Η παρακάτω ιστορία «αφιερώνεται» σ’ εκείνους τους ανεπάγγελτους που έγιναν πολιτικοί για να... «σώσουν» την Ελλάδα·: να μην τα περιμένουν όλα από το κράτος και ότι για να γυρίσει ο τροχός της μοίρας τους πρέπει οι ίδιοι να δουλέψουν σκληρά, με σύστημα και με γνώση.
Η παρακάτω ιστορία «αφιερώνεται» σ’ εκείνους τους ανεπάγγελτους που έγιναν πολιτικοί για να... «σώσουν» την Ελλάδα· στους τοπικούς άρχοντες που η μόνη έγνοια τους και φιλοδοξία είναι πώς θα συνταξιοδοτηθούν από το Δημόσιο· στους αυτοαποκαλούμενους αριστερούς, που ποτέ δεν είπαν στο λαό την αλήθεια: να μην τα περιμένουν όλα από το κράτος και ότι για να γυρίσει ο τροχός της μοίρας τους πρέπει οι ίδιοι να δουλέψουν σκληρά, με σύστημα και με γνώση.
Η ιστορία μας έχει ως εξής: ένας συνταξιούχος της ΔΕΗ γύρισε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στη γενέτειρά του, ένα χωριό πάνω στο βουνό Όθρυ. Λίγοι κτηνοτρόφοι οι κάτοικοί του, που ζούσαν στη συνηθισμένη για τα ελληνικά χωριά της υπαίθρου μιζέρια και κακομοιριά. Ζώα και άνθρωποι κυκλοφορούσαν στους χωματόδρομους του χωριού και τσαλαβουτούσαν το χειμώνα στις λάσπες και τις κοπριές. Ο συνταξιούχος μας έτυχε να είναι ευαίσθητος και υπεύθυνος άνθρωπος. Έγινε κοινοτάρχης στο μικρό χωριό και ανέλαβε με κέφι και μεράκι τη δημιουργική προσπάθεια και μέσα σε 15 χρόνια μετέτρεψε το ελληνικό σε «ελβετικό» χωριό.
Το πρώτο που έκανε ήταν να δημιουργήσει τρία κτηνοτροφικά πάρκα, όπου σήμερα τρέφονται 25.000 ζώα, και να κατασκευάσει σύγχρονους στάβλους, με φως, νερό και σωστή δόμηση, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα.
Στη συνέχεια κατασκευάζει υπερσύγχρονα σφαγεία «βιολογικής γραμμής», με πάρκινγκ μάλιστα για 60 αυτοκίνητα, για την παραγωγή βιολογικών κρεάτων πιστοποιημένων από τη ΔΗΩ και ετοιμάζει τυποποιητήριο για τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Οι κτηνοτρόφοι του χωριού αποκτούν ένα σταθερό εισόδημα από 30.000 € ο μικρότερος κτηνοτρόφος έως 100.000 € ο μεγαλύτερος.
Παράλληλα, ο κοινοτάρχης επεδίωξε να κάνει την Κοινότητά του αυτοδύναμη σε ηλεκτρικό ρεύμα· εγκατέστησε, σε συνεργασία με την ισπανική εταιρεία Gamesa, 20 ανεμογεννήτριες, με αποτέλεσμα, όχι μόνο να επαρκεί το παραγόμενο ρεύμα για τις ανάγκες του χωριού, αλλά και να πουλά το περίσσευμα στη ΔΕΗ και να εισπράττει 100.000 ευρώ το χρόνο!
Και ετοιμάζει υδροηλεκτρικό εργοστάσιο για να αξιοποιήσει τα άφθονα νερά των πηγών, από την οποία αξιοποίηση αναμένει εισόδημα και άλλων 100.000 ευρώ.
Τα «θαύματα» δε σταματάν εδώ. Κατασκευάζει σύστημα τηλεθέρμανσης με προϋπολογισμό 1.700.000 ευρώ, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα. Με τα κατάλοιπα των στάβλων, κοπριές και άχυρα, και με τα ξηρά φύλλα θερμαίνεται νερό σε έναν κεντρικό λέβητα και στη συνέχεια παροχετεύεται με σωλήνες στο χωριό για να θερμάνει... τους δρόμους (!) και τα σπίτια των κατοίκων.
Και ακολουθούν τα έργα του πολιτισμού: δημιουργεί σε έκταση 240 στρεμμάτων περιβαλλοντικό πάρκο. Σε μια διαδρομή πέντε χιλιομέτρων, με γεφύρια, παιδικές χαρές, με πετρόχτιστα πεζούλια και τρεχούμενα νερά, με ελάφια και λαγούς να τρέχουν στα ξέφωτα, ο επισκέπτης δραπετεύει από τη θλίψη της ελληνικής πραγματικότητας και βρίσκεται σ’ έναν επίγειο παράδεισο.
Κατασκευάζονται επίσης γυμναστήριο, γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ (το γυμναστήριο είναι εφοδιασμένο και με όργανα γυμναστικής!). Ιδρύεται λαογραφικό μουσείο.
Χτίζεται σύγχρονο ιατρείο και σπίτι για να μένει δωρεάν ο αγροτικός γιατρός, όπως και σπίτια για να μένουν δωρεάν οι τρεις δάσκαλοι του Σχολείου. Και το τελευταίο: όποιος κάτοικος του χωριού είναι άστεγος αποκτά οικόπεδο με ελάχιστα χρήματα, που εξοφλούνται σε πέντε δόσεις και χτίζει το σπίτι του σε κατάλληλα διαμορφωμένη έκταση που του παραχωρεί η Κοινότητα.
Σε μια χώρα, λοιπόν, όπου όλοι τα περιμένουν όλα από τη ρημάδα την Πολιτεία, ακόμα και να τους καθαρίσει το χιόνι έξω από την πόρτα του σπιτιού τους· όπου περισσεύει η εύκολη κριτική και είναι άγνωστη η αυτοκριτική, όπου η σαχλαμάρα του καφενέ έχει αναχθεί σε πολιτική ιδεολογία, έγινε το θαύμα της... μετάλλαξης.
Για τους ενδιαφερόμενους, το χωριό λέγεται Ανάβρα Μαγνησίας και ο κοινοτάρχης, Δημήτρης Τσουκαλάς.