Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ραγδαία μεταβολή στην οικογένεια, η οποία αντικατοπτρίζεται ακόμα και στους ορισμούς της.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ραγδαία μεταβολή στην οικογένεια, η οποία αντικατοπτρίζεται ακόμα και στους ορισμούς της. Τα δομικά μοντέλα, που θεωρούσαν ότι πρόκειται για ένα άθροισμα ατόμων με βιολογικές, νομικές και οικονομικές σχέσεις, αντικαταστάθηκαν από τα σχεσιοδυναμικά, τα οποία πρεσβεύουν ότι η οικογένεια αναφέρεται σε ένα σύστημα με ιστορικότητα και μέλλον, που δίνει έμφαση στην ομαδική και ατομική ταυτότητα και στις φανερές ή λανθάνουσες δυναμικές. Με βάση τον τελευταίο ορισμό, τα όρια της οικογένειας επεκτείνονται και μπορούν να περιλάβουν διάφορους τύπους, όπως η μονογονεϊκότητα, οι οικογένειες ομοφυλοφίλων κ.λπ.. Η ελληνική κοινωνία που ακροβατεί μεταξύ των κλασσικών θεσμών και της μετανεωτερικότητας, επιχειρεί απεγνωσμένα να ενσωματώσει τις αλλαγές, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Τα μέλη της οικογένειας αναζητούν την προσωπική τους ταυτότητα πολλές φορές έξω από τα πλαίσιά της ή προσπαθούν να υποκαταστήσουν τη συναισθηματική ασφάλεια με δράσεις αλλότριες προς αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του ρυθμού των διαζυγίων, η άνοδος της ηλικίας δημιουργίας οικογένειας, πέρα από τα κοινωνικά προβλήματα προβάλλουν δυστοκίες στην επικοινωνία. Η έννοια της επικοινωνίας είναι πολυσχιδής και αποδίδεται στις γνωστικές διαδικασίες σχηματισμού συμβόλων, γλωσσικού ή άλλου κώδικα, καθώς και στις σχέσεις σημαίνοντος - σημαινομένου, που θέτουν οι κοινωνικές συμβάσεις. Βασική θέση κατέχουν οι διαδικασίες κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης αυτών, αλλά και ο θόρυβος, που παρεμβάλλεται, αλλοιώνοντας το μήνυμα.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της επικοινωνίας, το νόημα δεν εξάγεται απλώς από τα αισθητηριακά δεδομένα, αλλά εκπορεύεται από την προηγούμενη εμπειρία και τις προσδοκίες των συνομιλητών. Γίνεται κατανοητό, δηλαδή, ότι η επικοινωνία είναι ένα υπερβολικά περίπλοκο σύστημα διαδικασιών, όσο η γλώσσα και η σκέψη, και τελικά οι νοηματοδότηση μικρή έχει μόνο συνάφεια με τις λέξεις που προφέρουν ή γράφουν οι πομποί και οι αποδέκτες των μηνυμάτων. Πρόκειται για τη σύγχρονη ανταλλαγή γνωστικών μηνυμάτων μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που επηρεάζεται και από ψυχολογικούς παράγοντες, καθιστώντας την ανάλυσή του δύσκολη. Η οικογενειακή επικοινωνία είναι, επομένως, ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη διατηρούν τη δομή της μέσω της λεκτικής ή εξωλεκτικής αλληλεπίδρασης. Είναι φανερό ότι υπάρχουν μηνύματα που διατηρούν την ισορροπία στην οικογένεια και άλλα, που απειλούν τη συνοχή της και οδηγούν στη σύγκρουση. Η εκπαίδευση στην επικοινωνιακή δεξιότητα μπορεί να αυξήσει την προσαρμοστικότητα της οικογένειας και να απογειώσει την ικανότητά της στην επίλυση προβλημάτων. Για παράδειγμα, είναι γνωστές στους ερευνητές οι παρερμηνείες που προέρχονται από τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές των δύο φύλων: Οι άνδρες όταν επικοινωνούν, προσπαθούν να μιλήσουν για γεγονότα, να περιγράψουν καταστάσεις ή να θέσουν στόχους. Προσπαθούν να επιλύσουν προβλήματα και σπάνια ζητούν οδηγίες ή βοήθεια.
Αντίθετα, οι γυναίκες επικοινωνούν για να διαλευκάνουν συναισθηματικές καταστάσεις, να ενδυναμώσουν τις σχέσεις ή να συνεργαστούν. Ιδιαίτερα υπό τη συστημική θεώρηση η επικοινωνία είναι ιδιαζούσης σημασίας, επειδή διαμορφώνει όρια, καθορίζει ρόλους και εδραιώνει τα μοτίβα εξουσίας. Μάλιστα, η ποιοτική επικοινωνία μπορεί να προσδώσει στην οικογένεια ευελιξία και να ενισχύσει τη συνοχή της. Η τελευταία έννοια αναφέρεται κυρίως στις στάσεις που έχουν τα μέλη μιας οικογένειας απέναντι σε καταστάσεις συναισθηματικής δέσμευσης ή χωρισμού και αποξένωσης. Μέλη μιας οικογένειας που παρουσιάζουν εξαιρετικά ισχυρούς ή αδύναμους δεσμούς, ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην επικοινωνία. Η ευελιξία της οικογένειας περιγράφει συνήθως την εναλλαγή των ρόλων, τη μεταβίβαση της εξουσίας, την προσαρμογή στη μεταβολή των εξωτερικών κοινωνικών δεδομένων, στο μετασχηματισμό των αναγκών και στη διαμόρφωση νέων ισορροπιών.
Η επικοινωνία όμως, εκτός από τη λειτουργικότητα της οικογένειας, είναι ο κυριότερος φορέας για τη μετάδοση πολιτισμικών αγαθών, αξιακών προτύπων και κοινωνικών στάσεων. Όλες οι έρευνες συγκλίνουν στην άποψη ότι η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας των γονέων με τα παιδιά τους καθορίζει τη μελλοντική διαμόρφωση των αντιλήψεων της νέας γενιάς.
Αν και πολλές από τις στάσεις των παιδιών ερμηνεύονται μέσω της θεωρίας μίμησης προτύπων, είναι γενικά αποδεκτό ότι η ενθαρρυντική επικοινωνία ευθύνεται για την ανάπτυξη θετικών ιδεωδών, ενώ η πλημμελής για το σχηματισμό χαμηλής αυτοεκτίμησης και φτωχής επικοινωνίας. Η επικοινωνία στην οικογένεια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο κανονιστικών πλαισίων, τα οποία διοχετεύουν πληροφορίες, μεταβιβάζουν συναισθήματα και ορίζουν τους στόχους της οικογένειας. Αν και ένα μεγάλο μέρος της αναλίσκεται σε διεκπεραιωτικά μηνύματα, είναι η ποσότητα και η ποιότητα των υπόλοιπων ειδών, που κρίνουν την ισορροπία του συστήματος. Η επικοινωνία υπάρχει για να μειώνει την απροσδιοριστία. Οι οικογένειες με ισχυρούς δεσμούς δε χρησιμοποιούν επικριτικές φράσεις, ενισχύουν την ακρόαση και θεμελιώνουν διαδικασίες, που δρουν ως διευκολυντές στη συνδιαλλαγή. Επιπλέον, δε θυσιάζουν το ποιοτικό μέρος της επικοινωνίας με τα υπόλοιπα μέλη, ανεξάρτητα από τη φόρτιση της μέρας. Τέλος, τα μηνύματα που ξεκινούν με το «εγώ», συνήθως καταλήγουν σε διαφωνία.
Οι οικογένειες, ανάλογα με το είδος και τη φύση της επικοινωνίας, διακρίνονται σε κλειστές, ανοιχτές και απροσδιόριστες. Στις πρώτες υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι και κανόνες, καθώς και προσδιορισμένα όρια. Για παράδειγμα, τα παιδιά πρέπει να υιοθετούν προκαθορισμένα λεκτικά σχήματα, να αποφεύγουν θέματα ταμπού ή να τηρούν την ιεραρχική σειρά στη λήψη αποφάσεων. Στις ανοιχτές οικογένειες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Όλα είναι ελεύθερα προς συζήτηση, τα όρια δυσδιάκριτα και επεκτάσιμα, ανάλογα με την περίσταση, ενώ η ιεραρχία δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Στις απροσδιόριστες οικογενειακές μορφές επικοινωνίας η αλληλεπίδραση καθορίζεται με τυχαίο και στιγμιαίο τρόπο.
Η ποιότητα της επικοινωνίας και οι συνέπειες της αποτελεσματικότητάς της διαφαίνονται στην ανατροφή των παιδιών, στην ικανότητά τους να εκφράζουν ελεύθερα και χωρίς ενοχές τη γνώμη τους, στα ιδανικά, που μεταλαμπαδεύτηκαν ως εσωτερικό βίωμα κι όχι ως καταναγκασμός, στις επιλογές και εναλλακτικές που παρουσιάστηκαν και στις ευκαιρίες εκδίπλωσης των πτυχών της προσωπικότητάς τους. Ταυτόχρονα, μπορεί να επηρεάσει το σεβασμό των παιδιών στις οικογενειακές παραδόσεις, στην ένταση με την οποία αυτές μεταφέρονται στην οικογένεια προορισμού, στην κουλτούρα και τα έθιμα που θα διατηρηθούν στην επόμενη γενιά, αλλά κυρίως στην αυτοεκτίμηση των απογόνων. Οι οικογένειες που επιλύουν επιτυχώς τα προβλήματά τους μέσω της επικοινωνίας, διδάσκουν στα παιδιά τρόπους συμπεριφοράς και πρότυπα για ανάλογες περιστάσεις εκτός οικογενειακού πλαισίου. Η ανοιχτή οικογένεια συσχετίζεται με λιγότερη επιθετικότητα κατά την εφηβεία και ομαλότερες διαπροσωπικές σχέσεις.
Τα είδη της οικογένειας επηρεάζουν το ύφος της επικοινωνίας και τα σχήματα διάδρασης, υπό την έννοια ότι μεταβάλλεται η δυναμική της: άλλη η ροή της πληροφορίας στην πυρηνική οικογένεια, διαφορετική στις μικτές (με παιδιά που προέρχονται από προηγούμενους γάμους) και στις εκτεταμένες, ενώ μελετάται πλέον το είδος της επικοινωνίας σε συμβιωτικές σχέσεις χωρίς γάμο ή στις λεγόμενες συνθετικές οικογένειες (από διαφορετικές εθνικότητες ή θρησκείες) και στις οικογένειες ομοφυλοφίλων.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.