Ξέρεις τι θα πει, ναι, εσύ κι εγώ που βολεμένοι στη θαλπωρή του τζακιού, με τις ανέσεις μας, την καλοπέρασή μας και την γρίνια μας, μπορείς λέω να φανταστείς ένα απόλυτο χάος γύρω σου;
Προβληματισμοί
Ξέρεις τι θα πει, ναι, εσύ κι εγώ που βολεμένοι στη θαλπωρή του τζακιού, με τις ανέσεις μας, την καλοπέρασή μας και την γρίνια μας για το ποιος θα φάει και θ’ αρπάξει περισσότερα, που βλέπουμε τηλεόραση, τι «ωραία» φρίκης τα πλάνα τις μέρες ετούτες, πώς ανέβηκε η ακροαματικότητα από τη σιγουριά του σαλονιού μας, μπορείς λέω να φανταστείς ένα απόλυτο χάος γύρω σου; Το σπίτι σου γκρεμισμένο, οι δρόμοι γιομάτοι μπάζα, τα πρόσωπά σου τα αγαπημένα χωμένα στα ερείπια, και, το αίμα, οι πληγές, ο πόνος να σου στερούν κάθε ελπίδα σωτηρίας; Χωρίς από πουθενά βοήθεια και συμπαράσταση, να υποφέρεις, να αργοπεθαίνεις; Να βλέπεις τις μαύρες άρπαγες του χάρου να σε περιζώνουν ασφυχτικά;
Μπορείς να φέρεις στο νου ένα ερημικό τοπίο με μόνο σημάδι ζωής τις γοερές κραυγές των δικών σου, του γείτονα, του ξένου, του μικρού παιδιού και το σκλήρισμα από δίπλα του νεογέννητου σα του τελειώνει το οξυγόνο; Να βλέπεις αμυδρό το λιγοστό καπνό από αμόλυντο το κεράκι του σα σιγοσβήνει;
Την ίδια ώρα που εσύ κι εγώ ψάχνουμε για το καλό παπούτσι ή το παντελόνι με την υπογραφή λες κι η συντέλεια του κόσμου πλησιάζει, που φωνάζουμε για τις αψηλές τιμές στα μαγαζιά, ή τις προσφορές που αργήσανε εφέτος και για το καλύτερο πιάτο στο βραδινό τραπέζι με τη γαλλικιά σαμπάνια να ξεχειλά, μπορείς λέω να φανταστείς τους άλλους, εκεί πέρα, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, εκεί που τα μανιασμένα κύματα σμίγουν με τα σμαραγδένια νερά της Καραϊβικής και λούζουν νωχελικά τα πανέμορφα παρθένα νησιά, δίπλα στην Τζαμάικα με τη μουσική ρέγκε να σκορπάει μαυλιστικούς ρυθμούς, τους ντόπιους να χορεύουν στους δρόμους άφραγκοι μα ευτυχισμένοι και τους Ινδούς με τις αμέτρητες επενδύσεις γελαστούς, τα καραβάνια με τουρίστες και χορτάτους της γης να κατακλύζουν το πάμφτωχο νησάκι, εκεί που κείτεται πληγωμένη η Αϊτή, που δεν έχουνε τίποτα απ’ όλ’ αυτά; Πως τους λείπει το λιγοστό φαγητό ακόμα και τα σκουπίδια να ψάξουνε μέσα; Πως βλέπουνε το αίμα απ’ τις πληγές τους και δεν μπορούνε να το σταματήσουν, χωρίς κανένας να μπορεί να τους βοηθήσει, κι οι ίδιοι να μην είναι ικανοί να κουνήσουν, να σώσουν το παιδί τους που λίγο παρέκει αργοπεθαίνει με φριχτούς πόνους;
Και με στραμμένα τα μάτια στον ουρανό απαντέχουν το θάμα; Το ποιο θάμα;
Μα είναι η μόνη ελπίδα, γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, που τους κρατάει στη ζωή, την όποια ζωή, την τόσο λιγόστιγμη και πονεμένη ζωή!
Ας ενώσουμε κι εμείς, φίλοι μου, τις προσευχές μας μαζί τους, ας νιώσουμε τον πόνο τους κι ας πούμε επιτέλους ένα ευχαριστώ στο Θεό, όπως τον βλέπει ο καθένας, που είμαστε ζωντανοί, που έχουμε την πολυτέλεια νερού και φαγητού, με το μεγαλείο της λευτερίας στη σκέψη και στις πράξεις μας τις δημοκρατικές.
Ας δώσουμε λίγο από το περίσσεμα ψυχής και καλοπέρασής μας για τον φουκαρά, τον άρρωστο, τον ταλαιπωρημένο και κατατρεγμένο.
Μη θαρρείς; Τίποτα δε θα μας κοστίσει. Ίσα-ίσα θα νιώσουμε ανακούφιση κι ευδαιμονία· γιατί σίγουρα ο πόνος τους θα λιγοστέψει. Και το φαγητό θα μας φανεί πιο γλυκό.
Πίστεψέ με, άνθρωπέ μου, πολιτισμένε.