϊκά! Η Νατάσσα τραγουδά το πιο μεγάλο ψέμα. «Αυτό θέλω να το κάνω αφιέρωση», λέω και κατεβάζω το τζάμι. Στο φανάρι ένα τζιπάκι. Το οδηγεί ένας πιτσιρικάς γύρω στα εικοσιπέντε. Κοιτά. «Δικό σου» φωνάζω, μόλις ανάβει πράσινο, αυτός γελά κι είναι η σειρά της Μάγδας να πρασινίσει. «Άκου δω, έχω και μια θέση στην κοινωνία.» Την οποία έχει αποκτήσει επαξίως. «Δε θα χρεωθώ εγώ τις δικές σου τις καψούρες!! Βλαμμένο!» Ανεβάζω το ένα πόδι στο παρμπρίζ κι αρχίζω τη διάλεξη: «Έρωτας είναι να κρύβεσαι από φίλους και γνωστούς, να χάνεσαι μέσα στο σπίτι, με κολυμπάς μέσα στη νύχτα με κλειστά τα φώτα, κουνώντας τα χέρια προς άγνωστη κατεύθυνση, κουνώντας τα χέρια σαν κουπιά, παλεύοντας με το σκοτάδι και το χρόνο, ζητώντας απεγνωσμένα να ξημερώσει, για να τον δεις.»
«Του το έχεις πει;» ρωτά σοβαρά τώρα η Μάγδα. «Αλλάζουμε συζήτηση.» «Στρίβω στην είσοδο για το Κολλέγιο;» «Πιο κάτω, Μαγδούλα, στο Παλαιόν πάμε, γνωρίζετε.» «Αυτός τι λέει;» «Μμμ!» «Και;» «Χαριτωμένο!» Πιάνει αριστερό φανάρι «Αυτός τι κάνει;» «Αυτός ξέρει!» Κοιτάμε έναν παγωμένο ουρανό, ανήμερα της εαρινής ισημερίας. «Δε δίνουμε λογαριασμό σε κανένα, δεν ανήκουμε σε κανένα» της λέω. «Το εννοούμε τώρα αυτό!», με καρφώνει η επιστήμων. «Δεν είναι κουμπί να το πατήσεις, προσπαθούμε, άμα βγεις κι εσύ απ’ τη γυάλα, θα δεις. Για την ώρα βράσε στο ζουμί σου κι οδήγα.»
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.