Ένα πλεούμενο αρμένιζε ξανοιχτά από τη Λέσβο. Κατέβαινε από τον Ελλήσποντο, και κατάντικρυ στον κάβο Καρά-Μπαμπά της Τουρκιάς το ‘πιασε άγρια φουρτούνα. Η στεριά ήτανε πολύ αλάργα, και το τσούρμο, μαζί με τον καπετάνιο του, είχε απελπιστεί στον κίντυνο που βρισκότανε.
Ένα πλεούμενο αρμένιζε ξανοιχτά από τη Λέσβο. Κατέβαινε από τον Ελλήσποντο, και κατάντικρυ στον κάβο Καρά-Μπαμπά της Τουρκιάς το ‘πιασε άγρια φουρτούνα. Η στεριά ήτανε πολύ αλάργα, και το τσούρμο, μαζί με τον καπετάνιο του, είχε απελπιστεί στον κίντυνο που βρισκότανε.
Άλλη ελπίδα δεν είχανε, παρά να κάνουν «αβαρία» να πετάξουνε το φορτίο στο γιαλό και να «ποδήσουνε» το πλεούμενο, ίσως και σωνότανε. Όμως, κι αν κάνανε την «αβαρία» και το «πόδισμα», η απελπισιά τους δεν έσβηνε αλλά τράνωνε, τα κύματα αρχίσανε να «καβατζέρνουνε» το πλεούμενο, τα «μπούνια» δεν προφταίνανε να «ξενερίσουνε» και τ’ αμπάρια παίρνανε θαλασσόνερο.
Απάνου στην απελπισιά τους και σε τούτα τα καθέκαστα, ένας ναύτης που ήτανε σκαρφαλωμένος στα «ξάρτια» κι έπαιρνε τα «μπόσικα» από τα πανιά με τους «μακαράδες», αντίκρισε ένα χρωματιστό σανίδι που έπλευε πάνου στ’ αφρισμένα κύματα στο πέλαγο. Αναρωτήθηκε, τι να ‘ταν άραγε το χρωματιστό σανίδι δίπλα στο πλεούμενό τους, με τις παράξενες ζουγραφιές που φαινότανε να είχε από μακριά. Δε βάσταξε, η περιέργειά του τον έκανε να κατέβει γλήγορα από τα ξάρτια κι ένα δίχτυ από την «κουβέρτα» στο «κάσαρο» να πετάξει καταπάνου στο σανίδι. Κιντύνεψε να τόνε καταπιούνε τα κύματα αρπάζοντάς τον από την «κουπαστή», αλλά μ’ όλο τον κίντυνο κατάφερε να τ’ ανεβάσει από το γιαλό.
Κατέβηκε στην «πλώρη» και με το φως που έπεφτε από τη «φενέστρα», ξεδιάλυνε μια γυναικεία βυζαντινή μορφή ζουγραφισμένη με τη δεξιοσύνη και τη μαστοριά από βυζαντινό αγιογράφο, πάνου σε τούτο εδωνά το σανίδι. Φώναξε τον καπετάνιο και τους άλλους ναύτες και μ’ αληθινή συγκίνηση το ‘δειξε και σε κείνους, που από τα «σουσούμια» της καταλάβανε πως ήταν η μορφή της Παναγιάς.
Μια τρανή ελπίδα και ξεγνοιασιά τους έδωσε τούτο το κόνισμα της Μεγαλόχαρης. Όλοι τους ήτανε πιστοί χριστιανοί, παθιασμένοι αθρώποι, αγιασμένοι, με κείνη τη βαθιά πίστη που ξεχώριζε τους παλιούς απλούς θαλασσομάχους. Μ’ ευλάβεια πήρανε το κόνισμα, το καρφώσανε πάνου στο πλωριό «άλμπουρο», κι ενώ τους δέρνανε τα λυσσασμένα κύματα, γονατίσανε μπροστά του, παρακαλέσανε την Παναγιά να τους σώσει από τον μεγάλο κίντυνο που βρισκόντανε. Οι πιότεροι ήτανε νοικοκυραίοι, με φαμελιές, που τα παιδιά κι οι γυναίκες τους τούς απαντέχανε με λαχτάρα στο «μουράγιο» να γυρίσουνε κοντά τους, στα φτωχικά νησιώτικα καλύβια τους.
Την τρανή τους πίστη η θαλασσομάχισα αντάμοιψε κι έκανε το θάμα της. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα σε λίγο κάλμαρε και το πλεούμενό τους ακίντυνο βρισκότανε στο λιμανάκι, σ’ ένα λεσβιακό χωριό, στην Πέτρα. Φουντάρανε την άγκουρα στα γαλήνια νερά, με μια βάρκα βγήκανε στο χωριουδάκι και στην παλιά εκκλησιά του λειτουργήσανε για χάρη της Μεγαλόχαρης.
Ένα καντηλάκι άναβε κάθε βράδυ μπροστά σε τούτο το θαματουργό κόνισμα. Μια νυχτιά όμως, σαν πήγε ο καπετάνιος για να βάλει λάδι στο καντήλι και να τ’ ανάψει, είδε ξαφνιασμένος να λείπει η Παναγίτσα τους. Παραξενεύτηκε πώς χάθηκε, γιατί το ‘χανε γερά καρφωμένο πάνου στ’ άλμπουρο. Ρώτηξε τους ναύτες του, αλλά κι αυτοί ξαφνιαστήκανε και δεν ξέρανε τι είχε γίνει το κόνισμα.
Κατάντικρυ στο πλεούμενό τους, ομπροστά στο χωριουδάκι που απλωνότανε πάνου στο ήμερο κατάγιαλο με τα φτωχικά ψαράδικα καλύβια, ορθωνόταν ένας πελώριος βράχος, που τ’ αψήλωμά του φοβερίζει τη θάλασσα με τα κύματα και τα στοιχειά της. Σα νύχτωσε, ένα λαμπερό φως ξεδιάλυνε ο καπετάνιος στην κορφή του, που άλλη νύχτα δεν έτυχε να το ξαναδεί. Περίεργος τράβηξε τα κουπιά στη βάρκα του, διπλάρωσε το βράχο και σκαρφάλωσε πάνω του, για να δει τι ήταν αυτό το λαμπερό φως, που όσο κόντευε τόσο πιότερο τόνε θάμπωνε με τη λάμψη του. Ω το θάμα όμως!!! Το κόνισμα που βρήκανε πάνου στ’ αφρισμένα κύματα στο πέλαγο, με μια θαυμαστή φωτοχυσία μόνο του λαμποκοπούσε κι έριχνε τόση λάμψη. Το πήρε στην αγκαλιά του, το ‘φερε ξανά στο πλεούμενο και το κάρφωσε με πιότερα καρφιά πάνου στ’ άλμπουρο, κι ήτανε σίγουρος πια, πως δε θα το ξανάχανε.
Το άλλο βράδυ όμως, ξανά το κόνισμα της Παναγιάς έλειπε, και το ίδιο λαμπερό φως άστραφτε πάνου στο βράχο. Την αυγή, κατάλαβε ο καπετάνιος πως ήτανε θέλημα της Παναγιάς, βγήκε στην Πέτρα και το ‘πε στον παπά και στους χωριάτες. Μαζωχτήκανε οι προεστοί κι ολάκερο το χωριό, και με συγκίνηση ακούσανε τον καπετάνιο να τους διηγιέται για το θαυματουργό κόνισμα.
Τότες οι απλοί τούτοι χωριάτες, για να τιμήσουνε τη Μεγαλόχαρη που διάλεξε μέσα από τ’ ανοιχτό πέλαγος στο φτωχικό τους χωριουδάκι να θρονιαστεί και να τους παραστέκει, αποφάσισαν ένα απλό, μα καλοφτιαγμένο, εκκλησάκι να της χτίσουνε πάνου σε τούτον τον αψηλό ράχτο. Για τούτο φωνάξανε τον αρχιμάστορα στο νησί, τον Στρατή Καρέκο τον Ανεμοτήσιο, που ήτανε ξεχωριστός τεχνίτης να χτίζει εκκλησιές, κι είχε χτίσει τις πιότερες στο νησί, να τους κάνει και τούτο το εκκλησάκι. Αλλά ο τρανός τεχνίτης, σαν ανέβηκε πάνου στον πελώριο βράχο, στάθηκε συλλογισμένος και δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει και πού να θέσει τα θεμέλια. Μέρες παιδευότανε και δεν μπορούσε να βγάλει το σκέδιο.
