«Η μουσική είναι ο κόσμος μου»

01/07/2012 - 05:56
Η μουσικός Λία Κεφαλά μίλησε στο «Ε» για τη μικτή χορωδία «Νίκος Μυρογιάννης» του Δ. Μυτιλήνης, αλλά και για την προσωπική της σχέση με τη μουσική
Η Λία Κεφαλά είναι μουσικός, με σπουδές στο πιάνο και το εκκλησιαστικό όργανο και τα τελευταία 12 χρόνια ζει στη Μυτιλήνη, όπου διευθύνει και τη μικτή χορωδία «Νίκος Μυρογιάννης» του δήμου Μυτιλήνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Ρόδο, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα της. Εκεί έκανε και τα πρώτα της μουσικά βήματα, παίζοντας πιάνο και στη συνέχεια εκκλησιαστικό όργανο. Έπειτα ήρθαν και οι μεταπτυχιακές σπουδές στη Λωζάννη. Στη Μυτιλήνη εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1997, επειδή ερωτεύτηκε τον τόπο, αφού όμως πρώτα είχε ερωτευτεί τον άντρα που σήμερα είναι σύζυγός της. Από τότε, ζει στο νησί και διευθύνει τη μικτή χορωδία του δήμου Μυτιλήνης, χαρίζοντας στο μουσικόφιλο κοινό όμορφες συναυλίες.

Κυρία Κεφαλά, ξεκινώντας, πείτε μου για τη συναυλία που δώσατε το καλοκαίρι στον αύλειο χώρο του Μουσείου Θεόφιλου. Ήταν μια μαγευτική βραδιά.
«Πρώτα απ’ όλα να πω ότι ήταν εξαιρετικός ο χώρος στον οποίο δώσαμε τη συναυλία, καθώς βοήθησε ιδιαίτερα στο να δημιουργηθεί μια διαφορετική ατμόσφαιρα. Όσον αφορά στο πρόγραμμά μας, ήταν ποικίλο. Περιελάμβανε παραδοσιακά ακούσματα, αλλά και Χατζιδάκι, Πλέσσα, Κατσαρό, Σαββόπουλο στο τέλος. Φυσικά όλη η προετοιμασία που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της συναυλίας ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και κουραστική, συνάμα όμως και απολαυστική. Το να συνδυάσεις όλες αυτές τις φωνές μεταξύ τους, απαιτεί μια προετοιμασία αρκετά δύσκολη. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που δε γνωρίζουν μουσική, δεν την έχουν σπουδάσει. Αυτό βέβαια είναι που μου αρέσει πολύ στη δουλειά μου. Είναι πολύ διαφορετικό να δουλεύεις με ανθρώπους που δε γνωρίζουν το αντικείμενο απ’ ότι το να δουλεύεις με επαγγελματίες.
Για να επιστρέψω στα της συναυλίας, να πω ότι το πρόγραμμά μας περιελάμβανε γνωστές και ιδιαίτερα αγαπητές μελωδίες. Αυτό επιδιώκω άλλωστε με τις συναυλίες που δίνουμε τα καλοκαίρια. Θέλουμε ο κόσμος να απολαμβάνει αυτό που ακούει, να διασκεδάζει και για λίγο να ξεχνιέται.»

