Η Νάσια Δαφιώτης μιλά στο ''Ε'' για τις αγάπες, το θέατρο, τη μουσική και την συγγραφή ενώ δηλώνει με έμφαση πως προτεραιότητα στη ζωή της ήταν πάντοτε τα παιδιά της.
Η Νάσια Δαφιώτη γεννήθηκε στη Γερμανία και ζει από το 1993 στη Λέσβο. Η προσφυγική της καταγωγή και η εμπειρία της μετανάστευσης γέννησε και ανέπτυξε τη σχέση της με τα παραμύθια και τη νοσταλγία της θάλασσας, η οποία την ταξίδευε και την παρηγορούσε στις δύσκολες στιγμές της ζωής της. Η καθημερινή της απασχόληση είναι στην κρατική ραδιοφωνία. Επίσης, ασχολείται με τη μουσική και έχει διδάξει Θεατρική Αγωγή στη δημόσια εκπαίδευση. Η ίδια δηλώνει πως «δε βαριέται ποτέ» και πως αγαπά όλες τις πολιτιστικές της δραστηριότητες το ίδιο. Άλλωστε, όπως μας εξήγησε, το θέατρο και η δημοσιογραφία συνδέονται άμεσα. Κι αυτό γιατί, όπως η ίδια υποστηρίζει, το θέατρο υπηρετεί κατά καιρούς την από σκηνής δημοσιογραφία. Ξεκαθαρίζει ότι το επάγγελμα από το οποίο ζει είναι η δημοσιογραφία, αλλά δεν ξεχνά τις άλλες της ιδιότητες, που άλλωστε έχουν συνάφεια. Κι εξηγείται: «Το θέατρο, η μουσική, η ποίηση, ο λόγος, όπως και η δημοσιογραφία, με ή χωρίς μικρόφωνο, περνάνε πράγματα στον κόσμο, το καθένα με το δικό του τρόπο.» Ωστόσο, δηλώνει με έμφαση πως προτεραιότητα στη ζωή της ήταν πάντοτε τα παιδιά της.
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να σας χαρακτηρίσει άνθρωπο του πολιτισμού, μια και καταπιάνεστε με διάφορα σκέλη του. Θέατρο, συγγραφή, μουσική… Τι ξεπρόβαλε πρώτο απ’ όλα;
«Στη Γερμανία, όπου γεννήθηκα, υπάρχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σε “ξεσκονίζει”, κι αυτό με τη λογική ότι κάθε άνθρωπος έχει κάποια κλίση. Είναι και δική μου γνώμη πως δεν υπάρχουν άνθρωποι μη χαρισματικοί. Εμένα λοιπόν μου άρεσε το θέατρο. Παίζω θέατρο από πέντε ετών. Όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό με επέλεξαν από το πανεπιστήμιο για μία παράσταση. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Σύμφωνα με το εκεί παιδαγωγικό σύστημα, στη συνέχεια πρότειναν στην οικογένειά μου να παρακολουθήσω θεατρικές σπουδές, μετά την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.»
Συνεπώς, η αγάπη για το θέατρο ήταν αυτή που έκανε πρώτα την εμφάνισή της. Πότε ασχοληθήκατε πιο ενεργά λοιπόν με το θέατρο;
«Λίγο μετά τη μεταπολίτευση γυρίσαμε στην Ελλάδα. Είχα λοιπόν, το θράσος θα έλεγε κανείς, σε ηλικία 12,5 ετών, να πάω να γραφτώ στο Εθνικό Θέατρο. Λόγω ηλικίας στην αρχή ήταν διστακτικοί, έπειτα όμως μου επέτρεψαν να εξεταστώ από την Επιτροπή Εξαιρετικών Ταλέντων. Είχα την τύχη να γίνω αποδεκτή, και από την πρωτοβάθμια, και από τη δευτεροβάθμια επιτροπή. Έπειτα σπούδασα Θεατρολογία, στη συνέχεια πήρα master στο αντικείμενο, ενώ τώρα “παλεύω” το διδακτορικό μου στο Τμήμα Πολιτισμικής Πληροφορικής (σ.σ. πρώην Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας) του Πανεπιστημίου Αιγαίου.»
Με το θέατρο
Στη συνέχεια ασχοληθήκατε επαγγελματικά με το θέατρο;
«Μικρή ακόμα, 13 ετών, είχα τη χαρά να είμαι από τους ηθοποιούς που έκαναν θέατρο στο ραδιόφωνο. Έκανα τους νεανικούς και παιδικούς ρόλους. Έπαιξα για πολλά χρόνια στο επαγγελματικό θέατρο. Πλέον δεν παίζω η ίδια θέατρο, αλλά ασχολούμαι με το αντικείμενο ποικιλοτρόπως. Δίδασκα μέχρι πρότινος Θεατρική Αγωγή σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.»
Τα παιδικά πάρτυ που διοργανώνετε είναι ένας ακόμα τρόπος, φαντάζομαι, μέσα από το οποία εκφράζεστε… θεατρικά. Αλήθεια, πως προέκυψε αυτή η ιδέα;
«Η διοργάνωση των παιδικών πάρτυ ξεκίνησε όταν έγινα μητέρα. Ξεκίνησα επί της ουσίας να τα διοργανώνω για τα παιδιά μου και την παρέα τους. Λίγο αργότερα, πριν 20 χρόνια περίπου, μαζί με μια παρέα ηθοποιών διοργανώναμε τέτοια πάρτυ για να βγάζουμε ένα χαρτζιλίκι. Σε τι διαφέρουν αυτά τα πάρτυ, θα αναρωτηθεί κανείς. Πρόκειται για μία παράσταση ουσιαστικά, στην οποία συμμετέχουν και τα παιδιά. Μέσα, λοιπόν, από θεατρικά παιχνίδια, κουκλοθέατρο και τραγούδι, επιδιώκω να αφήσω μια γλυκιά ανάμνηση στους μικρούς μας φίλους. Πρέπει, ωστόσο, να πω ότι τώρα πια η διοργάνωση αυτών των πάρτυ δεν είναι κάτι που κυνηγάω. Το κάνω πιο πολύ για φίλους και γνωστούς, σε γενέθλια και γιορτές. Αφορμή επίσης μπορεί να είναι κάποιες μέρες, όπως η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Θεάτρου ή η έναρξη της σχολικής χρονιάς.»
Στο νησί των διακοπών
Αλήθεια, στη Μυτιλήνη τι σας έφερε ως μόνιμη κάτοικο;
«Υπάρχει καταγωγή από το νησί. Οι παππούδες μου ήταν από τη Φώκαια και το Αϊβαλί. Στη Μυτιλήνη έχω και συγγενείς. Γεννήθηκα βέβαια στη Γερμανία, ενώ έχω ζήσει και στην Αθήνα, την Κύπρο και τη Θεσσαλονίκη. Στο νησί, λοιπόν, ερχόμουν για διακοπές τα καλοκαίρια, στον παππού και τη γιαγιά. Ήταν μαγικές εποχές για μένα. Η Μυτιλήνη στα μάτια μου φάνταζε ονειρική, ιδίως σε σύγκριση με την γκρίζα Γερμανία. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου έκαναν μια επαγγελματική πρόταση από την “Τηλεόραση Αιγαίου”. Δέχτηκα την πρόταση, αφού το να ζήσω στη Μυτιλήνη ήταν κάτι που το ήθελα πολύ, το είχα ανάγκη. Στο κανάλι έμεινα για λίγους μήνες, καθώς ερωτευμένη με το μικρόφωνο - είχα ήδη δουλέψει πάνω στο πολιτιστικό ρεπορτάζ στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο ΡΙΚ, για εφτά περίπου χρόνια - πήγα στην ΕΡΑ Αιγαίου, όπου και εργάζομαι μέχρι σήμερα.»
Επιστρέφω στο θέατρο ξανά. Πώς και δεν ασχοληθήκατε με την κριτική θεάτρου, αφού το αντικείμενο το κατέχετε και βρίσκεστε στο χώρο των Μ.Μ.Ε.;
«Προτιμώ, από τη στιγμή που ο άλλος θα με ακούσει, να κάνω - καλοπροαίρετα πάντα - προφορικά την κριτική μου. Δεν έχω μπει στη διαδικασία να γράψω κριτική για το θέατρο, γιατί βλέπω με αγάπη και τρυφερότητα τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της Λέσβου, τις προσπάθειές τους. Αν τα δημοσιοποιήσω γράφοντας, αναγκαστικά κάποιες φορές θα τους στενοχωρήσω. Οπότε, προτιμώ να τα λέω κατ’ ιδίαν στο σκηνοθέτη της παράστασης, που είναι ο υπεύθυνος, ο “καπετάνιος” της, κι αυτό αν μου ζητηθεί. Και τότε πιστεύω ότι θα δεχτεί πραγματικά την καλοπροαίρετη κριτική μου.»
Και το τραγούδι
Ας πάμε τώρα στο τραγούδι. Φαντάζομαι ότι προέκυψε όταν ήσαστε στο Εθνικό Ωδείο.
«Να πω κατ’ αρχάς πως στο νησί μας έχουμε πολύ καλούς μουσικούς και εξαιρετικές φωνές. Το τραγούδι, ναι, μ’ αρέσει, δε νιώθω όμως ότι φέρω τον τίτλο της τραγουδίστριας. Είμαι απλά μια ηθοποιός που τραγουδάει. Τα τελευταία χρόνια έχω μουσική συντροφιά τρεις ανθρώπους, το Δημήτρη, τον Παναγιώτη και το Μαρίνο, με τους οποίους αποτελούμε ένα συγκρότημα το οποίο ακόμα δεν έχουμε όμως “βαφτίσει”. Εγώ παίζω κρουστά και τραγουδώ ό,τι θεωρώ πως είναι καλό τραγούδι. Τραγουδώ τα πάντα, θεατρικά, έντεχνα ή λαϊκά κομμάτια, εκτός από σκυλάδικα. Τραγουδάω πολλά χρόνια, και με την ομάδα είμαστε μαζί επίσης αρκετά χρόνια, και κάνουμε συναυλίες κι άλλες μουσικές εκδηλώσεις. Θα πρέπει να πω στο σημείο αυτό πως δεχόμαστε να πηγαίνουμε σε εκδηλώσεις που θα χαροποιήσουν κι εμάς τους ίδιους. Είναι κατά κύριο λόγο εκτόνωση για εμάς και σε καμμία περίπτωση επάγγελμα. Μπορεί να είμαι γεννημένη διασκεδάστρια, αν είναι δόκιμος ο όρος, αλλά δε θα μπορούσα να το κάνω διεκπεραιωτικά.
Στην ουσία, το τραγούδι ήρθε να αντικαταστήσει το θεατρικό σανίδι. Γενικά, με βρίσκεις συχνά πίσω από ένα μικρόφωνο. Η φωνή μου είναι το εργαλείο, το μέσο επικοινωνίας μου με τον κόσμο.»
Η πολιτιστική σας δραστηριότητα, όμως, δε σταματά εδώ. Έχετε εκδώσει κι ένα παραμύθι, «Το θαλασσολούλουδο». Η συγγραφή, και μάλιστα παιδικού βιβλίου, πώς μπήκε στη ζωή σας;
«Όταν ήμουν μικρή, γυρνούσα πάντα στο σπίτι με συνοδεία. Τι εννοώ; Επειδή κάθε φορά έλεγα ιστορίες, εμπλέκοντας σε αυτές και την καθημερινότητά μας, οι συμμαθητές μου με συνόδευαν για να ακούν το τέλος.
Στη συνέχεια, όταν έγινα μητέρα, έλεγα σχεδόν κάθε μέρα στα παιδιά μου διαφορετικά παραμύθια, κάποια από τα οποία “έπλαθα” η ίδια. Τα παραμύθια τα χρησιμοποιούσα και σαν τρόπο διδασκαλίας στα σχολεία όπου δίδασκα.
Κάποια στιγμή, όμως, χρειάστηκε να γράψω ένα παραμύθι, “Το θαλασσολούλουδο”, γιατί έπρεπε να περάσω ένα μήνυμα στα παιδιά μου. Έπρεπε να τους μιλήσω μέσα από παραμύθια και παραβολές για να τους εξηγήσω ορισμένα πράγματα και να ακουστούν γλυκύτερα. Κάποια στιγμή ένας άνθρωπος από τις εκδόσεις “Αιγέας” της Χίου μού ζήτησε να το εκδώσει, κι έτσι έγινε, έπειτα από πολλή προσπάθεια, γιατί ήταν σα να αποχωρίζομαι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Αυτή την περίοδο συζητάω με έναν εκδοτικό οίκο στην Αθήνα για ένα άλλο παραμύθι, καθώς και για ένα θεατροπαιδαγωγικό βιβλίο.»
Το σίγουρο είναι πως με τόσες διαφορετικές ασχολίες, δύσκολα θα βαριέστε.
«Δε βαριέμαι ποτέ. Και πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που αγαπώ να κάνω και με χαλαρώνουν. Μ’ αρέσει να διαβάζω, αγαπώ τη θάλασσα, κολυμπάω, περπατάω, ποδηλατώ. Το μικρόφωνο στην ΕΡΑ, οι πολιτιστικές δραστηριότητες και κάποιοι συνοδοιπόροι μου στον τόπο τούτο, με κρατούν γερά δεμένη εδώ. Νομίζω πως δε θα μπορούσα να αποχωριστώ τη Μυτιλήνη. Βέβαια, δεν αποκλείω ποτέ τίποτα. Η πιο ανατρεπτική και απρόβλεπτη ιστορία είναι η παραμυθοϊστορία της ζωής.»