Μια βραδιά στο πανηγύρι της Λιώτας

01/07/2012 - 05:56
Λες κι ήταν εψές. Κόντευε να τελέψει ο Δεκαπενταύγουστος κι η χαρά μας μεγάλη, πότε θα ανοίξουμε το τουλούμι που το βλέπαμε κάθε πρωί να γυρίζει πλευρό στο κρεμασμένο μαδέρι δίπλα στις σφίδες και να μας κοροϊδεύει, μα πιο πολύ πότε θα έρθει το παναγύρ’ της Λιώτας.
Ανασυρμένο απ’ τα παλιά

Λες κι ήταν εψές.
Κόντευε να τελέψει ο Δεκαπενταύγουστος κι η χαρά μας μεγάλη, πότε θα ανοίξουμε το τουλούμι που το βλέπαμε κάθε πρωί να γυρίζει πλευρό στο κρεμασμένο μαδέρι δίπλα στις σφίδες και να μας κοροϊδεύει, μα πιο πολύ πότε θα έρθει το παναγύρ’ της Λιώτας.
Μέρες πολλές λαχταρούσαμε, νύχτες πολλές κλωτσούσαμε τα σεντόνια σα παίρναμε εντολή να πάμε νωρίς για ύπνο.
Πιο ύπνο, που οι ορμόνες χοχλάζανε, που οι φυλακισμένοι πόθοι μας στραβώνανε τα σίδερα της φυλακής να λευτερωθούνε, που ο μεροδείχτης πετούσε μια - μια τις μέρες στο σκουπιδοτενεκέ, κι η νηστεία μάς έκανε να αμαρτάνουμε;
Τέλεψε καμιά φορά το μαρτύριο, χορτάσαμε τουλουμοτύρι, φάγαμε αρνίσιου κρέας, και στα νιάμερα της Παναγιάς, αποβραδίς, βρεθήκαμε όλη η μικροπαρέα στην πλατεία, δίπλα στο τρεχούμενο γάργαρο νερό, εκεί που ο θρύλος κι η παράδοση λένε για τη λεπρή βυζαντινή πριγκίπισσα Λυγερή, που γιατρεύτηκε στο βούρκο και χτίστηκε η εκκλησιά, στη Λιώτα.
Πραμάτειες, ζουρνάδες, όργανα, τραγούδια και χορευτάδες, ατέλειωτες βόλτες άμε -έλα, μπρος- πίσω και πειράγματα αγνά, αθώα, αγγίζαμε καμιά φορά και τα μπράτσα μας πα στα κουρτσέλια, ανατριχιάζαμε, βασιλεύαμε.
Αργά πια, καταλαγιάσαμε στου Ματζουράν’ το μαγαζί, πίζερβα, στο γεροπλάτανο από κάτω, κι απλώθηκαν στο τραπέζι μας μεζέδες και καραφάκια.
Τούτη τη φορά, είχα πάει κρυφά από τη μάνα μου, γιατί ήμουνα λέει μικρός και δεν έκανε, μα εγώ το έκανα να κάνει, σα που έλεγε η συγχωρεμένη πεθερούλα μου, η παπαδιά η Ανδρομάχη, κι έπινα ρακί όλη τη νύχτα.
Όταν σβήσανε τα καντηλέρια που έβλεπα κρεμασμένα στον ουρανό κι ήμασταν πια όλοι σα του Κστουδουλέλ σκνίπα, με ζώσανε τα φίδια! Τι θάλεγα στη μάνα μου; Δε μ’ ένοιαζε που θα άκουγα τα σκολιανά μου, αλλά άμα μύριζα ούζο, θα είχα αποκλεισμό εξόδου για πολύ καιρό.
Είπα τον καημό μου στ’ άλλα τα παλκαρέλια, συλλογιστήκανε αυτά, κι ο Αριστής η Ρουμπής με συμβούλεψε να φάγω αλυγαριά που τραβάει τη ρακίλα. 
Κοντά ξημερώματα, πληρώσαμε, σηκωθήκαμε να φύγουμε, χωρίσαμε, κι άξαφνα βρέθηκα μοναχός. Δε θυμόμουνα καλά το δρόμο, μα έκανα λίγα ασταθή βήματα και ξάνοιξα προς τη θάλασσα.
Το νησί, ίσα που ξεχώριζε μεγαλόπρεπο στ’ αγιάσματα παραπέρα κι ο Μόλυβος αχνόδειχνε το κάστρο του να δεσπόζει στην κορφή. Θυμήθηκα τα σμάδια, και ρίχτηκα στο μονοπάτι να πάω στο μέσα Γαβαθά. Κατηφόριζα, σκουντουφλούσα, ανασηκωνόμουν, με γρατζουνούσαν κάτι ρουμάνια, δεν έδινα σημασία, και μισόβλεπα το «φάρμακο» του Αριστείδη μπόλικο στα πλάγια. Ακολούθησα τη συνταγή του κι άρχισα να τρώγω τις λυγαριές σαν το γάιδαρο, μέχρι που ξετρύπωσα στης Παντώρας την κούλα. Το στόμα μου ήτανε σα βυρσοδεψείο, αλλά έπρεπε, συνέχισα να μασουλάω το αντίδοτο να πάρει τη μυρουδιά του ούζου.
Σαν έφταξα στη κούλα μας κι είδα τη συγχωρεμένη μάνα μου με το φακιόλι στο κούτελο σφιχτοδεμένο, τα χρειάστηκα. Μπέρδεψα τα λόγια μου, βλακείες και ψευτιές αράδιαζα, κι άξαφνα την είδα να με μαλώνει και συνάμα να χαμογελά.
- Τι ώρα είναι τούτη που μού ‘ρθες; Δε θα ξαναγίνει, είπε αυστηρά.
Τσιμουδιά εγώ. Δε με ράβδισε, γιατί προτού φτάσω της έκανε χαμπάρι ο Θαράπης ο κουμπάρος μου, πως ήμουνα, λέει, καλό μουρό, και τον πίστεψε.
Με έβαλε όμως να κάνω χουού να με μυρίσει, και ω του θάματος, δεν κατάλαβε τίποτα. Με έσωσε ο Αριστείδης. Όμως τα μάτια μου γυαλίζανε, έξυπνη η κυρά Βρυδίκ’, με λυπήθηκε, έστρωσε, τσμήθκα.
Σα τ’ αρνέλ(ι)!! 

Άϊντι. Καλό καλουτσέρ να έχειτει, τσι να θμούστει οι μσαφίρδεις πως στς Αμιρσούδας του χουργιό δεν ακούμπσει έφτο του διάβουλου μνι-μονιου, κίλιουγια του λεν τα μπέρδειψα, γι αυτό πιούτει ούζου, φάτει καμιά σαρδέλα τσι κτσέλια μι σκόρδου, να γυρίστει κι ως μπάριμ χουρτάκ’ σκ’ Αθήνα!

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey