Από 170 δισ. ευρώ το χρέος της χώρας, οι κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή του μικρού το εκτίναξαν στα 300 δισεκατομμύρια.170 δισεκατομμύρια από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους εδώ και 180 τόσα χρόνια, 130 δισεκατομμύρια σε πέντε μόνο χρόνια!!!
Από 170 δισ. ευρώ το χρέος της χώρας, οι κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή του μικρού το εκτίναξαν στα 300 δισεκατομμύρια. 170 δισεκατομμύρια από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους εδώ και 180 τόσα χρόνια, 130 δισεκατομμύρια σε πέντε μόνο χρόνια!!! Ακόμη και ο νέος πρόεδρος της Ν.Δ., ο Αντ. Σαμαράς ζητά πια, σε συνέντευξή του, συγγνώμην από τον Ελληνικό Λαό, για τα έργα και τις ημέρες των κυβερνήσεων Καραμανλή.
«Πού πήγαν τα λεφτά;» ήταν η μόνιμη επωδός του νυν πρωθυπουργού και τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γ. Παπανδρέου, στα προεκλογικά μπαλκόνια των γενικών εκλογών της 4ης του Οκτώβρη. Μία φράση που το ποια ήταν η σημασία της δυστυχώς είδε στην πράξη και την ένιωσε πολύ βαθιά στο πετσί του ο Ελληνικός Λαός την ημέρα της εξαγγελίας των δρακόντειων οικονομικών μέτρων, που ήδη αρχίζουμε να βιώνουμε. Την αποφράδα ημέρα της 3ης του Μάρτη 2010, κατά την οποία η κοινωνία των Ελλήνων, από κοινωνία της επιθυμίας μετατράπηκε διαμιάς σε κοινωνία της ανάγκης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά πώς ήταν προ 50 χρόνια τη δεκαετία του ’60 και παλιότερα. Την ημέρα που το κράτος παραδέχθηκε επίσημα ότι δεν είναι πια πλούσιο. Γιατί το να κατατάσσεται η Ελλάδα μέσα στην πρώτη 25άδα σε 200 τόσα κράτη της υφηλίου, εξ αντικειμένου ήταν πλούσια χώρα. Ευημερούσα χώρα.
Στην περίοδο, λοιπόν, της κοινωνίας της επιθυμίας, της αφθονίας και της όποιας ευημερίας, αυτά τα τελευταία 40 - 50 χρόνια, πέραν αυτών που κάποιοι ως άτομα έγιναν πλούσιοι με ορθόδοξο τρόπο ή με «λαμογιά» κατά τη ρήση του πρωθυπουργού στην Βουλή, κάποιες κοινωνικές ομάδες (τα ρετιρέ κατά πώς τα είχε ονοματίσει ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου) ωφελήθηκαν και μάλιστα πολύ και κάποιες περιοχές της χώρας γεύθηκαν τους καρπούς της ευημερίας αυτής στον υπέρτατο βαθμό. Έγιναν δρόμοι (Εγνατία, ΠΑΘΕ, Ιόνιος κ.λπ.), επήλθε ο εξηλεκτρισμός της χώρας, έγιναν γέφυρες (Ρίου - Αντίρριου, Χαλκίδας κ.λπ.), έγιναν αεροδρόμια (Σπάτων, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, Καστελίου κ.ά.), έγιναν μετρό (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), έγιναν λιμάνια, έγιναν στάδια, μέγαρα και άλλα έργα τέχνης, έγινε Ολυμπιάδα, έγιναν φράγματα, έγιναν … έγιναν…
Αυτοί οι τόποι είναι οι ωφελημένοι. Κατά την ευαγγελική ρήση, είναι κρατούντες. Και το «μακάριοι οι κρατούντες» ταιριάζει γάντι «στης φτώχειας τον καιρό», που ήδη μπήκε ο Ελληνικός Λαός.
Ο τόπος μας, πάντως, δεν ανήκει στους κρατούντες. Ατυχώς. Ανήκει στους πεινώντες και διψώντες τη φροντίδα της Ελληνικής Πολιτείας. Μιας φροντίδας η οποία δεν έχει καμμία σχέση με τη φιλανθρωπία και πολύ περισσότερο με την επαιτεία. Ο Λεσβιακός Λαός είναι υπερήφανος λαός. Δεν του ανήκουν τα αποκόμματα της όποιας φιλανθρωπίας και πιο πολύ τα ψιχία εξ επαιτείας. Αυτό που πιστεύει ατυχώς, όπως εκ του αποτελέσματος προκύπτει, ο Λέσβιος, είναι ότι η λειτουργία του Κράτους πρέπει να γίνεται σε βάση ισονομίας, ισοπολιτείας και ίσων ευκαιριών.
Δε διεκδικεί. Το αφήνει, να του το κάνει η «μαμά» πατρίδα κατά πώς νομίζει ότι το δικαιούται. Έλα ντε, όμως, που σε μια ανταγωνιστική κοινωνία μόνο όταν κλάψει το μωρό τότε η μάνα τού δίνει γάλα. Έτσι, στο διάβα του χρόνου δε γίνεται τίποτα του ουσιώδες στο νησί και το αποτέλεσμα είναι η υστέρησή του, η υπανάπτυξή του και η μιζέρια του.
Αυτό που γινόταν από το ’12 που ελευθερώθηκε, ως τώρα, ήταν ο Λεσβιακός Λαός να βλέπει τα όποια λεφτά, τα όποια κονδύλια, τα όποια πακέτα, να περνούν… από μπροστά του, στο βάθος του ορίζοντα όμως, χωρίς να έχει τη δυνατότητα έστω να τα αγγίξει.
Το πιο χαρακτηριστικό και χειροπιαστό παράδειγμα είναι τα κονδύλια της Ε.Ε..
Από τα 86 δισ. ευρώ των τεσσάρων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης για έργα ανάπτυξης και έργα κλίμακας που ήρθαν στην Ελλάδα, το νησί μας δεν πήρε ούτε 80 εκατομμύρια, ενώ αναλογικά προς τον πληθυσμό μας θα έπρεπε να πάρει δεκαπλάσια τουλάχιστο. Το να συζητήσουμε τα Εθνικά Κονδύλια; Εικόνα τραγική. Τούτο όπως φαίνεται απ’ το τι έκανε το ελληνικό κράτος στο νησί μας εδώ και 100 χρόνια, που αυτό απελευθερώθηκε.
Ας κάνουμε λοιπόν μπιλιάντζο στο τι δεν έγινε και τι δεν έχει το νησί μας. Πρώτο και κυριότερο δεν έχει ηλεκτρενεργειακή κάλυψη. Τα 60MW περίπου με την πανσπερμία Η/Ζ στο εργοστάσιο της ΔΕΗ στου «Καλαμάρη» έχουν τα τραγικά αποτελέσματα που βιώνουμε καθημερινά, με τα κοψίματα του ρεύματος, με τα black-outs κ.λπ.. Δεύτερο, δεν έχει λιμάνια. Ένα και μοναδικό. Αυτό της Μυτιλήνης και αυτό κουτσό (ο τρόπος εκφόρτωσης των πετρελαιοειδών από μόνος του καλύπτει το χαρακτηρισμό αυτό). Το αεροδρόμιο της Κρατήγου, κουτσότερο ακόμα (έναντι των 4,5 χλμ. διάδρομο για να μπορέσει να γίνει κάποτε διεθνές αεροδρόμιο, διαθέτει αυτόν των 2,5 χλμ. περίπου, χωρίς την όποια δυνατότητα επεκτάσεώς του πια, αφού ελλείπει ο απαιτούμενος χώρος). Δεν έχει δρόμους. Οι δρόμοι του είναι αυτοί που χαράχτηκαν επί Σουλτάνου Αμπτούλ Αζίζ Α΄ στα μέσα του 19ου αιώνα! Να μιλήσω για το Φράγμα του Τσικνιά; Ας το αφήσω. Ας αφήσω και πολλά άλλα.
Η ερώτηση που αβίαστα, λοιπόν, προβάλλει και η οποία πολύ φοβούμαι μόνο ρητορική αξία μπορεί να έχει πια, είναι:
Μεσ’ στης φτώχειας τον καιρό, τι μπορεί να διεκδικήσει τώρα ο τόπος μας. Θα γίνει το έργο του διμανιού του Σιγρίου. Θα γίνει ο δρόμος Καλλονής - Σιγρίου, θα γίνει ο δρόμος Καλλονής - Πέτρας; Αυτά τουλάχιστον που είναι πια «ώριμα» έργα.
Μεσ’ στης φτώχειας τον καιρό αν βγω μεθαύριο και ξαναφωνάξω ότι ο δρόμος που εξήγγειλαν και μας έταξαν οι δύο τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας πρέπει να γίνει πάση θυσία, άραγε τι επίθετα θα μου προσάψουν πάλι οι καλοί μου… φίλοι;
* Ο δρ. Τάκης Χαράλ. Ιορδάνης είναι π. διευθύνων συμβούλου της ΕΒΟ, π. πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.