Βάραινε πάλι το κεφάλι μου, σκοτείνιασε, έκατσα σε μια γωνιά πέρα στω κυμάτω το παφλασμό, σταγόνες χοντρές και πιο ψιλές, παγωμένες, με κρατούσαν στη ζωή, κι όλο να αναλογιέμαι. Εσένα, κι εμένα.
Βάραινε πάλι το κεφάλι μου, σκοτείνιασε, έκατσα σε μια γωνιά πέρα στω κυμάτω το παφλασμό, σταγόνες χοντρές και πιο ψιλές, παγωμένες, με κρατούσαν στη ζωή, κι όλο να αναλογιέμαι. Εσένα, κι εμένα.
Όλους εμάς τους ταλαιπωρημένους.
Σφαλνώ τα μάτια να ξεκουραστώ και θωρώ τον κόσμο να μακραίνει· να φεύγει· δίνω δρασκελιά, σε προσπερνώ· δε θέλω πίσω ν’ απομείνω. Πρώτος στο χαμό μας!
Άξαφνα μου ήρθε όραμα, και άκου, να το μοιραστώ θέλω μαζί σου.
Ήμουνα, λέει, ορφανεμένος, μοναχός, και διάβαινα σκυφτός στο βουρκωμένο χαλίκι. Ωχρός στην όψη μου, με λύπη στην ψυχή μου· κόντευα βλέπεις, απρόσμενα, στη δύση.
Να! Δες! Γέρνει ο ήλιος γέρικος, γκριζαρισμένος, μα καυτερός και στο κόκαλο πάει ν’ αγγίξει.
Κι απ’ την αχνάδα του γιαλού ξεπρόβαλε, εσίμωσε μια ύπαρξη, στα ρόδα βουλιαγμένη.
Είχε αγγέλου ομορφιά, το άρωμα του κρίνου.
Με χαιρέτηξε πρόσχαρα, και να την! Απόκριση αναμένει.
- Τι να σου πω ο άμοιρος; Ν’ αγγίξω θέλω τον ανθό, μ’ ακροδάχτυλα, δεν έχω. Είναι σακατεμένα!
Κι απόμεινα περίλυπος, πέταλα να προσμένω. Ηλιοβαμμένα. Πορφυρένια!
Μα ως έπλεα μετέωρος ανάμεσα, ζωής μου και θανάτου, αναπάντεχα, γοργά φτερούγησε η πέρδικα, κι εχάθη.
Οϊμέ!
Και τότες κατάλαβα πως, λάθος, τον δρόμο τούτο του γυρισμού δεν τον διάλεξα, μα έμελλε να τον πάρω. Που στη μάνα γης, αλίμονο, με έφερνε· στην αγκάλη της για να πέσω.
Ήταν βαριά τα βήματά μου, αλλά το πρόσταγμα μεγάλο. Έπρεπε! Κι ευτύς, αδράσκω καρδιάς μου γέρικο το χοχλασμό και τον επνίγω.
Σκοτείνιασε ο ουρανός, μεγάλος ήτανε ο πόνος· εμαύρισε η φύση.
Και να! Το σκοτάδι πάλι σκίστηκε! Άστραψε! Χύθηκε ξανά ο αποσπερίτης· που ετράνηνε, μεσουράνησε, και σκόρπισε φανταχτερούς ανθούς, ρόδα και κρίνα· ανθισμένα!
Πήρα τα θάρρητα και πίστεψα, πως, Ανάσταση προσμένω!
Σελήνης ήτανε το φως, του ήλιου η λαμπεράδα. Και ξάφνου, πετάχτηκε απ’ τα μεσούρανα, και φάνηκε, μια όψη.
Εκόντεψε, μου γέλασε, έχασα τη λαλιά μου.
Γνωστό ‘τανε το πρόσωπο· Θεάς μου· και με σιμώνει!
Θόλωσ’ ο νους μου απ’ την αρχή, σκοτείνιασε, κι εχάθηκε το φως μου.
- Εγώ είμαι· η Σελήνη σου! Ήρθα να σ’ ανταμώσω.
- Χρόνια πολλά σε έψαχνα· πού ήσουνα κρυμμένη; Τη ρώτησα.
- Στον άλλο κόσμο πήγαινα, μα βρέθηκες μπροστά μου. Θυμήσου! Σε πόνεσα, με πόνεσες, αγάπη ανταλλάξαμε σαν είχαμε ικμάδα· και τώρα, χάνω το λογισμό μου. Έλα δίπλα μου, σαν πρώτα· αγαπημένε.
- Μεγάλωσα Σελήνη μου! Ψάξε για άλλο ταίρι, της είπα.
- Οι φλέγες μου ν’ αδειάσουνε, με άλλον δεν πηγαίνω, απεκρίθη.
Κι είδα το φως να μου ‘ρχεται ξανά και φλόγες να τρεμοπαίζουν μόλις με κόντεψε αυτή αγγιχτά, με κάρφωσε στα μάτια, κι ένοιωσα τη πνοή της.
Δυο μόνο λέξεις μου είπε σιγανά· εδώ· δίπλα στο πρόσωπό μου.
- Σε αγαπώ.
Και μια της μονάχα κίνηση μ’ απέστειλε ξανά σε πελάγη ευδαιμονίας σαν ένιωσα, χάδι μικρού παιδιού, το άγγιγμα των χειλιών της!
Θεέ μου πάρε με τώρα! Πρόσταξα. Τώρα! Μοσκομυρισμένο.
Στο άρωμά της τυλιγμένο.
Στη ψυχή μου Κύρα την Αμαζόνα, Σελήνη και Θεά μου!
Παρακαλώ σε, μη γελάς, φίλε μου αγαπημένε! Γιατί,
Στερνά άφηκα να σου θυμήσω πως «τα πάντα ρει», κι άμα κατρακυλήσουμε κι άλλο, κι άλλο, και δεν πάει πια άλλο, από τούτα τα γερά φυλαγμένα των προγόνων μας τα άρματα θα οπλιστούμε, να ξανανέβουμε τις σκάλες ως τη κορφή ή έστω στην ισιάδα· να ξαναγενούμε αθρώποι χρήσιμοι και καρπεροί.
Προτού πέσουμε στον γκρεμό για πάντα.