Το βασικό είναι πως ο κόσμος έτρωγε δακρυγόνα και δεν έφευγε: πήγαινε παρακάτω, γίνονταν παρέες, μιλούσαμε ο ένας στον άλλον και αστειευόμασταν όλοι άσπροι από το «μαλόξ». Μου λέει ένας μαλλιάς: Την ίδια πούδρα φοράμε!
ΛΑΞΕΥΤΗΣ
- Α, ρε Βιολέτα, θα σε φάνε καμμία μέρα εκεί έξω στο φτερό.
- Όχι ρε.
- Τι θέλεις και εσύ στις πορείες;
- Είμαι φοβητσιάρα, μη νομίζεις. αλλά όσο φοβάμαι, τόσο πάω.
- Δεν κάθεσαι στον καναπέ να παίξεις κανένα σολ μινόρε να γουστάρεις;
- Δεν κάθομαι, γιατί στον καναπέ με πιάνει κατάθλιψη και τα μινόρε παραγίνανε.
- Είμαι βαθιά λυπημένος. Τόσο που έχω γίνει ευσυγκίνητος και δακρύζω με την κάθε χαζομάρα. Η χώρα μου πεθαίνει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα τόσους μήνες, φοβάμαι πάρα πολύ αλήθεια, σου λέω.
- Και εγώ κάθε μέρα πέφτω σε κατάθλιψη. Μετά όμως το προχτεσινό, ξύπνησα την άλλη μέρα και δε φοβόμουν. Κανένας εκεί κάτω δε φοβόταν. Είναι, που λένε, η αντίπερα όχθη... Μας τα τελειώσαν απάνω μας τα χημικά τους οι π***δες και δεν έφευγε κανείς. Πρώτη φορά τέτοιο πράγμα.
- Ρε Βιολέτα, γίνονται τρομερά πράγματα. Ζούμε στιγμές που θα σημαδέψουν για πάντα τον ελληνισμό.
- Ε να, γι’ αυτό κατεβαίνω, για να μη λείπω από ένα κομμάτι ιστορίας. Σαν κλεφτοπόλεμος ήταν. Έμπαιναν στα στενά και ξαναβγαίνανε, δεν έφευγε κανείς, έβλεπες μπαρμπάδες και θειάδες με μάσκες να φωνάζουν «μπάτσοι - γουρούνια - δολοφόνοι».
- Μακάρι να πιάσουν τόπο όλα αυτά.
- Μια οργή σου λέω! Το βασικό είναι πως ο κόσμος έτρωγε δακρυγόνα και δεν έφευγε: πήγαινε παρακάτω, γίνονταν παρέες, μιλούσαμε ο ένας στον άλλον και αστειευόμασταν όλοι άσπροι από το «μαλόξ». Μου λέει ένας μαλλιάς: Την ίδια πούδρα φοράμε!
- Είναι ανάγκη αυτή η οργή να γίνει κάποτε γνώση. Να πούμε πως χρειαζόμαστε να γίνουμε πολίτες που απαιτούν. Από τον κάθε υπάλληλο να κάνει τη δουλειά του χωρίς να μας αντιμετωπίζει σα σκατά, τον κάθε άσχετο να περιμένει φακελάκι, τον κάθε δημαρχίσκο να σέβεται την ψήφο, τον κάθε πολιτικό να τρέμει πως η κάθε του μ***ία θα πληρώνεται. ΝΑ ΤΡΕΜΟΥΝ πως δε θα κάνουν χαζομάρες δίχως πληρωμή.
- Έτσι. Μετά από μήνες είδα κόσμο να γελάει και γελούσα κι εγώ και κατάλαβα πως ο κόσμος δε φοβάται, αντίθετα ΜΑΣ φοβούνται.
- Πιστεύεις ότι κάτι θα γίνει; Πώς τα βλέπεις;
- Πιστεύω πως ακριβώς πατάνε πάνω στο φόβο μας, βγαίνουν και μας τρομοκρατούν απροκάλυπτα. Αλλά όταν τα έχεις χάσει όλα, τι άλλο να χάσεις και τι άλλο να φοβηθείς. Τόσους μήνες κανείς δεν κουνιέται και ακόμα υπάρχουν πολλοί. Αλλά σου λέω, αυτό που έζησα προχθές ήταν πως ο φόβος ξεπερνιέται, κινείται κάτι, εντάξει δε θα είναι τώρα. Τώρα είναι αρχή ακόμα.
- Ο Κόσμος, οι πολίτες ίσως επιτέλους άρχισαν πραγματικά να απαιτούν και όχι να ξεσπούν...
- Ναι, πιστεύω πως κάτι αλλάζει. Αυτό έγινε προχτές. Όταν πλησίαζες το καταλάβαινες από τη βουή που ακουγόταν από διάφορες πλευρές, τύμπανα συνθήματα, κι όταν ακουγόταν το «μπάτσοι - γουρούνια - δολοφόνοι» ήξερες πως είχε πέσει δακρυγόνο κι έτρεχες να μπεις στα στενά. Εκεί ο κόσμος έκλαιγε έβηχε έφτυνε και μοίραζε «μαλόξ» ο ένας στον άλλον από μεγάλα μπουκάλια. Γινόμασταν κάτασπροι μια φίλη μου λέει: «ήμασταν σαν τους Αβορίγινες», και γελούσαμε και ξανανεβαίναμε προς το Σύνταγμα από άλλο δρόμο και όταν γινόταν πανικός, ο κόσμος φώναζε: «Δεν τρέχουμε! Περπατάμε ήρεμα!» Κι αμέσως το κύμα έκοβε το βήμα του, υπακούαμε όλοι. Όταν οι μπάτσοι περνούσαν από τα στενά, γιατί περνούσαν τρέχοντας είτε με τις μηχανές, ο κόσμος φώναζε, αλλά ήταν τόσο αστείο: έβλεπα κυρίες σαν τις θειές μου να χειροκροτούν και να λένε: Βρε, καλώς τα τα παιδιά!!! Λοιπόν, αφού γύρισα το βράδυ, κοιμήθηκα τέζα και την άλλη μέρα... ξύπνησα με ένα κέφι, μια διάθεση και η πρώτη μου σκέψη ποια ήταν λες;;; Να πάω να πάρω ένα στόχο με βελάκια, το είδα σε ένα μαθητή μου. Και ακούω στο ραδιόφωνο να διαλύονται τα κόμματα και είπα: Βιολετούλα, κάτσε τώρα στον καναπέ και απόλαυσε! Πήρα το στόχο. Έπαιζα βελάκια με την αδελφή μου! Έκανα μια χαρά, μια χαρά! Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω είχα πίσω τη χαρά μουμόνο αυτό. Δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά δε φοβάμαι, ρε φίλε, δε φοβάμαι! Αν δεν κερδίσω μόνη μου τη χαρά μου, κανείς δε θα μου τη χαρίσει. Εντάξει, βήχω τόσες μέρες από τα δακρυγόνα, αλλά μαζί με αυτά, όπως είπε και μια φίλη μου, εισέπνευσα και τον αέρα της ελευθερίας. Ακούγεται πολύ λογοτεχνικό και μελό, αλλά το νιώθω. Το νιώθω γιατί το κέρδισα!