Είπατε νωρίτερα πως αυτό που σας αρέσει ιδιαίτερα στη δουλειά σας είναι το γεγονός ότι δουλεύετε με ερασιτέχνες κι όχι με ανθρώπους που έχουν σπουδάσει τη μουσική. Όσο ενδιαφέρον κι αν είναι αυτό, δε νιώθετε κάποιες φορές να σας περιορίζει;
«Ο κύριος λόγος για τον οποίο επέλεξα να μείνω και να δουλέψω στη Μυτιλήνη, είναι αυτός. Το γεγονός δηλαδή ότι έχω να συνεργαστώ με ανθρώπους που δε γνωρίζουν τη μουσική. Τους διδάσκω τη μουσική κι αυτό είναι γοητευτικό για μένα. Όταν έχεις απέναντί σου ανθρώπους που έχουν σπουδάσει μουσική, δεν είναι το ίδιο. Τους δίνεις την παρτιτούρα και τους δίνεις απλά ένα χρονικό περιθώριο για να μελετήσουν κι έπειτα να έρθουν να τραγουδήσουν. Με τα άτομα, βέβαια, που δε γνωρίζουν μουσική, απαιτείται να δουλέψεις δύο και τρεις φορές περισσότερο, αλλά αυτό είναι που έχει αξία για μένα, αυτό δίνει αξία στο μαέστρο. Αυτό, λοιπόν, που οι περισσότεροι μαέστροι φοβούνται με τις ερασιτεχνικές χορωδίες θα έπρεπε να το αγαπούν, με όλα τα κακώς κείμενα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Το να μάθεις σε αυτούς τους ανθρώπους καινούργια πράγματα και μετά να τους ανεβάσεις στο “σανίδι” του Δημοτικού Θεάτρου, είναι μεγάλη υπόθεση. Δεν είναι καθόλου εύκολο, τουλάχιστον για ένα χορωδό, καθώς έχει το άγχος αν θα τα πάει καλά. Εγώ ως μαέστρος, μπορώ να έχω εικόνα. Για τους χορωδούς η επιβράβευση είναι το χειροκρότημα του κόσμου.»

Η συνεργασία με το δήμο
Πείτε μας πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με το δήμο Μυτιλήνης. Πότε αναλάβατε τη διεύθυνση της μικτής χορωδίας «Νίκος Μυρογιάννης»;

«Τη χορωδία την ανέλαβα 1η Απριλίου 1997. Ο προηγούμενος μαέστρος για δικούς του λόγους δεν μπορούσε να συνεχίσει τη διεύθυνση της χορωδίας κι έτσι μου πρότεινε να την αναλάβω. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με τη χορωδία αυτή της Μυτιλήνης, φυσικά τα μέλη ήταν πολύ λιγότερα. Σιγά-σιγά, όμως, με την αγάπη των χορωδών και τη δική μου, αυξηθήκαμε και σήμερα αριθμούμε συνολικά 30 ενεργά μέλη. Οι ομάδα δυνάμωσε, οι χορωδοί έμαθαν κάποια πράγματα για το πώς να τραγουδούν σωστά… Υπάρχουν, ξέρετε, κάποια ακατέργαστα ταλέντα στη χορωδία, που έπρεπε να μάθουν απλώς πώς να τραγουδούν σωστά. Τους έδειξα το δρόμο, λοιπόν, και έτσι σταδιακά αυξηθήκαμε, καθώς πέρα από τα ενεργά μέλη της χορωδίας έχουμε στην ομάδα και μερικά δόκιμα μέλη, που σιγά-σιγά θα ενταχθούν και αυτά στην ομάδα που παρουσιάζει τις συναυλίες.»

Το γεγονός ότι αυξήθηκαν σημαντικά οι χορωδοί αποδεικνύει πόσο καλή δουλειά γίνεται στην ομάδα. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και ερασιτέχνες, πρέπει να αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν.
«Πράγματι αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν. Αν δεν υπήρχε το σύνολο των χορωδών δε θα μπορούσα εγώ να κάνω αυτό που κάνω. Αν δεν υπήρχε η “μαγιά”, εγώ δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Όλα τα χρωστάμε σε αυτά τα άτομα, που δίνουν την ψυχή τους γι’ αυτό που κάνουν.»
Αλήθεια, η χορωδία «Νίκος Μυρογιάννης» πώς δουλεύει; Οι πρόβες που ξεκινούν με την έναρξη της νέας σαιζόν, αφορούν τις συναυλίες που δίνετε το καλοκαίρι;
«Κάνουμε πρόβες δύο φορές την εβδομάδα. Αυτές είναι οι τακτικές μας πρόβες. Αν έχουμε κάποια συναυλία που πρέπει να βγει σε σύντομο χρονικό διάστημα, φυσικά αυξάνονται οι πρόβες και οι ώρες δουλειάς. Πάντοτε έχουμε ένα πρόγραμμα. Όταν υπάρχει ένα σχήμα, πρέπει να δείξει τη δουλειά του. Οι στάνταρ συναυλίες που δίνουμε είναι το καλοκαίρι. Οπότε ετοιμάζουμε ένα πρόγραμμα, ποικίλο συνήθως, αν εξαιρέσουμε κάποια αφιερώματα που έχουμε κάνει στο παρελθόν, όπως στο Θεοδωράκη, στο Χατζιδάκι… Κάποιες χρονιές είχαμε δώσει συναυλίες και στο Δημοτικό Θέατρο την περίοδο των Χριστουγέννων, με διάφορα ορατόρια και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Είναι κάτι που, σαν παιδιά κι εμείς (σ.σ. γέλια), το απολαμβάνουμε, το διασκεδάζουμε. Επίσης, συμμετέχουμε και σε μουσικές εκδηλώσεις που γίνονται τις Απόκριες, με κάποιες καντάδες και διάφορα άλλα δρώμενα που γίνονται στο δρόμο. Παράλληλα, συμμετέχουμε και σε κάποια φεστιβάλ εκτός νησιού. Αυτό που πάντα προσπαθούμε μέσα από τις συναυλίες μας είναι να προσφέρουμε ένα ευχάριστο θέαμα στο κοινό μας και συνάμα διαφορετικό. Πέρα από τα ελληνικά ακούσματα που έχουμε παρουσιάσει, έχουμε τραγουδήσει και όπερες, έχουμε κάνει αφιέρωμα στο Στράους, έχουμε παρουσιάσει τους “Απάχηδες των Αθηνών”.»

Περί ταλέντων
Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της 12χρονης πορείας σας στη μικτή χορωδία του δήμου Μυτιλήνης, έχουν περάσει πολλοί άνθρωποι από τα «χέρια» σας. Σίγουρα θα έχετε διαπιστώσει κάποια ταλέντα. Αυτό που θα ήθελα να μας πείτε είναι κατά πόσο τα ταλέντα αυτά έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν στη Μυτιλήνη.

«Σίγουρα υπάρχουν ταλέντα. Το θέμα είναι να μπορέσει ο άλλος να τα αντιληφθεί και να τα κατευθύνει σωστά. Μέσα στη χορωδία, για παράδειγμα, έχω ανθρώπους με εξαιρετική φωνή, αλλά πλέον δεν τους βοηθάει η ηλικία τους να κάνουν κάτι παραπάνω. Προφανώς, αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν εντοπιστεί και κατευθυνθεί σωστά όταν έπρεπε, σήμερα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα γι’ αυτούς. Δυστυχώς, στη Μυτιλήνη δεν υπάρχουν πολλοί που να μπορούν να καταλάβουν τα ταλέντα.»

Τι συμβουλή θα δίνατε και σε ποιους, προκειμένου να μην πάνε χαμένα τα πιθανά ταλέντα που υπάρχουν στον τόπο μας;
«Όλα για μένα ξεκινούν από τους γονείς. Οι γονείς πρέπει να παρατηρούν τα παιδιά τους, να δουν τι θέλουν. Είναι αυτοί που μπορούν να διαχωρίσουν τον ενθουσιασμό από το ταλέντο ενός παιδιού, είτε στη μουσική είτε σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη. Από την άλλη, αφού διαπιστώσουν την κλίση του παιδιού θα πρέπει να βρουν τον κατάλληλο άνθρωπο για να διδάξει το παιδί. Γιατί πιστεύω ότι το ταλέντο δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται μελέτη και σωστή καθοδήγηση σε ό,τι κι αν κάνεις. Διαφορετικά δεν κάνεις τίποτα. Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό τα παιδιά να εκδηλώνουν τις επιθυμίες τους. Υπάρχουν παιδιά που ντρέπονται να ζητήσουν αυτό που θέλουν. Δε θα έπρεπε ούτε να ντρέπονται, αλλά ούτε και να επηρεάζονται από τους φίλους, που το πιο πιθανό είναι να έχουν άλλα ενδιαφέροντα.»

