Η κοινωνική διάσταση του θεάτρου στην εκπαίδευση

01/07/2012 - 05:56
Το θέατρο είναι από τις πιο κοινωνικές τέχνες, γιατί θέατρο σημαίνει πρώτα απ’ όλα επικοινωνία. Ο συγγραφέας του έργου επικοινωνεί με τον αναγνώστη-θεατή την ώρα που ζωντανεύουν οι λέξεις του κειμένου πάνω στη σκηνή, μέσα από τη φωνή, το σώμα και την έκφραση του ηθοποιού.
Με αφορμή την 27η Νοεμβρίου, Παγκόσμια Μέρα για το Θέατρο στην Εκπαίδευση

Το θέατρο είναι από τις πιο κοινωνικές τέχνες, γιατί θέατρο σημαίνει πρώτα απ’ όλα επικοινωνία. Ο συγγραφέας του έργου επικοινωνεί με τον αναγνώστη-θεατή την ώρα που ζωντανεύουν οι λέξεις του κειμένου πάνω στη σκηνή, μέσα από τη φωνή, το σώμα και την έκφραση του ηθοποιού. Ο ηθοποιός παίζοντας επικοινωνεί με το θεατή και με ένα μυστηριώδη και ταυτόχρονα άμεσο τρόπο μεταφέρει μηνύματα, συναισθήματα, σκέψεις και ιδέες. Οι ηθοποιοί μεταξύ τους συνεργάζονται, συναισθάνονται, μιλούν, αγγίζονται και επικοινωνούν. Ο θεατής, παρακολουθώντας την παράσταση, ακούει, βλέπει, νιώθει, σκέφτεται, αισθάνεται λύπη ή χαρά, συμπάθεια, αντιπάθεια ακόμα και δυσφορία για τον ένα ή τον άλλο χαρακτήρα. Όλες αυτές οι αλληλεπιδράσεις συμβαίνουν ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, αλλά η διαδικασία της επικοινωνίας ξεκινά από πολύ πιο νωρίς, από την πρώτη ανάγνωση του έργου και από τις πρώτες δοκιμές. Όταν παρακολουθεί κανείς μια θεατρική παράσταση, παρακολουθεί το τελικό προϊόν μιας κοπιαστικής δουλειάς με μεγάλη χρονική διάρκεια προετοιμασίας. Το θέατρο είναι μια πολυσύνθετη μορφή τέχνης, γιατί εμπεριέχει σχεδόν όλες τις τέχνες. Για να ανέβει μια παράσταση, έχουν συνεργαστεί άνθρωποι από διαφορετικούς καλλιτεχνικούς χώρους, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, φωτιστές, μουσικοί, ενδυματολόγοι, ζωγράφοι και μακιγιέζ. Όλοι μαζί συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα και συνεργάζονται προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του θεατρικού κειμένου, ούτως ώστε να αποδοθούν πιστευτά οι ρόλοι που εμφανίζονται.
Όταν αναφερόμαστε στο θέατρο στην εκπαίδευση, αναφερόμαστε σε κείνο το είδος θεάτρου όπου ηθοποιοί και θεατές είναι τα παιδιά. Οι μαθητές ενός σχολείου ετοιμάζουν ένα έργο για να το παρουσιάσουν στους συμμαθητές τους, στους δασκάλους τους, στους γονείς και τους φίλους. Στο βιβλίο του δασκάλου της Θεατρικής Αγωγής αναφέρεται ότι «στο σχολείο το θέατρο λειτουργεί παιδαγωγικά ως μέσο έκφρασης και γνώσης, επικοινωνίας και ενσυναίσθησης. Καλλιεργεί την προφορική γλώσσα, τη γλώσσα του σώματος, τη σχέση με το χώρο. Ενισχύει την ατομική έκφραση, ενώ συμβάλλει αποτελεσματικά στη λειτουργία της ομάδας.». Και συνεχίζει ως προς την καινοτομία που προσφέρει η Θεατρική Αγωγή στο σχολείο: «Ο ενεργητικός ρόλος του μαθητή αποτελεί πλέον αίτημα και στόχο της ελεύθερης και δημοκρατικής εκπαίδευσης - μαθητοκεντρική διδασκαλία - και σ’ αυτό έρχεται να συμβάλει σημαντικά η Θεατρική Αγωγή. Η θεατρική γλώσσα συμβάλλει στη διαπολιτισμική επικοινωνία και στη διαθεματική γνώση και παιδεία στο σχολείο.»
Η ιδιαιτερότητα αυτού του είδους του θεάτρου είναι η αποστολή που έχει, ο στόχος του και η σκοπιμότητά του. Ο Γραμματάς αναφέρει ότι το Σχολικό Θέατρο έχει στόχο αποκλειστικά την παιδαγωγική ανάπτυξη των μαθητών, την παροχή γνώσης και παιδείας, την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την κοινωνικοποίηση των παιδιών, την ανάπτυξη της συναδελφικότητας μεταξύ τους και τη δημιουργία καλύτερων σχέσεων μεταξύ των παιδιών και των δασκάλων τους. Και όλα αυτά, μέσα από τη μακρόχρονη διαδικασία της προετοιμασίας και τη στιγμή της τελικής παρουσίασης.
Καθώς παίζει θέατρο το παιδί, έρχεται σε επαφή με τα συναισθήματά του, μπορεί να τα γνωρίσει και να κρατηθεί σε απόσταση από αυτά. Μιμούμενο π.χ. ότι κλαίει, απομακρύνεται από τα δάκρυα, παίζοντας κάτι που φοβάται μπορεί να ξεπεράσει τους φόβους του· η επαφή του με συγκινησιακές αναμνήσεις το κάνουν να τις βλέπει κριτικά και να απελευθερώνεται από πικρίες και στεναχώριες. Ενθαρρυμένο το παιδί να «γίνει κάτι άλλο», δοκιμάζει διάφορους ρόλους, από τους πιο απωθητικούς (ντροπαλά παιδιά που διαλέγουν να παίξουν άγρια λιοντάρια), ως τους πιο συμπαθείς (παιδιά βίαια και νευρικά στην καθημερινότητά τους γίνονται «άγγελοι» μέσα στο θεατρικό παιχνίδι), αναφέρει η Ανδρεοπούλου.
Με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζει τον εαυτό του, γνωρίζει και τους άλλους, κι έτσι δε φοβάται να ανοιχτεί απέναντί τους, δε διστάζει να αποκαλυφθεί, γιατί έχει κι εκείνο τη χαρά να τους αποκαλύπτει. Ασκείται ακόμα στο να παρατηρεί, να βλέπει, ν’ ακούει και ν’ απαντάει, να κατανοεί και να γίνεται κατανοητό. Έτσι είναι ευνόητο ότι το παιδί καλλιεργεί την κοινωνικότητα και τη συλλογικότητα, καθώς έρχεται σ’ επαφή με την έννοια και τη λειτουργία της ομάδας. Μαθαίνει πώς μπορεί να είναι κανείς δημιουργικός, να δέχεται και να προσφέρει στους άλλους, μαθαίνει τη γενναιοδωρία και τη συνεργασία.
«[...] Στο παιδί πρέπει να δίνεται - παράλληλα με τη μόρφωση - και η ευκαιρία για αναψυχή και διασκέδαση. Η κοινωνία και το κράτος οφείλουν να κάνουν κάθε προσπάθεια γι’ αυτόν το σκοπό.» (Από την Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Παιδιού)

* Η Βαγγελιώ Παπαθανασίου είναι εκπαιδευτικός στη Μυτιλήνη.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey