Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί τη δραματική σοπράνο Ιωάννα Καρβελά, δημιουργό του «Opera Lesvos», που σήμερα το βράδυ θα παρουσιάσει στο κοινό της Μυτιλήνης μια σειρά από δημοτικά και παραδοσιακά τραγούδια, οπερέτες και δημιουργίες σύγχρονων συνθετών
Η Ελληνοαμερικανίδα δραματική σοπράνο Ιωάννα Καρβελά μιλάει στο «Ε»
Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί τη δραματική σοπράνο Ιωάννα Καρβελά, δημιουργό του «Opera Lesvos», που σήμερα το βράδυ μαζί με άλλους αξιόλογους συντελεστές θα παρουσιάσει στο κοινό της Μυτιλήνης μια σειρά από δημοτικά και παραδοσιακά τραγούδια, οπερέτες και δημιουργίες σύγχρονων συνθετών, στο πλαίσιο της εκδήλωσης για τα 150 χρόνια ελληνικού τραγουδιού, που διοργανώνει ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης «Ο Θεόφιλος». Η Ελληνοαμερικανίδα τραγουδίστρια, που σπούδασε φωνητική στη Νέα Υόρκη και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και ζει στη Λέσβο εδώ και 11 χρόνια, μας μιλάει για την πορεία της στο τραγούδι τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, για τη σημερινή εκδήλωση, αλλά και για την τέχνη της που μεταλαμπαδεύει ζώντας στο νησί της Λέσβου.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
στη ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Κυρία Καρβελά, έχετε πει ότι δε θα κάνατε ποτέ μια συναυλία που δεν έχει «κάτι το ελληνικό μέσα της». Η αποψινή συναυλία στο θέατρο του ΦΟΜ μάλλον εκπληρώνει απόλυτα αυτή την «υποχρέωση» που η ίδια έχετε πει πως νιώθετε. Πώς ξεκίνησε ως ιδέα;
«Ναι, ισχύει αυτό που έχω πει, ισχύει. Αυτό που προσπαθούμε με τη συγκεκριμένη συναυλία, είναι να δώσουμε πληροφόρηση στο κοινό για τη μουσική ιστορία της χώρας μας, αφού αν δεν ξέρουμε το παρελθόν, δεν μπορούμε να έχουμε δημιουργία και στο παρόν. Νιώθω απόλυτα δεσμευμένη, το βλέπω σχεδόν ως αποστολή…»
Θα ερμηνεύσετε, μαζί με τους άλλους συντελεστές της εκδήλωσης, 24 ελληνικά τραγούδια από το 1860 και μετά. Πώς επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα τραγούδια μέσα από ένα τόσο μεγάλο χρονικό εύρος;
«Πρόκειται για τραγούδια πολλά από τα οποία έχουν εκδοθεί, σε πολύ “σκονισμένα” χαρτιά βέβαια, αφού κανείς δεν τα ψάχνει, ενώ άλλα έχουν βρεθεί σε μπαούλα των συζύγων των συνθετών που τα έγραψαν, οι οποίες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την αξία τους. Όλα αυτά τα συνέλεξα από διάφορους ανθρώπους που τα είχαν και προσπαθώ να τα παρουσιάζω όπου πάω, για να δει ο κόσμος τη μεγάλη ποικιλία της ελληνικής μουσικής. Νησιώτικη, δημοτική μουσική από διάφορα μέρη της Ελλάδας, από τα παράλια της Μικράς Ασίας - όλα τα τραγούδια κουβαλούν τον πόνο των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους και είναι βασισμένα σε μεγάλους ποιητές, όπως ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Δροσίνης, ο Καμπίσης. Κατά τη γνώμη μου, όλοι οι συνθέτες ήταν ήρωες, έχοντας γράψει έργα σε απόλυτη αρμονία με τα αισθητικά κινήματα στη λογοτεχνία και την ποίηση του 19ου αιώνα, συνυφασμένα και με την πολυτάραχη ιστορία του ελληνικού έθνους μετά την Επανάσταση. Στο πρόγραμμα θα έχουμε και τα βιογραφικά τους και θα δει το κοινό τη μόρφωση που απέκτησαν στο εξωτερικό και την προσπάθειά τους να μάθουν την παραδοσιακή τεχνική, της πλούσιας παράδοσης από δημοτικά τραγούδια που αναπτυσσόταν στην Ελλάδα και την οποία οι ίδιοι είχαν δεσμευτεί να εντάξουν στη ροή της δυτικής μουσικής που είχε αναπτυχθεί ήδη από το 14ο αιώνα. Κάπως έτσι συναντήθηκαν οι δύο δρόμοι.»
