Στο Αρχοντικό Γεωργιάδη είδε το φως μια διαφορετική «Οδύσσεια». Μια μουσική παράσταση, αυτοσχεδιαστική, όπου ο κόσμος συμμετείχε σε ένα γλέντι αντίστοιχο με αυτό που γινόταν στην αρχαιότητα.
Την περασμένη Παρασκευή και το Σαββάτο, στο Αρχοντικό Γεωργιάδη είδε το φως μια διαφορετική «Οδύσσεια». Μια μουσική παράσταση, απόλυτα αυτοσχεδιαστική, όπου ο κόσμος κλήθηκε να συμμετέχει σε ένα γλέντι αντίστοιχο με αυτό που γινόταν στην αρχαιότητα, διαλέγοντας ποια ραψωδία θέλει να ακούσει. Η σκηνοθέτις της παράστασης, Έλλη Παπακωνσταντίνου, ο μουσικός Τηλέμαχος Μούσας και η ηθοποιός Αγλαΐα Παπά, οι τρεις συντελεστές της παράστασης, που πρόσφατα απέσπασε εξαιρετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Δελφών, μίλησαν στο «Ε» για το πώς ξεκίνησε η ιδέα αυτών των παραστάσεων, την αντίδραση του κόσμου, αλλά και το πόσο δύσκολο και συνάμα συναρπαστικό είναι το να αυτοσχεδιάζει κανείς σε κάθε παράσταση, για μία ώρα, πάνω στη σκηνή.
Κυρία Παπακωνσταντίνου, εσείς έχετε ένα ευρύ σκηνοθετικό βιογραφικό, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, όπου άλλωστε έχετε κάνει και σπουδές. Πώς ξεκίνησε η ιδέα των παραστάσεων με θέμα την «Οδύσσεια»;
«Με ενδιέφερε να ερευνήσω τη λειτουργία της μουσικής αφήγησης με ό,τι συνεπάγεται και να βρω κάποιες αντιστοιχίες, με σύγχρονα μέσα όμως, με τη λειτουργία του αρχαίου ραψωδού. Ο πρώτος κύκλος έρευνας και οι πρώτες παραστάσεις ήταν στο εξωτερικό, όπου και ζούσα τότε (σ.σ. 2001 - 2003), με έναν πυρήνα συνεργατών που δούλευε πάνω στην “Οδύσσεια” και υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και του Arts Council του Λονδίνου.»
Η εταιρεία «ΟΔC» πώς ιδρύθηκε;
«Ιδρύθηκε το 2001, για τον πρώτο κύκλο παραστάσεων. Ανάλογα με την παράσταση συμμετέχουν και διαφορετικοί συνεργάτες. Για παράδειγμα, στο θέατρο “Άλεγκτον” όπου κάναμε ανοικτές πρόβες για το κοινό την άνοιξη, εμείς οι τρεις ήμασταν ο σταθερός πυρήνας, αλλά κάθε μέρα ερχόταν και ένας διαφορετικός έξτρα μουσικός, που έφερνε το δικό του μουσικό ιδίωμα. Ο καθένας έρχεται με αυτό που γνωρίζει πιο καλά, με την προσωπική του εμπειρία και ανάγνωση.»
Πώς διαφοροποιείται ο συγκεκριμένος κύκλος παραστάσεων από τις προηγούμενες;
«Είναι ένα μεγάλο άλμα, μια μετεξέλιξη. Η πρώτη παράσταση είχε μέσα και χορό και διάφορα εικαστικά. Εδώ έχουμε αφαιρέσει, μέσα από το χρόνο και την εμπειρία, όλα τα περιττά στοιχεία και έχουμε κρατήσει μόνο αυτό που για εμάς είναι τελείως απαραίτητο.
Πρόκειται, πάντως, για μια μουσική παράσταση, όπου αντιμετωπίζουμε τον ήχο συνολικά και όχι τη μουσική ως “μουσικό χαλί”. Ο λόγος συνομιλεί με τη μουσική ως ήχος, έχουν μια διαλεκτική σχέση. Καλούμε τον κόσμο σε ένα γλέντι αντίστοιχο με αυτό που φανταζόμαστε ως τη ραψωδική λειτουργία της αρχαιότητας, όπου ο αφηγητής ζητά από τον κόσμο να του πει ποια ραψωδία θέλει να ακούσει. Δεν υπάρχει διάκριση σκηνής - θεατή, ο κόσμος τρώει, πίνει, η μουσική είναι συνυφασμένη με ό,τι κάνουμε. Για το λόγο αυτό, ψάχνουμε να βρούμε και ιδιαίτερους χώρους, όπου ο κόσμος θα νιώθει και πιο άνετα.
Επιπλέον, η παράσταση είναι όλη αυτοσχεδιασμός. Υπάρχουν κάποιες ραψωδίες που είναι οι αγαπημένες μας, αλλά το τι θα παίξουμε εξαρτάται και από τη θεματολογία της εκδήλωσης. Εδώ στη Μυτιλήνη, π.χ., λόγω του ότι είναι για τον “Έρωτα και το Θάνατο”, οι θεατές επιλέγουν ανάμεσα σε σχετικές ραψωδίες: Μνηστηροφονία, Αναγνώριση Οδυσσέα - Πηνελόπης, Καλυψώ και “Ιντερμέδιο Θεών”, Κίρκη κ.λπ.»
Ο κόσμος πώς αντιδρά; Αποδέχεται θετικά το εγχείρημα; Είναι αμήχανος, συμμετέχει, ενοχλείται, διασκεδάζει;
«Στο “Άλεγκτον” υπήρχε μεγάλη συμμετοχή, ειδικά στο μουσικό κομμάτι, όπου χτυπούσαν παλαμάκια, ποτήρια κ.λπ.. Μια συγκεκριμένη μέρα, μάλιστα, όλος ο χώρος ήταν μαζί μας κρατώντας τους ρυθμούς, κάτι που ήταν πολύ εντυπωσιακό. Επίσης, έχει τύχει να υπάρχουν ηθοποιοί στο κοινό, οι οποίοι “πετάγονταν” και έλεγαν και αυτοί ατάκες από το κείμενο, κάτι που είχε πολύ ενδιαφέρον. Άλλωστε, η Αγλαΐα αναπτύσσει και ιδιαίτερη σχέση με το κοινό, προκαλώντας το να συμμετέχει. Δεν έχει τύχει ποτέ αρνητική αντίδραση, παρά μόνο θετικά σχόλια.
Μετά τους Δελφούς, μεγάλη έκπληξη ήταν και ο ενθουσιασμός του κ. Δημήτρη Μαρωνίτη, του μεταφραστή της “Οδύσσειας”, ο οποίος θέλησε να συμμετάσχει στην παράσταση στην Ελευσίνα, το Σεπτέμβριο. Δημιουργείται, πάντως, ένα “παραξένισμα” στους θεατές, κάτι που για μένα είναι θετικό. Πιστεύω ότι ορισμένα έργα πρέπει να “ανοίξουν παράθυρα” στη φαντασία του θεατή, να πλάθει αυτός τις δικές του εικόνες, για το λόγο αυτό δεν έχουμε και σκηνικά.
Για τη συνεργασία
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία μεταξύ σας;
«Από κοινές αναζητήσεις. Εμένα μου άρεσε, ως μουσικός, να προσεγγίζω και άλλες παραστατικές τέχνες. Μετά από μια κουβέντα που είχαμε με την Έλλη, είπαμε να δοκιμάσουμε. Η Αγλαΐα ήρθε στη σωστή χρονική στιγμή, λόγω της δουλειάς που είχε πρόσφατα κάνει. Ήμασταν τρεις άνθρωποι, που ο καθένας είχε ασχοληθεί με κάτι που βοηθούσε τη συνεργασία αυτή. Με το που έγινε η πρώτη πρόβα, καταλάβαμε ότι κάτι καλό γίνεται και είπαμε να συνεχίσουμε.»
«Ουσιαστικά γνωριστήκαμε στην πρώτη πρόβα, αλλά αμέσως φάνηκε ότι δένουμε και αγαπηθήκαμε πολύ. Γράφουμε τη δική μας ιστορία, σαν μια μικρή παρέα.»
Λέτε, αναφερόμενοι σε ερευνητές της Οδύσσειας που δίνουν έμφαση στη ρευστότητα και την πολυμορφία των ομηρικών κειμένων, ότι «σε μια τέτοια ποίηση δεν υπάρχει αυθεντικό κείμενο, αλλά «Οδύσσειες». Τι εννοείτε;
«Έχει να κάνει με το πώς ο αρχαίος ραψωδός έκανε τα δικά του σχόλια, τη δική του ανάλυση και έβαζε τα δικά του κείμενα. Και εμείς κάνουμε το ίδιο πράγμα. Η Αγλαΐα, συνειρμικά σχολιάζει πάνω στο κείμενο, δεν αφηγείται απλά, έχει τη δική της ατζέντα, που προκύπτει εκείνη την ώρα, μέσα από την επαφή με το κοινό.»
«Έχω τη δικιά μου στιγμή, ανάλογα με το συναίσθημα που μου δημιουργείται. Έχω την ελευθερία να εκφράσω όποιον συνειρμό, από κάτι τελείως προσωπικό, κάτι που είναι “μεταξύ μας”, μέχρι κάτι που έχει κοινωνική ή πολιτική διάσταση. Η ελευθερία αυτή, πάντως, δεν είναι ασφαλής, αλλά δίκοπο μαχαίρι, αφού είναι εύκολο να “ξεφύγεις”. Για το λόγο αυτό είναι σημαντική η παρουσία της Έλλης, ως σκηνοθέτη, πάνω στη σκηνή.»
«Πιστεύω, πάντως, ότι δεν έχει κανένα νόημα πλέον να ανεβάζουμε αρχαία κείμενα, αν δε βρούμε δικά μας περάσματα, ώστε με κάποιο τρόπο να γίνουν και προσωπικά, τοπικά κείμενα, να αφορούν αυτόν που έχει να τα αντιμετωπίσει. Τα κείμενα αυτά δε γεννήθηκαν ως ουδέτερα, αλλά μέσα από ρήξεις κοινωνικές και πολιτικές και ο αφηγητής έπαιρνε θέση. Μόνο έτσι, πιθανόν, να ανοίξει και ένα πέρασμα, για να αφορούν και το κοινό.»
Για τη μουσική
Κύριε Μούσα, εσείς από πού εμπνευστήκατε τη μουσική για τη συγκεκριμένη παράσταση και πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε τόσα όργανα μεταξύ τους;
«Έχει να κάνει με τα μουσικά μου βιώματα. Είμαι μουσικός της τζαζ, αλλά έχω περάσει και από πολλά άλλα ιδιώματα (ροκ, πανκ, σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική άλλων λαών κ.λπ.). Έχω μια “δεξαμενή” από όλα αυτά και ανάλογα αντλώ, πάντα με γνώμονα τον τζαζ αυτοσχεδιασμό.»
Κυρία Παπά, εσείς είχατε ποτέ ανάλογη εμπειρία με τόσο αυτοσχεδιασμό; Πόσο δύσκολο είναι να αυτοσχεδιάζει κανείς επί μία ώρα ή και παραπάνω στη σκηνή;
«Όχι, δεν είχα ανάλογη εμπειρία, δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες ευκαιρίες. Κάτι παρόμοιο έχω βιώσει μόνο με ξένους σκηνοθέτες. Στην “Οδύσσεια” υπάρχει διαφορετική οργάνωση. Υπάρχει η ελευθερία, αλλά όπως είπα και πριν, χρειάζεται και ο έλεγχός της. Πιστεύω ότι η εμπειρία των τριών μας είναι καταλυτική. Είναι δύσκολο να αυτοσχεδιάζεις για τόση ώρα, αλλά είναι μεγάλη η χαρά και των τριών μας, όταν το κάνουμε. Μόλις βρεθούμε πάνω στη σκηνή, δημιουργείται μια χαρά και μία σοβαρότητα της χαράς, που μόνο στα παιδιά το έχω συναντήσει. Είναι η χαρά της δημιουργίας…»
Κυρία Παπακωνσταντίνου έχετε να προσθέστε κάτι;
«Ναι… πριν κλείσουμε, θέλω να επισημάνω ότι είναι σημαντικό πως η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λέσβου επέλεξε να φέρει στη Μυτιλήνη αυτή την παράσταση, που δεν είναι συμβατική, μέσα σε ένα πρόγραμμα με πολύ ενδιαφέρουσα θεματολογία. Για μένα είναι πολύ σημαντικό και δείχνει την καλή δουλειά που γίνεται…»