Στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλους φακέλους, προσεκτικά και σταυρωτά δεμένο, τον βρήκα, τον ανέσυρα, τον άνοιξα και με μιας γέμισε το γραφείο μου, με αμάραντες αναμνήσεις.
Στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλους φακέλους, προσεκτικά και σταυρωτά δεμένο, τον βρήκα, τον ανέσυρα, τον άνοιξα και με μιας γέμισε το γραφείο μου, με αμάραντες αναμνήσεις. Διπλωμένες σελίδες, υπογραμμισμένα μπαγιάτικα κείμενα, ακρωτηριασμένα χαρτάκια με σκέψεις, κιτρινισμένα απ’ το χρόνο, ξεχασμένες λεπτομέρειες, βιαστικές σημειώσεις, δικά μου κείμενα, όλα ευλαβικά φυλαγμένα εκεί μέσα, σ’ αυτό το «περιτύλιγμα νοσταλγίας»! Ανοίγοντάς τον, ξεχύθηκαν κι άρχισαν να χοροπηδάνε μπροστά μου, χίλιες εικόνες… Ένα μαγικό ταξίδι άρχιζε, όπου τον πρώτο λόγο είχε το παρελθόν. Αυτό που γλυκαίνει την ψυχή και, σαν απαλό χάδι, προσφέρει παρηγοριά. Καθένα απ’ αυτά, μου αποκάλυπτε και μια διαφορετική στιγμή. Κάπου στο πριν. Που να θυμάμαι…
Ξεφυλλίζοντάς τα τώρα, ανασκαλεύονται μέσα μου δυνατά συναισθήματα κι αλησμόνητες στιγμές. Έχουν περάσει βέβαια τόσα χρόνια... κι όμως, ακόμα θαρρώ πως αφουγκράζομαι το σούρσιμο του μολυβιού να κυλά στο χαρτί. Διακρίνω, ανάμεσα σ’ αυτά τα γραφτά, τα αποτυπωμένα ίχνη μου, αυτά που οι χρόνοι κράτησαν, αβασάνιστα, ακανόνιστα κι αρμονικά. Ό,τι απόμεινε. Χαμένα όνειρα και κρυμμένα μυστικά πέρναγαν μπροστά απ’ τα μάτια μου και θρονιάζονταν εδώ, στο παρόν.
Από τότε είχα τη συνήθεια αυτή. Μάζευα κι αποθήκευα όλα όσα, κάποιοι ίσως να πέταγαν, ενώ εγώ τα μάζευα. Κρατούσα σημειώσεις απ’ ό,τι διάβαζα και μου άρεσε, αφού το διαμόρφωνα στο μέτρο και στο γούστο μου. Κι άλλα διάφορα, όπως φευγαλέες σκέψεις, ιδιαίτερες στιγμές, κομμάτια λύπης, χαράς, δεσμά νοσταλγίας… Όλα. Κλείνοντάς τα σ’ εκείνον το ντοσιέ, για να τα προστατεύσω. Για να υπάρχουν. Και να που τώρα τα έχω εδώ μπροστά μου, ανάκατα, ατίθασα, μπερδεμένα, βουτηγμένα, θαρρείς, σε ομίχλη, να… μπλέκονται σαν κρόσσια στα δάχτυλά μου.
Τα βλέπω κι απορώ με τον εαυτό μου. Τα βλέπω και μου αρέσουν περισσότερο. Τα θαυμάζω γιατί ήταν δικές μου καταθέσεις συναισθημάτων, σκέψεων, αποστάγματα φαντασίας αλλά και πραγματικότητας. Δίχως περιττά φτιασίδια. Όσα θεωρούσα εγώ πως ήταν σημαντικά, ενδιαφέροντα ή απλά χαριτωμένα. Αφού, τα περισσότερα, έβγαιναν από μέσα μου, σκεπτόμουν κι έλεγα: Ας τα κρατήσω, να υπάρχουν. Μου αρκούσε τότε… Ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή θελήσουν να μου προσφέρουν την απόλαυση της ανάγνωσής τους. Ή μπορεί κάποτε, όταν θα έχω χάσει και τη δική μου, να επαναστατήσουν και να μου ζητήσουν πίσω τη χαμένη τους αθωότητα. Και να που ήρθε η στιγμή.
Καθώς λοιπόν, τους έριχνα κλεφτές ματιές, ανακάλυπτα μια μαγεία. Η σκέψη μου έτρεχε σ’ εκείνα που κάποιες φορές κατάφερναν να με εντυπωσιάζουν και τώρα ξαφνικά, ανοίγοντας τον φάκελο, έπιανα τον εαυτό μου να θέλει να πιάσει κουβέντα μαζί τους. Δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό μήπως και δεν έχουν τίποτα να μου πουν ή να μου προσφέρουν πια. Και δίχως να είμαι σίγουρος αν κι αυτά θα ’θελαν τη δική μου παρέα. Παρότι έχουν (και την αισθάνεσαι) μια παράξενη σιωπή, ξέρουν να μιλούν στην καρδιά.
Έχουν αυτό το χάρισμα τα ωραία πράγματα, δεν το βρίσκεις μόνο στην απόλαυση που σου δίνουν όταν τα γράφεις και τα κρατάς, αλλά κι όταν επανέρχεσαι για να τα ξαναδιαβάσεις. Πρωτόγνωρη αίσθηση, που μας δωρίζει η μνήμη έτσι ώστε κάτι τέτοια να αναδύονται σαν νοσταλγία επιστροφής, να βγάζουν ατίθασα τη γλώσσα στο χρόνο και στη λήθη και συνεπώς, να σου δημιουργούν μια αναστάτωση. Αυτό αισθάνθηκα κι εγώ σήμερα καθώς τα ένιωθα να αγκομαχούν, ανυποψίαστα, και να σπαράζουν στο ξεφύλλισμα.