Πόσο εύκολο είναι για μια δραματική σοπράνο να ερμηνεύσει διαφορετικά είδη τραγουδιού, που ποικίλουν τόσο ως προς το ύφος, όσο και ως προς την τεχνική που απαιτούν;
«Να μια πολύ καλή ερώτηση. Είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να προσαρμοστείς σε κάθε είδος προκειμένου να έχεις φυσικότητα, αφού δεν μπορείς και να χαλάσεις τη φωνή, το όργανο αυτό που θα αποδώσει μια υψηλότερη αισθητική. Ένας πιο δυτικός καλλιτέχνης μπορεί να μην καταλάβαινε πώς να αποδώσει τα συγκεκριμένα τραγούδια χωρίς να φαίνεται τεχνητός, γιατί με το βυζαντινό μέλος δεν είναι όλα συγκερασμένα και υπάρχουν και ενδιάμεσα διαστήματα. Εμένα με βοηθάει το ότι είμαι Ελληνίδα· τι να πω, είτε το έχω στο DNA μου, είτε επειδή μου τραγουδούσε ο πατέρας μου, τα έχω ως ακούσματα και αισθάνομαι άνετα με αυτά. Εξάλλου, είναι κάτι που έχω δουλέψει πολύ και έχω δει ότι συγκινώ τους Έλληνες, και κάτι πετυχαίνω. Αν δεν το έβλεπα, δε θα εκπροσωπούσα τα κομμάτια αυτά, θα αισθανόμουν άσχημα. Πρέπει, πάντως, να προσεχθούν όλες οι λεπτομέρειες και έχουμε δουλέψει μήνες για να ετοιμάσουμε το πρόγραμμα με τους υπόλοιπους συντελεστές.»
Ξεκινώντας το τραγούδι
Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στο τραγούδι και συγκεκριμένα στην όπερα;
«Η αλήθεια είναι πως ήμουν πιο πολύ άνθρωπος του θεάτρου. Αγαπούσα, όμως, ανέκαθεν τη μουσική και ειδικά την κλασσική, μάλιστα όσο ήμουν στην Αμερική έπαιζα κιθάρα και τραγουδούσα πολλά φολκ τραγούδια. Κρατούσα τις μουσικές μου σπουδές στο ωδείο παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές και στη συνέχεια αποφάσισα να αφοσιωθώ στη μουσική, ερχόμενη στην Αθήνα για να τελειοποιήσω το πιάνο. Εκεί η δασκάλα μου στο πιάνο και διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, Κρηνώ Καλομοίρη, κόρη του μεγάλου συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη, ανακάλυψε τη φωνή μου.»
Έτσι προέκυψε και η πρώτη σας δουλειά, που ήταν ο ρόλος της μητέρας στην όπερα του Μανώλη Καλομοίρη «Το δαχτυλίδι της μάνας»;
«Μένοντας στο σπίτι της Κρηνώς Καλομοίρη, άκουγα παλιές εγγραφές του πατέρα της. Έτσι ξεκίνησε το πάθος μου για την ελληνική μουσική. Η ίδια άρχισε να μου δίνει μουσική γραμμένη από τα χέρια του πατέρα της και άρχισα να μελετάω, έκανα παράλληλα τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού και η φωνή μου βελτιώθηκε πολύ. Με αυτό το έναυσμα προχώρησα και στην όπερα και το 1983 η Κρηνώ Καλομοίρη με παρακάλεσε να τραγουδήσω για τα 100 χρόνια εορτασμού της γέννησης του πατέρα της. Η όπερα του Μανώλη Καλομοίρη “Το δαχτυλίδι της μάνας” ήταν, μάλιστα, η πρώτη ελληνική όπερα που καταγράφηκε ψηφιακά στην Ελλάδα και θεωρείται η έναρξη της ελληνικής κλασσικής δισκογραφίας. Στη συνέχεια παρουσίασα έργα του και στην Αμερική και άρχισε το ενδιαφέρον για το μεγάλο συνθέτη κι εκεί, αλλά και η δική μου καριέρα.»
Λέσβος και όπερα
Στη Λέσβο πώς βρεθήκατε; Είχατε κάποιους δεσμούς με το νησί;
«Είχαμε έρθει κάποιες φορές διακοπές με το σύζυγό μου, Αντώνη, που έχει καταγωγή από εδώ από την πλευρά της μητέρας του. Το 1999 αποφασίσαμε πλέον να μείνουμε μόνιμα εδώ. Πάντα το αγαπούσα το νησί και αισθανόμουν πολύ ωραία στη Βατούσα όπου μένουμε. Εδώ, βρήκα και έμπνευση και ηρεμία, ενώ παράλληλα ταξιδεύω και στο εξωτερικό για τη δουλειά μου.»
Μιλήστε μας λίγο για το «Opera Lesvos». Υπάρχει ενδιαφέρον στο νησί για το κλασσικό τραγούδι;
«Είναι μια ομάδα που, από το 1999 που πρωτοϊδρύθηκε, προσπαθεί να βοηθήσει τον κόσμο να γνωρίσει την όπερα. Έχω ετοιμάσει περίπου 35 φωνές, προσπαθώντας να τους μάθω να μη φοβούνται και να βγαίνουν στη σκηνή. Για αρκετά χρόνια δούλεψα και με τη ΔΕΠΤΑΜ και μαζέψαμε πολύ ταλαντούχο κόσμο, νέους ανθρώπους που έχουν δίψα και πάθος γι’ αυτό το είδος τραγουδιού. Κάνουμε δύο με τρεις παραστάσεις κάθε χρόνο. Έχουμε φέρει και πολλούς ανθρώπους από την Αθήνα και από το εξωτερικό. Έχουμε κάνει, μάλιστα, μια ιστορική παρουσίαση ενός έργου του Βέρντι, που γράφτηκε από τον ίδιο για την Οριέτα της Λέσβου, που το 1450 βοήθησε τους Γατελούζους σε ένα από τα κάστρα του νησιού να διώξουν τους Τούρκους πολιορκητές, πολεμώντας τους μαζί τους και εμπνέοντάς τους. Είχε γίνει η παγκόσμια πρεμιέρα στο Όρεγκον και στη συνέχεια έγινε εδώ η πανευρωπαϊκή πρεμιέρα του έργου. Πέρυσι, παρουσιάσαμε το “Ζωή, Έρως και Θάνατος” στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, με αποσπάσματα από όλους τους μεγάλους Ευρωπαίους συνθέτες που είχαν γράψει πάνω σε κάποιο μυθολογικό θέμα.»
Ετοιμάζετε και κάποια άλλη δουλειά προσεχώς;
«Σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε το σημερινό πρόγραμμα και σε άλλες περιοχές της Λέσβου, με πρώτη τη συναυλία στο Πνευματικό Κέντρο Βατούσας “Η Μεταμόρφωσις”, το άλλο Σάββατο 17 του μήνα. Θα πάμε ίσως και στο παράρτημα του Πανεπιστημίου της Ινδιανάπολις στην Αθήνα, θα απευθυνθούμε και στην αμερικανική πρεσβεία. Η ιδέα είναι να δείξουμε τα ντόπια ταλέντα, αφού όλοι είμαστε από εδώ και δουλεύουμε εδώ. Επιπλέον, ο δήμαρχος Μυτιλήνης, Νάσος Γιακαλής, έχει στείλει πρόσκληση στην Ένωση Όπερας της Καλιφόρνια προκειμένου να έρθουν το καλοκαίρι στη Λέσβο για να παρουσιάσουν τον “Οιδίποδα Τύραννο”, στο οποίο θα συμμετέχω κι εγώ. Δυστυχώς η χρηματοδότηση αργεί, ωστόσο αν δεν προλάβει να γίνει αυτό μέσα στο καλοκαίρι, θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο ερχόμενο φθινόπωρο.»