ο «Ε» σήμερα φιλοξενεί το συντοπίτη Γιώργο Καμβυσέλλη, που εδώ και 36 χρόνια ζει στο νότιο άκρο της Ελλάδας, την Κρήτη, όπου βρέθηκε το 1974 ως καθηγητής στο Κέντρο Ανωτέρας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ) του Ηρακλείου.
Γεννήθηκε στην Άντισσα το 1936, όπου πέρασε και τα πρώτα πέντε σχολικά του χρόνια, για να τελειώσει το δημοτικό στη Μυτιλήνη και το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Σπούδασε κι εργάστηκε ως γεωπόνος, καλλιεργώντας ωστόσο παράλληλα και την κλίση του στα γράμματα. Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί το συντοπίτη Γιώργο Καμβυσέλλη, που εδώ και 36 χρόνια ζει στο νότιο άκρο της Ελλάδας, την Κρήτη, όπου βρέθηκε το 1974 ως καθηγητής στο Κέντρο Ανωτέρας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ) του Ηρακλείου. Στο δήμο Κισσάμου, όπου κατοικεί σήμερα, την προηγούμενη Δευτέρα παρουσιάστηκε το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Κρινάνθη και ζωής τα πρότυπα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αιολίδα». Ο εδώ και κάποια χρόνια συγγραφέας μάς μιλάει για τη ζωή του εκτός Λέσβου, τη συμβολή του με την πένα του και το λογοτεχνικό του ύφος στην έντυπη ενημέρωση διαφόρων περιοχών της χώρας, αλλά και για το θέμα του τελευταίου του βιβλίου, που είναι και αυτό που τον συγκινεί ιδιαίτερα: η δύναμη των ανθρώπων με «ιδιαιτερότητες», που από τους γύρω τους εκλαμβάνονται ως «αδυναμίες»…
Κύριε Καμβυσέλλη, η ειδικότητά σας είναι αυτή του γεωπόνου. Πώς στραφήκατε στη συγγραφή;
«Πάντα έγραφα ποιήματα, κειμενάκια, γράμματα που ακόμη κρατάω. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα οι βιοποριστικές ανάγκες δε με άφηναν να ασχοληθώ περισσότερο. Το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο “Του καιρού ανασκαλέματα” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ιωλκός” το 2008, το έγραψα τελικά μέσα σε τρεις μήνες, αφού ήταν όλα προσωπικά βιώματα ή ιστορίες ανθρώπων που τους ήξερα και υπήρχαν ήδη αποτυπωμένα στο μυαλό μου.»
Το δεύτερο και τελευταίο βιβλίο σας «Κρινάνθη και ζωής τα πρότυπα», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις «Αιολίδα», παρουσιάστηκε πριν μια βδομάδα περίπου στην Κίσσαμο της Κρήτης και μέχρι στιγμής έχει αγκαλιαστεί θερμά. Από όσο γνωρίζουμε, άλλωστε, η παρουσίαση είχε ευρεία αποδοχή από το κοινό.
«Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο αρχικά δεν ήθελα να το εκδώσω ακόμη, αφού εδώ και δύο χρόνια κάνω προσπάθεια να μαζέψω στοιχεία, όπου υπάρχει κάτι για το μυτιληνιό θεατρικό συγγραφέα Αλέκο Γαλανό, και δεν είχα το χρόνο. Ωστόσο η γυναίκα μου, που είναι η “μούσα” μου και ο πρώτος διορθωτής μου, που μου δίνει αέρα να πετάξω αλλά αν χρειαστεί με φρενάρει, με παρότρυνε να το εκδώσω, αφού το “Άσπρο - Μαύρο” είχε πάρει το δεύτερο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος της Παγκρήτιας Ένωσης Λογοτεχνών. Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη των εκδόσεων “Αιολίδα” και μέχρι στιγμής παίρνει πολύ καλές κριτικές. Άλλωστε και η παρουσίαση πήγε πολύ καλά, έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι γιατί δεν είχε ξαναγίνει τέτοια παρουσίαση βιβλίου, αλλά ούτε και άλλη σχετική εκδήλωση στο χωριό. Και είναι σημαντικό πως και η Μυτιλήνη έδωσε το άρωμά της, αφού παντρέψαμε τον κρητικό και το λεσβιακό πολιτισμό με την παρουσία του μουσικοχορευτικού σχήματος Μεσοτόπου, με την επιμέλεια της καθηγήτριας σαντουριού Σταυρούλας Σπανού από την Αθήνα και του δασκάλου χορού Δημήτρη Σαραντίδη από την Άγρα.»
Το βιβλίο είναι, όπως το ίδιο μάς πληροφορεί, «ένας ύμνος προς τους αγέρωχους, ακάματους αγωνιστές, που καθημερινά απαντούμε γύρω μας…». Γνωρίζατε τους ανθρώπους που σας ενέπνευσαν;
«Κι εσύ τους ξέρεις. Είναι όλοι αυτοί που παραγκωνίζουμε κάθε μέρα: οι φτωχοί, τα παιδιά με αναπηρία κ.ά.… Δε θέλουμε να καταλάβουμε πως όλοι μας έχουμε μια αναπηρία, παρά μόνο βάζουμε μια ρετσινιά σε αυτούς. Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο ξεκίνησε ως φόρος τιμής κυρίως για τα παιδιά με αναπηρία, αφού γνωρίζω μερικούς ανθρώπους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, πολύ καλά. Αντίστοιχα, έζησα πολύ έντονα το διήγημα “Άσπρο - Μαύρο”, με την κοπέλα που ερωτεύεται ένα μετανάστη από την Αϊτή και λόγω του ότι θεωρείται “εκτός νόμου” αναγκάζεται να δώσει μάχη για να τον παντρευτεί, και το μικρό λουστράκι που τρυπώνει στην εκκλησία και δίνει ένα δώρο στο γαμπρό: ένα μικρό κάδρο με μια καρδιά, περασμένο με βερνίκι από παπούτσια.»
Θεωρείτε ότι οι ήρωες του βιβλίου σας θα έπρεπε να αποτελούν πρότυπα για τους υπόλοιπους από εμάς;
«Νομίζω ναι, γιατί όλοι τους ουσιαστικά είναι πρότυπα και αγωνίζονται στη ζωή τους.»
Εφημερίδες και ραδιόφωνο
Παράλληλα αρθρογραφείτε και σε διάφορες εφημερίδες…
«Έγραφα πάντα σε διάφορες τοπικές εφημερίδες, κάποια γεωργικά θέματα, αλλά κυρίως λογοτεχνικά άρθρα. Από το Φλεβάρη του 2007 γράφω στους “Νέους Ορίζοντες” στην Κίσσαμο, στα “Σεληνιώτικα Νέα” της επαρχίας Αποκορώνου και στο “Δημοκράτη” της Μυτιλήνης, ενώ από το 2008 αρθρογραφώ κάθε Παρασκευή στο “Εμπρός”. Επιπλέον, κάθε Δευτέρα γράφω στα “Χανιώτικα Νέα”, τη μεγαλύτερη εφημερίδα των Χανίων, κάθε Τρίτη στην “Πατρίδα” του Ηρακλείου και εδώ και έξι μήνες κάθε 15 μέρες στη “Βοιωτική Ώρα” της Λειβαδιάς.»
Στο παρελθόν είχατε εργαστεί και στο Γραφείο Τύπου και Ραδιοφώνου του υπουργείου Γεωργίας, ενώ το ίδιο διάστημα γράφατε και σκηνοθετούσατε ένα επεισόδιο την εβδομάδα στη σειρά «Τα παιδιά της γης», που μετέδιδαν οι κεντρικοί σταθμοί ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ. Ποιο ήταν το περιεχόμενο της σειράς;
«Στο Γραφείο Τύπου και Ραδιοφώνου του υπουργείου Γεωργίας μπήκα το 1966 με διαγωνισμό ανθρώπων που είχαν έφεση στο γραπτό και προφορικό λόγο. Έκανα δύο εκπομπές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και κάθε Κυριακή, με συνεντεύξεις τις οποίες έπαιρνα χρησιμοποιώντας το συνεργείο μαγνητοφωνήσεων του υπουργείου, ενώ έγραφα και τις γεωργικές ειδήσεις ως αγροτικός συντάκτης και παράλληλα έκανα και την εκφώνηση στο ραδιόφωνο. Η εκπομπή “Τα παιδιά της γης” ήταν μια ιδέα του Αλέκου του Γαλανού, ένα ραδιοφωνικό σκετς διάρκειας ενός τετάρτου, με επαγγελματίες ηθοποιούς όπως ο Παντελής Ζερβός, ο Θύμιος Καρακατσάνης, η Κούλα Αγαγιώτου κ.ά.. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα σήριαλ, που περιέγραφε την καθημερινότητα μιας αγροτικής οικογένειας. Έκανα τη ραδιοφωνική σκηνοθεσία και έπλεκα την ιστορία με ενδιαφέρον, από τη μια κοινωνικό, περιγράφοντας τις συναναστροφές, τους γάμους και τα πανηγύρια της κοινότητας, από την άλλη αγροτικό, αφού μέσα από κάθε εκπομπή έβγαινε το μήνυμα του τι δουλειές έπρεπε να κάνουν οι αγρότες κάθε περίοδο.»
«Ζω με τους ήρωές μου»
Τι είναι τελικά για εσάς η λογοτεχνία, κ. Καμβυσέλλη; Στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας που έγινε στην Αγία Παρασκευή, είχατε αναφέρει πως είστε ο τελευταίος που μπορείτε να δώσετε απάντηση, εμείς όμως επιμένουμε να σας ρωτήσουμε…
«Για μένα η λογοτεχνία είναι το παν. Καμμιά φορά, παρ’ όλο που είναι ντροπή που το λέω, τη βάζω πάνω από τις προσωπικές μου ανάγκες, πάνω και από την οικογένειά μου ακόμη. Εδώ στο Σφηνάρι, σε ένα μικρό δωματιάκι που έχω το κομπιουτεράκι μου, όταν χωθώ στην ιστορία ξεχνιέμαι και γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος. Ζω με τους ήρωές μου. Πρέπει να σας πω πως όταν γράφω, αν τύχει και με βλέπει κάποιος από το παράθυρο θα σκέφτεται ότι είμαι τρελός, αφού ή γελάω ή κλαίω. Όσα προβλήματα κι αν έχω, όταν καταφέρω και κάτσω στον υπολογιστή και γράψω μια λέξη και πλάσω το μύθο μου, ξεχνιέμαι. Η εμπειρία της συγγραφής με συγκινεί και με γεμίζει αισθήματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να τα περιγράψω.».
Τι ανταπόκριση έχει βρει η πένα σας μέχρι στιγμής;
«Είναι συγκινητικό αυτό που λαμβάνω από τον κόσμο. Όταν με σταματάει ο απλός άνθρωπος, ο τσομπάνος, και μου λέει “Γιωργάκη, διάβασα το άρθρο σου και σ’ αγαπώ και αν φύγεις από το Σφηνάρι εγώ θα αυτοκτονήσω”, και όταν ο ψαράς λέει “Γιωργάκη, το διάβασα και είναι ντίπι καλό” (σ.σ. τέλειο) μου δίνει μια ψυχική γαλήνη, μια ευφορία.»
Έχουν διδακτικό ύφος, πάντως, οι ιστορίες σας.
«Κατά κάποιο τρόπο, από τις ιστορίες μου βγαίνει ένα πρόσταγμα, αφού πέρα από την ίδια τη γραφή, για την οποία μερικοί φίλοι μου μού είπαν “έχεις ταλέντο να σχηματίζεις εικόνες και να τις βλέπουμε στα κείμενά σου”, όλα τα κείμενά μου έχουν ένα ή περισσότερα μηνύματα. Δεν κάνω διδασκαλία, δεν είμαι ιεροκήρυκας, αλλά μέσα από το γράψιμό μου στο τέλος, το καταστάλαγμα που μένει στο μυαλό του αναγνώστη είναι “γι’ αυτό το έγραψε ο Γιώργος”. Αγαπώ τους ανθρώπους γενικά και θα ήθελα να φωνάζω πως όλοι είμαστε ίσοι και πως οι αξίες του ανθρώπου είναι και θα πρέπει να είναι οι αξίες οι ηθικές, οι πνευματικές, το τι κάνουμε, τι προσφέρουμε και τι αφήνουμε στους απογόνους μας. Πρέπει να υπάρχει κάποιο σημαδάκι μας όταν θα φύγουμε… έχουμε υποχρέωση γι’ αυτό.»
Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο αυτό τον καιρό;
«Θέλω να τελειώσω τη βιογραφία του Αλέκου του Γαλανού, που είναι ακόμη σε εξέλιξη. Ελπίζω να τα καταφέρω μέσα στους επόμενους μήνες, που θα μείνω στο Άγιο Όρος.»
Με τη Λέσβο πόσο συχνή επαφή έχετε; Υπάρχουν πράγματα που σας λείπουν;
«Τα τελευταία χρόνια μένω στο Σφηνάρι του δήμου Κισσάμου, ένα μικρό χωριό στο νομό Χανίων, μέσα στην αγκαλιά της φύσης και στο κροτάλισμα των κυμάτων· ένα τοπίο άγριο, αλλά ταυτόχρονα παρθένο και όμορφο. “Μπολιάστηκα Σφηναριώτης”, όπως λέω στο πρώτο μου βιβλίο “Του καιρού ανασκαλέματα”. Η Λέσβος μού λείπει πολύ, ωστόσο, και παρ’ όλο που εδώ με έχουν αγκαλιάσει με αγάπη, οι ρίζες με τραβάνε στο νησί. Έρχομαι τακτικά τον τελευταίο καιρό, γιατί ήθελα να πηγαίνω στην Άντισσα και στο Γαβαθά, όπου με πολλή προσπάθεια έχτισα ένα για σπίτι να έρχομαι όσο μπορώ πιο συχνά. Έχω πάντως τη χαρά να λαμβάνω τις τοπικές εφημερίδες, έχω και τηλεφωνική επικοινωνία με πολλούς φίλους και έτσι είναι κάπως σα να βρίσκομαι εκεί.»