«Να ξαναγίνουμε πιο ανήσυχοι και στην τέχνη και στη ζωή»

01/07/2012 - 05:56
Η βραβευμένη, πολυδιαβασμένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη βρέθηκε στη Μυτιλήνη τον περασμένο Νοέμβριο, καλεσμένη του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Με αφορμή αυτή την επίσκεψη συζητάμε για διάφορα θέματα. Οι απαντήσεις της Ρέας Γαλανάκη, μικρά δοκίμια, τερπνά, ωφέλιμα.
Η βραβευμένη, πολυδιαβασμένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη βρέθηκε στη Μυτιλήνη τον περασμένο Νοέμβριο, καλεσμένη του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Επισκέφθηκε σχολεία, συνομίλησε με μαθητές και καθηγητές και συμμετείχε σε επιμορφωτική ημερίδα για το έργο της και τα ανθολογημένα στα σχολικά βιβλία κείμενά της.
Με αφορμή αυτή την επίσκεψη συζητάμε για διάφορα θέματα. Οι απαντήσεις της Ρέας Γαλανάκη, μικρά δοκίμια, τερπνά, ωφέλιμα και πηγές γόνιμου προβληματισμού.



Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από τις επισκέψεις σας στα δύο σχολεία της Λέσβου και τις συζητήσεις που είχατε με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς;
«Και από τα δυο σχολεία της Λέσβου έφυγα με τις καλύτερες εντυπώσεις - και δεν το λέω σχηματικά. Οι μαθητές είχαν μελετήσει με επάρκεια τα δικά μου κείμενα, που αποσπάσματά τους υπάρχουν στα σχολικά βιβλία. Είχαν προετοιμάσει καλές ερωτήσεις και στη συζήτηση που ακολούθησε μέσα σε ένα ζεστό κλίμα, ανοίχτηκαν σε περισσότερες και πιο εξειδικευμένες ερωτήσεις, πέραν των υπό συζήτηση βιβλίων. Οι φιλόλογοι από τη μεριά τους είχαν δουλέψει υποδειγματικά, παρακολούθησαν την εκδήλωση, και με ευχαρίστησε ιδιαίτερα που όχι μόνον φιλόλογοι, αλλά και κάποιοι εκπαιδευτικοί άλλων μαθημάτων με τίμησαν με την παρουσία τους. Τους ευχαριστώ όλους, καθηγητές και μαθητές. Τα δώρα τους, τα αναμνηστικά από την όμορφη Λέσβο που για χρόνια δεν είχα επισκεφθεί, αλλά και τα συμβολικά δώρα αυτών των συναντήσεων, με συνοδεύουν ακόμη. Δε θα ξεχάσω, ακόμη, και τα παιδιά που απήγγειλαν, έπαιξαν μουσική και τραγούδησαν στην εκδήλωση του Μουσικού Σχολείου.»

Ο ρόλος του σχολείου στη γνωριμία του μαθητή με τη λογοτεχνία πόσο σημαντικός νομίζετε ότι είναι;
«Ο ρόλος είναι καθοριστικός. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όποιον κι αν ρωτήσετε από τους συγγραφείς, τους ποιητές, αλλά και από τους αναγνώστες λογοτεχνίας, θα αναφερθεί με συγκίνηση σε κάποιον φωτισμένο φιλόλογο που κάποια στιγμή τράβηξε την κουρτίνα για να αποκαλυφθεί στα παιδιά η ιδιαίτερη σοφία και ομορφιά της λογοτεχνίας, κάτι που θα τους γινόταν πάθος και στήριγμα στη ζωή. Έστω κι αν αυτό συμβαίνει με λίγα παιδιά, επιβραβεύει το ρόλο του φιλολόγου στα σχολεία. Το ρόλο της διδασκαλίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, πράξη που κανένα μέσο δεν μπορεί να υποκαταστήσει.»

Η ανθρώπινη περιπέτεια…

Ενώ έχετε γράψει και ποιήματα, τελικά επιλέξατε την πεζογραφία και ειδικότερα το ιστορικό μυθιστόρημα, για να εξελιχθείτε σε μια απ’ τις εξπέρ, τις βασικότερες εκπροσώπους του είδους. Πού οφείλεται αυτή η προτίμηση;

«Μου αρέσει η αφήγηση. Και η Ιστορία μια αφήγηση είναι κατά βάθος. Και τα “αφηγηματικά” ποιήματα μου αρέσουν. Άλλωστε ο συγγραφέας ή ο ποιητής που αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα ή γεγονότα, έχουν συνήθως έντονες πολιτικές ανησυχίες. Πολιτική σε βάθος χρόνου είναι και το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως αλλού έχω πει. Ήθελα όμως να διαφοροποιήσω την αφήγησή μου από το λογοτεχνικό κανόνα της εποχής, ένα δύσκολο διακύβευμα. Εκτός κανόνα ήταν, άλλωστε, τη δεκαετία του ’80 και το ιστορικό μυθιστόρημα. Από πολλούς ειδικούς θεωρείται ότι ανανέωσα το έως τότε ιστορικό μυθιστόρημα “απαλλάσσοντάς το από τις εθνικές του υποχρεώσεις”. Πρέπει να προσθέσω ότι εμένα με ενδιέφερε να εμβαθύνω στον ψυχισμό κυρίως κάποιων ιστορικών προσώπων, που προφανώς συνδέονταν με την ιστορική συγκυρία που είχαν ζήσει. Με τράβηξε η ανθρώπινη περιπέτεια, όποιο κι αν είναι το σκηνικό της.»

