Στο φίλο Γαβριήλ, από τη Νέα Υόρκη

01/07/2012 - 05:56
Έτσι και σήμερα έφτασα να συλλογιέμαι πώς έφυγαν τα χρόνια - φεύγουν, περνούν τα έρμα - κι έμεινε πίσω μια ψυχή, ευάλωτη στη συγκίνηση, στον προβληματισμό και στη θλίψη, η ψυχή μου… να ταξιδεύει. Κι οι λογισμοί μιας ψυχής ανυπεράσπιστης αντηχούν, θαρρείς, πιο πολύ στη σιωπή.
Έτσι και σήμερα έφτασα να συλλογιέμαι πώς έφυγαν τα χρόνια - φεύγουν, περνούν τα έρμα - κι έμεινε πίσω μια ψυχή, ευάλωτη στη συγκίνηση, στον προβληματισμό και στη θλίψη, η ψυχή μου… να ταξιδεύει. Κι οι λογισμοί μιας ψυχής ανυπεράσπιστης αντηχούν, θαρρείς, πιο πολύ στη σιωπή. Τα πράγματα ζορίζουν... Πώς να τους αντέξεις όταν σου χτυπούν ν’ ανοίξεις. Πόση υπομονή να ‘χεις… Πώς να εξηγήσεις ότι τόση ευαισθησία δεν αντέχεται; Ειλικρινά, δεν θέλω ούτε εγώ να μελαγχολήσω, ούτε να σας χαλάσω τη διάθεση, αλλά ξέρετε πώς είναι αυτά όταν σε επισκέπτονται. Μπλέκονται με το συναίσθημα και ψάχνουν μια χαραμάδα για λίγο φως. Κι εγώ, άλλο που δεν θέλω, αυτήν τη χαραμάδα την κάνω πόρτα ορθάνοιχτη, ξεκλείδωτη… για τον καθέναν.
Κάποια «απογεύματα άδεια», φίλε Γαβριήλ, όταν πέφτει ο ήλιος, πάω στο παράθυρο και δοξάζω το Θεό! Λέω ας είναι, μπορεί να πέρασαν τα χρόνια αλλά μας έχουν πλουτίσει με κάποια πράγματα που έχουν αξία. Όπως οι αγαπημένες μου αναμνήσεις. Η καθεμιά ξεχωριστά σημαίνει κάτι ή πολλά για μένα. Πολλές φτάνουν βαθιά στο χρόνο, θυμάμαι πόσο έντονες ήταν. Σήμερα, το συναισθηματικό τους φορτίο ίσως να μην είναι το ίδιο, εκείνες όμως κρατάν και μένουν καλά φυλαγμένες, στη θυρίδα των αναμνήσεων… Έτσι, λοιπόν, για μια φορά ακόμα τις ανακαλώ, φαρδαίνω τη χαραμάδα και τις αφήνω ν’ αεριστούν.

Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που τις φυλάμε μέσα μας - μην και ποτέ μας λιγοστέψουν… Μα εκείνες ψάχνουν κενό να πέσουν και χέρι να πιαστούν… Για σκέψου με πόσα «αν» έχουμε κάνει υποθέσεις, με πόσα «θα» δώσαμε υποσχέσεις και με πόσα «όταν» αναπολούμε ένα σωρό αξέχαστες, ανεξίτηλες, ιδιαίτερες στιγμές μας, που την κάθε μια τη συνοδεύει - και την ξαναφέρνει στο τώρα - ένα τόσο δα… «όταν». Μαδάω κι εγώ τον εαυτό μου, καλέ μου φίλε, και θυμάμαι όταν χάζευα τα ουράνια τόξα κι έκλεβα απ’ τα χρώματά τους, για να ζωγραφίσω την ελπίδα. Όταν ένιωθα να γίνομαι ένα με τ’ αγέρι. Όταν άφηνα το κύμα να με βρέχει με το χάδι του. Όταν το ηλιοβασίλεμα με μάγευε και η ομορφιά του φεγγαριού μού ‘κοβε την ανάσα. Όταν μου ξέφευγε μια ευχή με το πεφταστέρι της νύχτας. Όταν αφουγκραζόμουν στη μοναξιά τις σιωπές της. Όταν μέσα σε λίγους στίχους έβρισκα τόσα πολλά. Όταν με μάτωναν κάποιες ανθρώπινες ψυχές, ενώ εγώ μετρούσα τα κομμάτια μου. Όταν οι αγκαλιές φανέρωναν αγάπη. Όταν επούλωνα τις πληγές μου αλλά, ύστερ’ από λίγο, άνοιγα άλλες. Όταν σκούπιζα κρυφά το δάκρυ μου στο ξέφτι μιας αγάπης. Όταν ακούμπαγα σ’ έναν ώμο… για παρηγοριά. Όταν ξεγέλαγα τους καιρούς για να γλυκάνω το χρόνο. Όταν κοίταζα μέσα μου και τρόμαζα.

Όταν ξερίζωνα τις νύχτες την ψυχή μου νομίζοντας πως όλα τελειώνουν, μα την άλλη μέρα το πρωί την ξανάβρισκα. Όταν συνάντησα εκείνη, ψάχνοντας μέσα στο τίποτα. Όταν τρία πλάσματα ήλθαν κι ομόρφυναν τη ζωή μου. Όταν σε ξένους τόπους έζησα κι ύστερα τους κουβάλησα εδώ, μαζί μου. Όταν έφυγα. Όταν χάθηκα. Όταν γύρισα. Όταν έκανα τις σκέψεις μου αποφάσεις και τις επιλογές μου τρόπο ζωής. Όταν τα έχασα όλα. Όταν… όταν… Ελπίζω, φίλε, να μην αδίκησα στιγμές.
Σε διάβασα και μου ‘δωσες αφορμή. Γράφω και νιώθω να πνίγομαι. Ο κόμπος στο λακκάκι του λαιμού δεν φεύγει με τίποτα. Έχω ανάγκη από αέρα. Ανοίγω το παράθυρο μα αντικρίζω έξω συννεφιά, ενώ εγώ έψαχνα για ένα σύμμαχο ήλιο. Συνήθως τέτοια εποχή ο ήλιος παίζει μόνος του, δεν τον ανταγωνίζονται τα σύννεφα. Αλήθεια, τι να ‘χει πάθει ο καιρός;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey