Ο Γιάννης Μανδάλας, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την επιτυχημένη πορεία της μαστίχας Χίου, την τελευταία δεκαετία, μίλησε στο «Ε» για το όραμα και τους στόχους για τη μαστίχα Χίου, αλλά και για τη συμβολή του ίδιου και των συνεργατών του στην επιτυχημένη πορεία του προϊόντος.
Ο Γιάννης Μανδάλας είναι ο άνθρωπος που, όπως όλοι λένε, βρίσκεται πίσω από την επιτυχημένη και πολλά υποσχόμενη πορεία της μαστίχας Χίου, την τελευταία δεκαετία. Γεννημένος στη Χίο, σπούδασε Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, καθώς και Παιδαγωγικά, με τα οποία όμως - ευτυχώς για την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου - δεν ασχολήθηκε ποτέ. Το 2001, μετά από πρόσκληση του προέδρου της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών, Κώστα Γανιάρη, ανέλαβε την αναδιοργάνωση του Συνεταιρισμού. Σήμερα, στα 49 του χρόνια, είναι εμπορικός διευθυντής της Ένωσης και διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας «Mastihashop» της εταιρείας Mediterra, θυγατρικής της Ένωσης. Αμέσως μετά την προχθεσινή του ομιλία στο Εμπορικό Επιμελητήριο, μίλησε στο «Ε» για το όραμα και τους στόχους που τέθηκαν τα τελευταία χρόνια για τη μαστίχα Χίου, αλλά και για τη συμβολή του ίδιου και των συνεργατών του στην επιτυχημένη πορεία του προϊόντος.
«Να μπει η μαστίχα στη ζωή μας.» Αυτό, όπως αναφέρατε στην ομιλία σας, ήταν ο πρώτος στόχος που θέσατε με την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών. Ήταν κάτι που είδατε και ως προσωπικό σας στοίχημα;
«Όταν ξεκινούσαμε, δεν υπήρχε μακροπρόθεσμο σχέδιο. Ο στόχος ήταν η αναγέννηση του Συνεταιρισμού, η αναδιοργάνωσή του. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, γεννήθηκε και η ιδέα των καταστημάτων “Mastihashop”, ψάχνοντας να βρούμε και ένα εργαλείο προώθησης, που να μπορεί να φέρει γρήγορα αποτελέσματα και να προωθήσει τη μαστίχα. Θα έλεγα πως ήταν στοίχημα μιας ομάδας ανθρώπων, ένα στοίχημα που έβαλαν πολλοί και όχι μόνο εγώ. Και η διοίκηση και οι εργαζόμενοι στην Ένωση, και όσοι δούλεψαν γι’ αυτό.»
Είπατε πως στην αρχή, στις πρώτες συναντήσεις με τους συνεργάτες σας, όλοι σας δεν ξέρατε τι ήταν η μαστίχα. Είναι προφανώς μια υπερβολή, ωστόσο πόσο είχατε συνειδητοποιήσει αυτό που είχατε στα χέρια σας;
«Όχι όσο θα έπρεπε. Υπήρχαν άνθρωποι τότε που είχαν πολύ περισσότερες γνώσεις και αναμνήσεις για τη μαστίχα, στην καρδιά και το μυαλό, άνθρωποι που για ιστορικούς ή λαογραφικούς λόγους ήξεραν πολύ καλύτερα από την Ένωση. Η γνώση αυτή ποτέ δεν είχε “μεταφραστεί”, ώστε να χρησιμεύσει ως όχημα για να γίνουν πράγματα που θα προωθούσαν τη μαστίχα. Αυτή η γνώση αξιοποιήθηκε για να γίνουν κάποια πράγματα με σειρά.»
Περιμένατε πως ο αρχικός σχεδιασμός που είχατε κάνει, θα οδηγούσε στη σημερινή επιτυχία; Και ρωτώ γιατί πολλοί μιλούν για «καινοτομία» και «εξωστρέφεια», λίγοι όμως φτάνουν σε τέτοια αποτελέσματα. Ποιο ήταν το «μαγικό ραβδάκι» στην περίπτωση της μαστίχας Χίου;
«Σίγουρα κάναμε πράγματα που μας έδωσαν πολύ μεγάλες διακρίσεις, με όρους επικοινωνίας, μάρκετινγκ κ.λπ.. Αλλού κερδίσαμε, αλλού χάσαμε. Πολλά έπαιξαν ρόλο. Κατ’ αρχάς, το διοικητικό συμβούλιο του Συνεταιρισμού, που απέδειξε ότι “ακούει”, καθώς και το ότι υπήρχε τελικά διάθεση για αλλαγή. Ένα δεύτερο κομμάτι και πολύ σημαντικό ήταν η συγκυρία. Τρίτον, το ότι στήθηκε πολύ γρήγορα μια ομάδα ανθρώπων, η οποία έβαλε πολλή δουλειά και είχε πράγματα να δώσει χωρίς να θέσει όρους, μόνο την περίσσια διάθεσή της. Η “ομάδα νίκης”, όπως την αποκαλώ. Στην ομάδα αυτή, πέρα από τους ανθρώπους της Ένωσης, εγώ θα μπορούσα να βάλω και τους καταναλωτές, που πολύ γρήγορα αγκάλιασαν τη μαστίχα Χίου, παρ’ όλο που δεν αγόραζαν κάτι που είχαν ανάγκη, αλλά ήταν κινούμενοι κυρίως από συναισθηματικά ή ιδεολογικά κίνητρα.»
Εσείς πόσο προσωπικό χρόνο αφιερώσατε στην προσπάθεια; Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει πως η αναγνώριση της μαστίχας Χίου επήλθε από τότε που αναλάβατε εσείς διευθύνων σύμβουλος.
«Είναι προφανές πως όλη η επαγγελματική μου ζωή, από τότε που ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με την Ένωση, κινήθηκε γύρω από τη μαστίχα. Η επιτυχία, όμως, δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά το ότι πίσω από ό,τι γίνεται υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αφιερώσει το 100% των δυνάμεών τους.»
Μέχρι εδώ και ακόμη παραπέρα
Έγιναν κινήσεις πολύ καινοτόμες, που έχουν εκτοξεύσει τη μαστίχα στις αγορές όλου του κόσμου. Ποια, κατά τη γνώμη σας, ήταν η πιο καινοτόμα και αποτελεσματική δράση; Λάθη υπήρξαν;
«Χωρίς να παραβλέπω τις υπόλοιπες, νομίζω πως πιο καθοριστική ήταν η ίδια η απόφαση για την ίδρυση των “Mastihashop”. Όπως ανέφερα και στην εισήγησή μου, χρειαζόμασταν ένα “success story” για τη μαστίχα. Αυτήν τη διαφορά την έκανε το ίδιο το κατάστημα, η μαστίχα βρήκε το… σπίτι της. Λάθη υπήρξαν, αναπόφευκτα, δεκάδες. Και πράγματα που κάναμε και ενδεχομένως θα μπορούσαμε να τα έχουμε αποφύγει, και πράγματα που δεν κάναμε ενώ θα έπρεπε.»
Κάνατε λόγο για τη μαστίχα ως «πρόταση ευημερίας», που ταίριαξε με τις γενικότερες συγκυρίες και τις διατροφικές τάσεις. Πόσο βοήθησε αυτό και πώς αλλάζει από εδώ και πέρα με τις νέες οικονομικές συγκυρίες;
«Είναι αλήθεια πως η μαστίχα δεν αποτελεί μέρος των καθημερινών αναγκών ενός ανθρώπου, ειδικά τώρα που είμαστε υπό πίεση οικονομική και κοινωνική. Υπάρχει, βέβαια, ένα κομμάτι της μαστίχας, το φαρμακευτικό, το οποίο προφανώς και δεν πλήττεται, κι αυτό το κομμάτι προφανώς μπαίνει στη λίστα προτεραιοτήτων μας. Σήμερα, καλούμαστε να επανατοποθετήσουμε την πρότασή μας σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο. Υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός “μεσογειακού παντοπωλείου”, που θα διαθέτει ελληνικά τοπικά προϊόντα στις αγορές του εξωτερικού, του αντίστοιχου “ελληνικού” σε επίπεδο χώρας. Ήτανε γραφτό να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κατάσταση, η οποία λέμε ότι δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Στοίχημα, να τα καταφέρουμε και να επιβιώσουμε σε συνθήκες πολύ διαφορετικές πλέον. Το βέβαιο είναι ότι δεν το βάζουμε κάτω. Υπάρχει η πεποίθηση πως η μαστίχα μια χαρά θα τα καταφέρει…»
«Μη ικανοποιημένος»
Ποια συμβουλή θα δίνατε στους παραγωγούς της Λέσβου όσον αφορά στην προώθηση και προβολή των προϊόντων τους;
«Προφανώς και δεν υπάρχει κάποια συνταγή επιτυχίας. Εμείς τα καταφέραμε γιατί κατανοήσαμε τι ακριβώς είναι αυτό το προϊόν που είχαμε στα χέρια μας, αλλά και την ανάγκη για αλλαγή. Πρέπει να δηλώσεις “μη ικανοποιημένος” για να κάνεις κάτι διαφορετικό. Κατανοήσαμε, επίσης, την ανάγκη επικοινωνίας του αγοραστικού περιβάλλοντος στο οποίο καλούμασταν να κινηθούμε, η οποία όρισε και το πού θα έπρεπε να φτάσει ο πήχης. Φαντάζομαι, πάντως, πως στις σημερινές συγκυρίες, που είναι όλο μαύρα μαντάτα, αυτοί που θα καταφέρουν να παρουσιάσουν κάτι καινούργιο που θα αντανακλά αισιοδοξία, πιθανώς να έχουν και τη μεγαλύτερη επιτυχία.»