Οπότε μια μέρα, καθώς γονάτισε για ν’ ασπαστεί την Παναγιά και να τηνέ παρακαλέσει να τον βοηθήσει στο έργο του να της χτίσει το σπιτάκι της, ένα άσπρο περιστέρι πέταξε πάνου από το κεφάλι του. Τρόμαξε ο μάστορας. Στη μύτη του βάσταγε το ράμμα, περιτριγύριζε τον βράχο, του έδειξε πού να θεμελιώσει. Ο Καρέκος χαρούμενος και συγκινημένος που ακούστηκε η προσευχή του, φώναξε τους χτιστάδες, τους πελεκητάδες και τους παραγιούς του, κι ευτύς αρχίσανε να πελεκάνε το ράχτο και να χτίζουνε. Τούτο στάθηκε το πρώτο θάμα από την Παναγιά.
Αψήλωναν αγάλια-αγάλια οι τοίχοι, κι ένα σαββατόβραδο σαν σκολνούσανε, κάποιο παιδί ανέβηκε πάνου στις σκαλωσιές με το δίσκο στα χέρια του να κεράσει τους μαστόρους ένα ποτηράκι ρακί, που του το φιλεύαν οι χωριάτες για ν’ ανακουφιστούνε λίγο από την κούραση. Καθώς περπάταγε από σκαλωσιά σε σκαλωσιά, πάνου στα καντρόνια και στα μαδέρια, παραπάτησε το παιδί με το δίσκο, και για μιας πήρε τον γκρεμνό. Όλοι τρομαγμένοι και με την ψυχή στο στόμα, σκύψανε να δούνε πια σκοτωμένο το καημένο το παιδί. Η Μεγαλόχαρη όμως έκανε το δεύτερο μεγάλο της θάμα. Το παιδί δίχως να πάθει τίποτα, στεκότανε με το δίσκο στα χέρια στα ριζά, στο βράχο, κι όλοι απορήσανε και θαμάξανε που ούτε ένα ποτηράκι ρακί δεν είχε χυθεί.
Τέλεψε το εκκλησάκι κι άστραψε κάτασπρο στ’ αψήλωμα, στο βράχο. Τότες ανέβηκαν ούλοι οι χωριάτες και κάνανε την πρώτη τους τρανή λειτουργιά. Οι ναύτες κι ο καπετάνιος ένα καντήλι ασημένιο κρεμάσανε μπροστά στη χάρη Της, κι αρμενίσανε γι’ άλλα πέλαγα κι άλλα λιμάνια.
Στερνά η Παναγιά η Γλυκοφιλούσα, έτσι την ονοματίσανε, κάθε τόσο έκανε θάματα, έσωζε καράβια που κιντυνεύανε στη φουρτούνα, και ναυαγούς που χαροπαλεύανε με τα στοιχειά στη θάλασσα. Η φήμη και η χάρη Της η τρανή, φτάξανε πέρα από το νησί, αλάργα ως την Ανατολή, και στη γιορτή Της, τον Δεκαπενταύγουστο, ξεκινούσαν ακόμα και Τουρκαλάδες για να ‘ρθουνε νε την προσκυνήσουνε, να πληρώσουνε κάποιο τάμα που της τάξανε και να της τρατάρουνε τα φιλέματά τους. Γιόμισε το εκκλησάκι ασημικά και χρυσαφικά, και κάποιοι Τουρκαλάδες που ήρθανε και τα ‘δανε, κακό σκοπό βάλανε στο μυαλό τους.
Μια νυχτιά, αρματωμένοι με πιστόλες και γιαταγάνες, ανεβήκανε κρυφά τα σκαλοπάτια στο βράχο και κλέψαν ό,τι είχε το εκκλησάκι. Κάποια καλόγρια, που τηνέ λέγανε Μελάνη, υπηρετούσε τη Μεγαλόχαρη και σαν τους πήρε είδηση, βγήκε από το κελί της κι άρχισε να χτυπά δυνατά τα σήμαντρα και την καμπανούλα, για να καταλάβουν οι χωριάτες πως κάποιο κακό γίνεται, να τρέξουνε και να σώσουνε την περιουσία της Παναγιάς τους. Όμως οι Τουρκαλάδες προκάνανε και ξεγλίστρησαν από το χωριό μέσα στο νυχτιάτικο σκοτάδι και φύγανε.
Πήγανε στη Σκαμνιά, σ’ ένα άλλο λεσβιακό χωριό, βορεινότερα, ζυμώσανε πολλά ψωμιά και μέσα κει χώσανε τα κλεμμένα χρυσαφικά. Η Παναγιά έκανε ξανά το θάμα Της. Στον ύπνο, σ’ ένα πιστό χριστιανό φανερώθηκε, κι ενώ τοιμαζόταν οι λησταράδες να μπαρκάρουνε και να χωθούνε στην αμαρτωλή Τουρκιά, πάνου στο κατάγιαλο τους πιάσαν οι χριστιανοί νησιώτες και πήρανε τα πιότερα από τα κλεμμένα.
Τούτα όλα τα θάματα κάνανε μεγάλο τ’ όνομα για την Παναγιά Πετρανή τη Γλυκοφιλούσα, γι’ αυτό κάθε χρόνο στη χάρη Της, το Δεκαπενταύγουστο, έρχονται πολλοί νησιώτες και τηνέ προσκυνάνε. Γιομίζει ο γιαλός κάτω από το βράχο Της, με πλεούμενα λογιώ-λογιώ. Τρεχαντήρια, γολέττες, μπρατσέρες, μπομπάρδες, καΐκια, τράτες, ψαροπούλες, κότερα, μποτέλα, βάρκες, ακόμα και κουρίτες αρμενίζουν απ’ αλάργα για να ‘ρθουνε στο λιμανάκι της Πέτρας. Τ’ άλμπουρα υψώνονται και σχηματίζουνε δάσος από λεύκες μέσα στη θάλασσα, που πάνε να ξεπεράσουνε τον αγιασμένο βράχο, κι ο γιαλός αχολογά με τις καδένες, τις άγκουρες, τις τσαμπούνες και τις κοχύλες που παίζουν οι θαλασσινοί. Ένα τσούρμο ατέλειωτο παθιασμένοι αθρώποι, ταμένοι στην Παναγιά την Πετρανή, πιστάγκωνα με βαρειές αλυσίδες και σκοινιά, ξεκινάν αξυπόλυτοι μέσα στην καλοκαιριάτικη κάψα, για ν’ ανεβούνε τα κατό δεκατέσσερα σκαλοπάτια στον ιερό βράχο και να πέσουνε μπροστά Της μετανοιωμένοι, να ζητάνε τη βοήθεια και την παρηγοριά Της. Οι πιο αντρειωμένοι κι οι μεγαλόψυχοι έρχονται με κολύμπι. Από μίλι αλάργα ξεκινάνε και σαν βγούνε στη στεριά, πέφτουνε ξεψυχισμένοι και ξεθεωμένοι από την κούραση πάνου στα σκαλοπάτια, στο βράχο, κι απαντέχουνε τον παπά να περάσει πάνου από τα γυμνά κορμιά τους το κόνισμα με τη Μεγαλόχαρη, κι έτσι νιώθουνε ξαλαφρωμένοι που ξεπληρώσανε το τάμα τους.
Η πίστη από τους χριστιανούς βαστά ορθωμένο το εκκλησάκι για την Παναγιά Γλυκοφιλούσα την Πετρανή, που γι’ ατέλειωτα χρόνια θα ‘ναι κει στη νησιώτικη άκρη, ψηλά στο βράχο, στο γιαλό, και θα προστατεύει τους νησιώτες και τους ναυτικούς μας.