Πόσο επισταμένη και λεπτομερής είναι η ιστορική έρευνα που προηγείται της συγγραφής ενός μυθιστορήματος και πόσο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα κινείται η μυθοπλασία;
«Απαιτείται η μεγίστη δυνατή έρευνα. Επισημαίνω, όμως, ότι δεν αρκεί μόνο η έρευνα των γεγονότων. Αν ο συγγραφέας αρκεστεί μόνο στα γεγονότα, δε θα κάνει τίποτε το ιδιαίτερο. Ο συγγραφέας πρέπει να αποκομίσει μια βαθιά και όσο γίνεται πληρέστερη αντίληψη για την εποχή που έχει διαλέξει να ανακαλέσει: για τα φιλοσοφικά της ρεύματα, τις κοινωνικές της συγκρούσεις, το ρόλο των φύλων, την εικαστική και λογοτεχνική της έκφραση - για να πω μερικά πράγματα που οφείλει να διερευνήσει. Κατά τη γνώμη μου, η καλή μυθοπλασία δείχνει μεγάλο σεβασμό για τα υπαρκτά γεγονότα και πρόσωπα, τα βλέπει από πολλές γωνίες κατά τη συνήθεια της εποχής μας, προσπαθεί να εστιαστεί στην ανθρώπινη τραγωδία που αναδεικνύουν, διατηρεί όμως και το δικαίωμα της προσεκτικής μυθοπλασίας. Όμως, ενώ χρειάζονται τόσα και τόσα, το τελικό αποτέλεσμα θα το δώσει η συγγραφική δεινότητα, αυτό που αλλιώς ονομάζουμε ταλέντο, και μαζί η δουλειά πάνω στο ίδιο το γραπτό κείμενο.»

Μπορεί η λογοτεχνία να αποτελέσει ιστορική πηγή;
«Όχι, η λογοτεχνία δεν αποτελεί ιστορική πηγή. Η λογοτεχνία επίσης δεν είναι επιστήμη, ούτε ιστορική ούτε οποιαδήποτε άλλη, όσο κι αν αντλεί στοιχεία από τις επιστήμες και από οπουδήποτε αλλού. Μπορεί όμως να κάνει ευρύτερα γνωστές τις υπάρχουσες πηγές και τα ντοκουμέντα, να χειριστεί με άλλα λόγια τις πηγές και τα ντοκουμέντα με το δικό της τρόπο, που δεν αποδεικνύει αλλά ευαισθητοποιεί. Η λογοτεχνική αφήγηση στοχεύει και στη θυμική μέθεξη του αναγνώστη εκτός από τη λογική του, στη συναισθηματική του δηλαδή κινητοποίηση, ενώ αυτό δεν αποτελεί επιστημονικό ζητούμενο.»

Το σχολείο μάς μαθαίνει σωστά Ιστορία ή τη σωστή Ιστορία πρέπει να τη μάθουμε μόνοι μας;
«Έτσι κι αλλιώς η Ιστορία, δηλαδή η αντίληψη που σχηματίζουμε για το παρελθόν μιας χώρας, ενός τόπου, μιας προσωπικής ταυτότητας, δε σταματά με την αποφοίτηση από το σχολείο. Στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω από τα βιβλία της κόρης μου (τέλειωσε το σχολείο το 2003), τα βιβλία της μέσης εκπαίδευσης ήταν εξαιρετικά, σε σχέση με όσα γνώριζα από τα δικά μου γυμνασιακά χρόνια. Ο εμπνευσμένος φιλόλογος είναι όμως αυτός που θα δώσει κι εδώ πνοή στο μάθημα, είτε με κακό είτε πιο εύκολα με καλό βιβλίο, βοηθώντας το μαθητή να αρχίσει να σκέφτεται και να καλλιεργεί την κριτική του σκέψη.»

Επιρροές και οφειλές

Υπάρχει κάποιο βιβλίο που σας επηρέασε με τρόπο τέτοιο που συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να γίνεται συγγραφέας; Υπάρχει, ίσως, κάποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας που «ζηλέψατε» και θα θέλατε να τον είχατε πλάσει εσείς;

«Πολλά είναι τα βιβλία που αγάπησα, που πάνω τους στηρίχτηκα σε δύσκολες στιγμές, που συνεχίζουν να με συντροφεύουν. Από πολλές εποχές, από πολλές χώρες, από άντρες και γυναίκες. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ένα χωρίς να αδικήσω κάποιο άλλο. Η απόφαση πάντως “να γίνω συγγραφέας” καλλιεργήθηκε μέσα μου από τα χρόνια της μέσης εκπαίδευσης, καθώς έγραφα “καλές εκθέσεις”, μου άρεσε πολύ το μάθημα της λογοτεχνίας όσο και το εξωσχολικό διάβασμα. Αυτά με είχαν βοηθήσει να ξεφύγω νοερά από την επαρχιωτική ζωή του Ηράκλειου στην Κρήτη κατά τη δεκαετία τού ‘60, αλλά και να αρχίσω να σχηματίζω την προσωπικότητά μου.»

Υπήρξε κάποιος άνθρωπος που σας καλλιέργησε την αγάπη για το βιβλίο και την πίστη για τις συγγραφικές σας δυνατότητες;
«Μνημονεύω το Μενέλαο Παρλαμά, το Δημήτρη Πλάκα και άλλους φιλολόγους στο Ηράκλειο, τον άγνωστο σε πάρα πολλούς Δήμο Μαυρομμάτη στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα. Λιγότερο κάποιους άλλους αργότερα. Από χρόνια στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου.»

Όταν κάθεστε να γράψετε μπροστά σ’ ένα άσπρο χαρτί, τι προέχει: η ψυχή σας, ο αναγνώστης ή κάτι άλλο;
«Προέχει να πω αυτά που θέλω να πω με τον καλύτερο λογοτεχνικό τρόπο, δηλαδή τον τρόπο που τους ταιριάζει. Γι’ αυτό το άσπρο χαρτί γρήγορα μουτζουρώνεται καθώς γράφω, ξαναγράφω, διορθώνω, ξαναδιορθώνω αμέτρητες φορές. Όλα αυτά σήμερα με το κομπιούτερ συμβαίνουν ανεπαίσθητα, χωρίς μουντζούρες, χωρίς μέτρημα αντιγράφων ίσως, ούτε καν με λευκό χαρτί.»

Στην εποχή της κρίσης

Στη χώρα μας τον τελευταίο χρόνο βιώνουμε μια κατάσταση πρωτόγνωρη. Αναφέρομαι όχι μόνο στην οικονομική κρίση, αλλά στη γενικότερη κοινωνική αναστάτωση που κλονίζει βεβαιότητες δεκαετιών. Σ’ αυτή την ατομική και συλλογική ρευστότητα, ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας;

«Ο ρόλος της λογοτεχνίας εξακολουθεί να είναι (και ήταν, θα έλεγα) η προσπάθεια να δώσει μέσα από τους δικούς της τρόπους την καταγραφή του ανθρώπινου δράματος σε συγκεκριμένο χώρο και τόπο. Μπορεί να βάζει μάσκες χρόνου και τόπου, μπορεί να μιλά με πραγματικά ή επινοημένα ονόματα, αλλά δεν αλλάζει την ανθρωποκεντρική της στόχευση - αυτή τουλάχιστον η λογοτεχνία που με ενδιαφέρει. Μέσα από το βάθος και τη λογοτεχνική πληρότητα μπορεί να σπάσει το φράγμα του χρόνου, του τόπου, της γλώσσας· έτσι ξαναγίνεται επίκαιρος ο λησμονημένος τα τελευταία χρόνια Μπρεχτ, για παράδειγμα, ή μας αφορά χωρίς χάσματα λήθης ο Αισχύλος. Τα τελευταία χρόνια η “ατομική και συλλογική ρευστότητα”, όπως καίρια το διατυπώνετε, δίνει την εντύπωση ότι πρέπει να ξαναγίνουμε πιο ενεργοί πολιτικά, πιο ρεαλιστές και στη λογοτεχνία και στη ζωή μας. Εγώ θα έλεγα να ξαναγίνουμε ανήσυχοι, με τον τρόπο του ο καθένας, είτε στην τέχνη, είτε στη ζωή. Εν τούτοις η, κατά τη γνώμη μου, καλή λογοτεχνία απαιτούσε από πάντα μιαν ιδιαίτερη πολιτική ευαισθησία του δημιουργού, με την ευρύτερη έννοια πολιτική, εκτός από όλες τις υπόλοιπες ευαισθησίες του (γλωσσική, φορμαλιστική κ.λπ.). Ξαναλέω ότι χωρίς το σκηνικό χώρου και χρόνου δεν ανασαίνει ούτε ο αληθινός ούτε ο επινοημένος άνθρωπος, δεν υπάρχει δηλαδή δράμα. Ακόμη κι αν το σκηνικό είναι πέπλο λεπτότατο, σχεδόν μια αύρα.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey