Μα δεν ήτανε μια παρουσίαση βιβλίου τούτη η συγκέντρωση. Μια καταιγίδα συναισθημάτων, ένας καταιγισμός από αγάπη, πόνο, χαρά, πάθος, νοσταλγία και θύμησες ανέκφραστες κι ατέρμονες, ήτανε.
Από την παρουσίαση της βιογραφίας του Αλέκου Γαλανού στο Δημοτικό Κινηματογράφο Καλλιθέας
Η αγάπη δεν αγοράζετε μηδέ Μα, ανταπέδωσέ την
κι αποκτιέται με τη βία. με απλοχεριά.
Είναι θεριό ανήμερο. Σπάταλα, αδερφέ μου.
Να σε καταπιεί. Νόημα ζωής.
Σαν την εύρεις μέρεψέ την. Κι αυτό πράττω θαρρετά
Εκπέμπει γαλήνη απόψε για σένα
και σιγουριά πως Μούσα μου και
δεν είσαι μόνος. άγγελέ μου.
Τούτη τη γραφή ξετρύπωσα αραχνιασμένη και ξεχασμένη σ’ ένα συρτάρι ζερβά στο ακροκάρδι μου.
Ανώνυμη.
Έριξα κάτω την κεφαλή μου, σφάλισα τα μάτια μου κι αφήκα το νου μου να πλανηθεί, να σκαρφαλώσει σε κορφές και ράχες, να βρεθεί ακροδιάβατα στων γκρεμών το φρύδι, να κιντυνέψει από πτηνά, ερπετά και φυσικά στοιχεία, για να καταλαγιάσει πια κρεμασμένος στο ανεμοδαρμένο ξερόκλαδο π’ άντεξε σεισμούς, φωτιές και καταιγίδες. Χρόνους πολλούς.
Με ζώσανε γλυκά οι μνήμες, απόμεινα έτσι απροστάτευτος μα θαλερός κι ήρθε το όραμα με φιγούρες γνώριμες από τα βάθη του χρόνου. Μισόν αιώνα πίσω και πιότερο. Ως τα σήμερα.
Τις σίμωσα, κοιταχτήκαμε στα μάτια, γελάσαμε τρανταχτά για τις ομορφιές που είχαμε και τις χαρές που ζήσαμε, δακρύσαμε για τα άσκοπα χρόνια που χάσαμε, κλάψαμε για τους δικούς μας ανθρώπους που φύγανε, και πέσαμε σε θλίψη για τα όνειρά μας τα σβησμένα. Τα απραγματοποίητα.
Ξέκρινα πολλούς σε τούτη την περιπλάνηση. Αντάμωσα κάθε λογής φιγούρες, ζωντανές. Κι ακρινά, ακουμπισμένος στο μαζεμένο τόξο του με τη σαΐτα καμωμένη πια βακτηρία ο γερασμένος νιος που με σημάδεψε σαν ήμουνα παλληκάρι κι η αδρεναλίνη στους νευρώνες μου χόχλαζε, με φώναξε.
- Έλα ν’ αναμετρηθούμε, Γιώργη.
Ρίχτηκα απάνω του. Κοντέψαμε να γινούμε ένα, και τότες πήραμε δύναμη και καγχάσαμε σαρκαστικά κι αγαπημένα.
Ανταλλάξαμε θύμησες, εμπειρίες και γνώση πολλή. Είπαμε για τα επιτεύγματά μας τόσα χρόνια χαμένοι, τόσα χρόνια δουλειάς, σκλαβιάς και πολιτισμού. Και δε λέγαμε να ξεχωρίσουμε.
Τι μεγαλείο που σμίξαμε!
Αυτός ο σαϊτοφόρος άλλοτε νιος, την είχε αποστείλει τυλιγμένη σε χρυσόχαρτο λαμπερό τη γραφή την ξεχασμένη που ξετρύπωσα.
Σε σένα, μάνα, αδερφή ή ερωμένη παρθενικιά μου.
Σε σένα ανεντρανιστό μου παλληκάρι.
Εσύ ήσουνα ο αποδέχτης.
Το θυμάσαι, φίλε μου αναγνώστη; Στον ίδιο τόπο έφτασε κι η δικιά σου η αρχέγονη γραφή ή ο γλυκός σου λόγος.
Ολωνών η πρωτόβγαλτη εκείνη ελεύτερη κραυγή μας.
Μα έλα να την ξεψαχνίσουμε. Θαρρώ πως απομένει ανέγγιχτη ακόμα. Ναι, και σκορπά αδίσταχτα την αγάπη της, για να εισπράξει λογιώ-λογιώ τις χαρές, τον καλό λόγο, μπορεί και το φαρμάκι καμμιά φορά, που όμως κάνει πως δεν το βλέπει, δεν το ακούει. Δεν το βαστάζει. Το σκορπά στον αγέρα να γίνει καπνός κι αντάρα.
Τούτο απάνω κάτω ήτανε το κατακάθι από τα συναιστήματα που εισέπραξα το βράδυ της Δευτέρας που πέρασε στο Δημοτικό Κινηματογράφο «Καλυψώ» της Καλλιθέας σα μαζωχτήκανε φίλοι πολλοί, γνωστοί κι άγνωστοι, να τιμήσουν τον Αλέκο και την ταπεινότητά μου. Να συμμετάσχουν στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Από τα “Κόκκινα Φανάρια” στο Περιβόλι της Παναγίας», που είναι η ξεστόρηση του βίου και του έργου του θεατράνθρωπου Αλέκου Γαλανού.
Γέροι, νέοι και παιδιά, επίσημοι κι ανεπίσημοι, άλλοι με αναπηρικά καρότσια κι άλλοι με τα ρούχα του μοναχισμού από το Άγιο Όρος ερχομένοι, όλοι με ένα μπουκέτο στο απλωμένο χέρι πασπαλισμένο άρωμα αγάπης, φως κι ελπίδες.
Μα δεν ήτανε μια παρουσίαση βιβλίου τούτη η συγκέντρωση. Μια καταιγίδα συναισθημάτων, ένας καταιγισμός από αγάπη, πόνο, χαρά, πάθος, νοσταλγία και θύμησες ανέκφραστες κι ατέρμονες, ήτανε.
Τόσες ολάνθιστες ψυχές απέναντί μου! Πώς να αντέξω, Θε μου, την ευθύνη ο ανάξιος;
Θα πασκίσω να σηκώσω το βάρος που με αγάπη αφήνετε στους αδύναμους ώμους μου.
Και να μην σας εκθέσω, φίλοι μου αγαπημένοι.
Αυτά ήτανε τα τελευταία λόγια μου.
Κι απέχτησα θαρρείς πιότερο ταμάχι για δουλειά.