Οφείλεται στο παράσιτο Demodex canis ή σπανιότερα στο Demodex cornei. Δεν είναι μεταδοτικό νόσημα στον άνθρωπο ή σε άλλα ζώα. Η μετάδοση του παρασίτου γίνεται από τη μητέρα στα κουτάβια κατά το θηλασμό, τις πρώτες δυο - τρεις ημέρες.
Οφείλεται στο παράσιτο Demodex canis ή σπανιότερα στο Demodex cornei. Δεν είναι μεταδοτικό νόσημα στον άνθρωπο ή σε άλλα ζώα. Η μετάδοση του παρασίτου γίνεται από τη μητέρα στα κουτάβια κατά το θηλασμό, τις πρώτες δυο - τρεις ημέρες. Μόλις τα κουτάβια πάρουν τα παράσιτα, τα τελευταία μεταναστεύουν από το στόμαχο στους λεμφαδένες και δυο έως τρεις μήνες μετά φθάνουν στους θυλάκους των τριχών, στο δέρμα.
Τρεις πιθανές εξελίξεις υπάρχουν μετά: το ζώο να παραμείνει φορέας χωρίς κανένα σύμπτωμα, να δημιουργηθεί εντοπισμένη νόσος ή γενικευμένη νόσος.
Η εντοπισμένη δεμοδήκωση συνίσταται σε μία ή περισσότερες εστίες, με απώλεια τριχών (αλωπεκία) και αποφολίδωση (λέπια στο δέρμα), συνήθως στο πρόσωπο ή γύρω από τα μάτια. Η μορφή αυτή παρατηρείται κυρίως σε κουτάβια ηλικίας τριών - έξι μηνών. Σε ξέσματα δέρματος φαίνονται τα παράσιτα, στο μικροσκόπιο.
Η γενικευμένη δεμοδήκωση μπορεί να ομοιάζει με την εντοπισμένη όσον αφορά στις δερματικές αλλοιώσεις, μόνο που οι τελευταίες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας του σώματος. Συχνά παρατηρείται και ποδοδερματίτιδα και διαπύηση των θυλάκων των τριχών ή του χορίου (της κάτω από την επιδερμίδα περιοχής του δέρματος). Η μορφή αυτή είναι συχνή σε νεαρά ζώα (τεσσάρων ετών). Η διάγνωση γίνεται με ξέσματα δέρματος, αν και στις χρόνιες μορφές με ποδοδερματίτιδα ή στα Shar-Peis μπορεί να υπάρξει δυσκολία να βρεθούν τα παράσιτα στα ξέσματα.
Η θεραπεία της γενικευμένης δεμοδήκωσης και μάλιστα της επιλεγμένης με διαπύηση μορφής, είναι συχνά δύσκολη και σε αρκετές περιπτώσεις για το λόγο αυτό την αναλαμβάνει το νοσηλευτικό προσωπικό της κτηνιατρικής κλινικής. Τα ζώα με μέτριο ή μακρύ τρίχωμα θα πρέπει να κουρεύονται. Γίνονται τακτικά αντισηπτικά λουτρά στο ζώο και εμβρέγματα με διάλυμα αμιτράζης, διαλύματος 0,05%, μία φορά την εβδομάδα, και χορηγούνται κατάλληλα αντιβιοτικά είτε ενέσιμα είτε από το στόμα, για ένα μήνα. Η αμιτράζη μπορεί να παρουσιάσει παρενέργειες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν με άμεσο πλύσιμο του ζώου και χορήγηση κατάλληλου αντιδότου (Yohimbine ή Antipamizole). Εναλλακτική θεραπεία της αμιτράζης είναι η ιβερμεντίνη (0,3 - 0,5 mg/kg από το στόμα, διαλυμένη σε προπυλενογλυκόλη).
Η τελευταία απαγορεύεται να χορηγείται σε Collies, Shelties, Bobtails και στις διασταυρώσεις τους, καθώς και σε κουτάβια ηλικίας μικρότερης των τεσσάρων μηνών. Η θεραπεία στη γάτα γίνεται με ιβερμεκτίνη και μιλμπεμυκίνη, ενώ αποφεύγεται η χρήση αμιτράζης γιατί είναι τοξική.
Πηγή: www.adespoto.gr
* Η Μαρία Πέρρου και ο Γιώργος Παλαιολόγος είναι κτηνίατροι του Κτηνιατρικού Κέντρου.