Τον έβλεπα να σφουγγίζει τον ίδρο του, να ανάφτει ίδιο μπουρλότο, να αυλακώνεται σταυρωτά το κούτελό του, και δυο αιχμηρά, σα φοβισμένου αγριμιού που θέλουνε να αρπάξουν τα νεογνά του λιγοβλέφαρα καστανά μάτια να σκορπούν το νοιάξιμο για τη βυθιζόμενη, παρακμάζουσα κοινωνία.
Μια μαχαιρολαβωματιά
μ’ αγάπη θα με γιάνει
βαρύς ο πόνος στην καρδιά
μεγάλο τόπο πιάνει. (σ. 19)
Άνοιξα προσεχτικά το φάκελο και μ’ άρπαξε ένας αγέρας βουρκωμένος, μια κραυγή όλο ευγένεια, αγάπη, αγώνα κι αγωνία.
«… υποφέρω από πόνο. Περιμένω τη βιοψία να δούμε τι θα δείξει. Ίσως καρκίνο; Γι’ αυτό να λέμε πρώτα υγεία. Να μη βασανιζόμαστε πριν τα τινάξουμε.»
Το διάβαζα, το ‘κλεινα, το ξανάνοιγα, το ξαναδιάβαζα, να σιγουρευτώ ήθελα πως έστεκε γερά στο δοιάκι της ζωής του ετούτος ο λαογράφος ασκητής που του δείχνανε αμέριστη την αγάπη τους φίλοι λιγοστοί, αδέρφια κι αδερφή και τον καλούσανε στερνές μέρες, μα δεν πάγαινε και διάλεγε το «ασκηταριό» του λέγοντας.
«Γιατί να τους κάνω να υποφέρουν; Μήπως κοντά τους δεν θα πονώ;»
Δεν ήθελε και χασομέρια, είχε πολλά στο νου του, αρκιόταν στο σήμερα και μόνο η αγωνία τον έπνιγε να προκάνει να δώσει κι άλλα.
Μαχαιροτράγουδα θρηνώ
πίκρες και βάσανά μου
θαλασσοναυαγίσματα
αγκάθια στα ψαχνά μου. (σ. 27)
Τον έβλεπα να σφουγγίζει τον ίδρο του, να ανάφτει ίδιο μπουρλότο, να αυλακώνεται σταυρωτά το κούτελό του, και δυο αιχμηρά, σα φοβισμένου αγριμιού που θέλουνε να αρπάξουν τα νεογνά του λιγοβλέφαρα καστανά μάτια να σκορπούν το νοιάξιμο για τη βυθιζόμενη, παρακμάζουσα κοινωνία. Κι υστερνά φτεροκοπούσε η ματιά του πέρα στα οράματα, στα σχέδια και τις επιθυμιές του τραβηγμένες απ’ τα φώτα και τα κραξίματα τα εγκόσμια.
«Υπάρχει και λίγη παρηγοριά, να βολοσέρνουμε με αυτά που αγαπάμε και μας αγαπάνε», μου έγραφε κι έκλεινε τούτη την κουβέντα μ’ έναν πολύχρονο δημιουργικό οίστρο που είχε και δεν έλεγε να τελέψει μέχρις αργά, ίσαμε την ώρα που άγγιζε το νήμα σαν το τέντωσε ο χάροντας να πέσει απάνω.
«Προσπαθώ, Γιώργη, να σταθώ στα πόδια μου για να μπορέσω να κάνω ό,τι προλάβω πριν το μεγάλο ταξίδι μου.»
Να βρεθεί σε μιαν άλλη κοινωνία ήθελε, σα που τη νειρεύτηκε τότες, χρόνους πολλούς πίσω, όταν με το ραβδί του οδοιπόρου ξερευνητή όργωνε το αγιασμένο βουνό το σπαρμένο μοναστήρια, κελιά και σκήτες κι έπιανε κουβέντα με τους ανθρώπους που απαρνηθήκανε τα εγκόσμια κι αποσυρθήκανε στην ερημιά να ξεκουκίζουν το κομποσκοίνι, να συνομιλούν με το Θεό και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.
Έλαχε να με ξεκουνήσει η θύμησή του μιαν αυγή και σφίγγονταν δαγκάνες γύρω στο λαρύγγι μου. Πεθυμιά μου να του μιλήσω ύστερα από κάμποσους χρόνους.
Κι επειδής το ‘θελε πεισματικά η ψυχή μου με ξέχειλη αγάπη κι ανυστεροβουλιά, μαζωχτήκανε θαρρείς ούλες οι υπαρξιακές κι υπερφυσικές δυνάμεις αντάμα, μια σαΐτα φως ξεχύθηκε, θάμα γίνηκε, τον ξετρύπωσα.
Απόρεσε σαν άκουσε τη νοιαστικιά φωνή μου, χάρηκε, κι ήρεμα, με χωρίς περισσευούμενες κουβέντες στιγμάτισε την ύπαρξή του.
«Ασκητεύω, Γιώργη, κι απορώ πώς βρήκες το τηλέφωνό μου. Λίγοι απομείνανε της γενιάς μας που ξέρουν πια να αγαπούν και πιότερο να δέχονται τη δικιά μας αγάπη.»
Έγραφε ποιήματα, μουτζούρωνε ατοπήματα, έψαχνε βιβλία κι εφημερίδες, ξετρύπωνε θαλασσοκόχυλα σταλμένα μύρια μίλια μακριά, έπεμπε ευχές και προσευχές να εύρει μπόρεση κι ικμάδα, να απλώσει στο χαρτί πλούτη και γενιών μας την παράδοση και τον πολιτισμό, να προστέσει ένα ακόμα πετράδι στην άκρη του ωκεανού. Να το βάνει σε μια «γουβίτσα» να βλαστήσει να το εύρουν οι επόμενοι να μορφύνουν τη ζωή τους. Να την μπογιαντίσουν λουλακιά σαν τα «Μαχαιροθαλασσόκρινα», το τελευταίο βιβλίο του που με πολλή αγάπη και μεράκι μάς χάρισε πρόσφατα από την Αίγινα. Κνισαρισμένες λεβεντογεννημένες οι 169 ρίμες απ’ τους ριμαδόρους και μαχαιρομαστόρους της Κρήτης που τις έχουν κεντήσει απάνω στα μαυρομάνικα.
Κοκαλοσημοπλούμιστο,
μαχαίρι μου γραμμένο,
τραγούδι ‘ναι οιστρήλατο
στη λάμα κεντημένο. (σ. 32 - 33)
Κι έδειχνε την αγάπη του σε τούτο το στοίχο που τον άπλωσε στης μέσης το δισέλιδο με ζωγραφιά δικιά του. Και με σιγανή, αργόσυρτη φωνή αυτοσαρκαστικά, μου διάβαζε την άλλη κι έλεγε πως δε φοβάται πια το θάνατο γιατί,
Μαχαίρι μαυρομάνικο
στα χέρια μου βαστάω
ο χάροντας αν είν’ μπροστά
κι αυτόν θα τόνε φάω. (σ. 19)
Και σήκωσε το ποτήρι του, τσουγκρίσαμε παθιασμένα, πήρε μια καυτή γουλιά, κροτάλισε η γλώσσα του, κατέβηκε, ξανανέβηκε το μήλο του Αδάμ, μπούχτισε πνεύμα και το περισσευούμενο ξεχείλισε, γιόμισε τις χούφτες του το νίφτηκε κι απάντεχε μέχρι που ο φίλος του Ευαγγελιστής Ιωάννης του ‘δειξε το μονοπάτι όξω από το «Λιθόστρωτο μαρτυρικό Γαβαθά». Κι ως πάτησε την αγιασμένη στράτα έστριψε ξανά ο Ευαγγελιστής, έδωκε διάτα κι ο αφέτης πυροδότησε για ένα καινούργιο ξεκίνημα. «… για το μεγάλο ταξίδι».
«Πού παγαίνεις, Βασίλη;» του φώναξα, μα αυτός δεν άκουσε, ή μπορεί και ν’ άκουσε μα δε γύρισε.
«Θέλω να έχω αντοχές να σεργιανίσω την Παράδεισο ή την άλλη μπάντα. Ανάλογα τις βουλές του Πετράκη», μου είχε ψιθυρίσει κείνη τη μέρα σα βρεθήκαμε αντίκρυ απ’ τ’ Ανεμοβούνι, εκεί που ο θρύλος κι η παράδοση λένε για τη λεπρή βυζαντινή πριγκίπισσα Λυγερή, που γιατρεύτηκε στο βούρκο και χτίστηκε η εκκλησιά για την Παναγιά. Του έδωκα τα ποθούμενα που μου είχε ζητήσει και συνέχισε με ζεστή φωνή.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη Λιώτα, που θα σ’ ευχαρίστησε η αποστολή μου, εκεί στο κεφαλόσκαλο και στο κελί της Παναγιάς, όπου κάποιες εποχές ξενύχτησα.»
Αυτά είπε και χάθηκ’ ο Βασίλης.
Ξερευνά, ευτυχισμένος οδοιπόρος, τη μεγάλη Πολιτεία.