Εσείς πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική;
«Η αλήθεια είναι ότι με γυρνάτε πολλά χρόνια πίσω. Από μικρή, όταν άκουγα κλασσική μουσική, καθόμουν και άκουγα με τις ώρες. Οπότε 4,5 χρονών ξεκίνησα μαθήματα πιάνου. Μετά από ένα χρόνο έδωσα το πρώτο μου ρεσιτάλ. Να φανταστείτε χρειαζόμουν τρία μαξιλάρια για να ανέβω στο σκαμπό (σ.σ. γέλια). Από τότε, λοιπόν, ξεκινούν οι σπουδές μου στο χώρο της μουσικής, στο μαγικό αυτό χώρο της μουσικής. Στη διάρκεια των σπουδών μου στο πιάνο, κι επειδή στη Ρόδο υπάρχουν πολλοί Σκανδιναβοί και συνεπώς καθολικές εκκλησίες, έμαθα ακόμα ένα μουσικό όργανο. Κάποια στιγμή με πλησίασαν γιατί ήθελαν έναν άνθρωπο να παίζει όργανο. Εγώ φυσικά δε γνώριζα, αλλά επειδή με ενδιέφερε, έκανα και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Αυτό βέβαια γινόταν παράλληλα με τις σπουδές μου στο πιάνο.

Πώς ξεκίνησε τώρα η ενασχόλησή μου με τη χορωδία;
Στη Ρόδο έπαιζα πιάνο σε μία σχολή χορού. Η δασκάλα εκεί μου είπε ότι ήταν μέλος της Χορωδίας Ρόδου και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε και μένα να συμμετέχω σε αυτή. Πήγα λοιπόν, στη χορωδία ως σοπράνο. Εκεί, η μαέστρος της χορωδίας ζήτησε τη βοήθειά μου επειδή γνώριζα μουσική. Σταδιακά, λοιπόν, έγινα και βοηθός μαέστρου. Όταν ήρθα στη Μυτιλήνη, και μου έγινε πρόταση να αναλάβω τη χορωδία του δήμου, είχα ήδη κάποια προϋπηρεσία κι έτσι δέχτηκα.
Η μουσική, λοιπόν, ήταν κάτι που για μένα ξεκίνησε σα χόμπυ και τελικά έγινε επάγγελμα.»

Η μουσική
Πέρα από τη διεύθυνση της μικτής χορωδίας του δήμου Μυτιλήνης, ασχολείστε και με το να γράφετε μουσική;

«Έχω γράψει μουσική για ένα θεατρικό έργο, “Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός”, που είχε παρουσιάσει τότε η ΔΕΠΤΑΜ. Έχω επίσης γράψει και μουσική για σάτιρες του κ. Χατζημανώλη. Μουσική έχω γράψει και για κάποιες τοπικές διαφημίσεις. Είναι κι αυτό ένα ενδιαφέρον κομμάτι με το οποίο μπορεί να ασχοληθεί ένας μουσικός.»

Τέλος, κ. Κεφαλά, θα ήθελα να μας πείτε τι είναι η μουσική για εσάς.
«Είναι ο κόσμος μου, είναι η ξεκούρασή μου. Πολλές φορές, όταν αισθάνομαι λυπημένη, θα σιγοτραγουδήσω ένα σκοπό ή θα παίξω κάτι στο πιάνο. Αυτό θα με κάνει να νιώσω καλύτερα. Η μουσική είναι το βίωμά μου, είναι ένας σύντροφος που πάντα βρίσκεται στο πλευρό μου.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey