Οι αγανακτισμένοι πολίτες ήταν πολιτικό εργαλείο της Δεξιάς στη δεκαετία τού ‘60. Ήταν μια κουτοπόνηρη Δεξιά, που οργάνωνε παρακράτος για να διοικήσει το δικό της κράτος. Όταν ανακάλυψε τον Απρίλιο τού ‘67 πως στην πραγματικότητα υπονόμευε τον εαυτό της, ήταν αργά και για εκείνην και για όλους.
Ανορθόδοξα
Οι αγανακτισμένοι πολίτες ήταν πολιτικό εργαλείο της Δεξιάς στη δεκαετία τού ‘60. Ήταν μια κουτοπόνηρη Δεξιά, που οργάνωνε παρακράτος για να διοικήσει το δικό της κράτος. Όταν ανακάλυψε τον Απρίλιο τού ‘67 πως στην πραγματικότητα υπονόμευε τον εαυτό της, ήταν αργά και για εκείνην και για όλους.
Τραμπούκιζαν, συκοφαντούσαν, προπηλάκιζαν, χειροδικούσαν και η Αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια. Όποτε τύχαινε να είναι παρούσα τη στιγμή του επεισοδίου, ήταν απασχολημένη με κάποιον πεζό που πέρασε με κόκκινο.
Σήμερα, θα μου πείτε, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το βαθύ κράτος λειτουργεί ως παρακράτος του κρατικού γιγαντισμού, η Δεξιά ισορροπεί στο όριο της ανυπαρξίας και οι αγανακτισμένοι πολίτες έχουν λόγους να είναι αγανακτισμένοι.
Καίνε τα μηχανήματα ακύρωσης στο μετρό και δεν πληρώνουν διόδια, σε εμποδίζουν να ακυρώσεις το δικό σου ή να πληρώσεις διόδια, σε προπηλακίζουν, ενίοτε χειροδικούν ή πυροβολούν το δύστυχο ελεγκτή στο λεωφορείο. Σήμερα οι αγανακτισμένοι αισθάνονται δικαιωμένοι, γι’ αυτό και αποκαλούν εαυτούς «κίνημα» - με την ευγενή συνδρομή του δημοσιογραφικού λυρισμού εννοείται. Ας αφήσουμε κατά μέρος τη λογιστική πλευρά της υπόθεσης, το ποιος πληρώνει γι’ αυτόν που δεν πληρώνει. Ας αφήσουμε ακόμη και το γεγονός ότι έτσι πέφτει και η τελευταία γραμμή αντίστασης της νομιμότητας - της έλλογης συνύπαρξης, για την ακρίβεια. Το αντίτιμο του εισιτηρίου είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής του κοινωνικού συμβολαίου.
Ας αφήσουμε και την ανηθικότητα της Αστυνομίας, η οποία αφήνει απροστάτευτους όσους θέλουν να προστατεύσουν το νόμο που υποτίθεται πως η ίδια οφείλει να προστατεύσει.
Ας προσπεράσουμε ακόμη και την κουτοπόνηρη Αριστερά, η οποία, ελλείψει πολιτικού λόγου, παλεύει με νύχια και με δόντια να επανακτήσει το μονοπώλιο της αγανάκτησης. Κι ας σταθούμε στο εν τέλει συμπέρασμα: η ελληνική κοινωνία είναι απροστάτευτη απέναντι στην ίδια της την αγανάκτηση.
Οι νόμοι δεν μπορούν να την προστατεύσουν, οι θεσμοί πάσχουν από φυματίωση και η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σα διακορευμένη παρθένα που ξύπνησε στην αμμουδιά κι αναρωτιέται αναστενάζοντας: «Θεέ μου, πώς έπεσα τόσο χαμηλά;»
Τη δημοκρατία μας δεν την απειλούν τα τανκς. Την απειλεί ο πόλεμος «όλων εναντίον όλων», η τυραννία της αγανάκτησης. Ο τραμπούκος που προπηλακίζει όποιον θέλει να πληρώσει εισιτήριο δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον αγανακτισμένο του παρακράτους:
κι αυτός το ψωμί του έβγαζε, κι αυτός πίστευε πως είχε δίκιο.
Αυτό ας το σκεφτούν όσοι ανοίγουν τα διόδια διότι πιστεύουν πως αδικούνται, και σε μερικές περιπτώσεις όντως αδικούνται. Όσοι δεν είναι επαγγελματίες της κουτοπόνηρης Αριστεράς. Το κοινωνικό κόστος του «δίκιου» του καθενός από μας που τραυματίζει το κοινό μας δίκαιο, είναι δυσβάστακτο.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα», 15 Απριλίου 2011.)