Πριν δυο εβδομάδες θα θυμάστε, το τριγύριζε αναποφάσιστος ο καιρός ψάχνοντας το χρώμα και το ρούχο που θα φορέσει ανάλογα με τη στιγμή. Έφερνε βόλτες από το γκρίζο στο γαλάζιο, λες και δυσκολευόταν ν’ αποφασίσει με ποιο απ’ τα δυο θα μπορούσε να συνθέσει το σκηνικό που θα ταίριαζε στην εποχή.
Πριν δυο εβδομάδες θα θυμάστε, το τριγύριζε αναποφάσιστος ο καιρός ψάχνοντας το χρώμα και το ρούχο που θα φορέσει ανάλογα με τη στιγμή. Έφερνε βόλτες από το γκρίζο στο γαλάζιο, λες και δυσκολευόταν ν’ αποφασίσει με ποιο απ’ τα δυο θα μπορούσε να συνθέσει το σκηνικό που θα ταίριαζε στην εποχή. Σήκωνες τα μάτια στον ουρανό, γύριζες προς τον ορίζοντα και η ματιά σου μπλεκόταν πότε στο γαλάζιο, πότε στο γκρίζο. Το γαλάζιο και το γκρίζο… Θεέ μου πόσο κοντά το ένα με τ’ άλλο. Τα σύννεφα έπαιζαν κι αυτά κυνηγημένα απ’ τον αέρα, πότε έρχονταν και πότε έφευγαν και χάνονταν… στην ανυπαρξία. Κάτι τέτοιες μέρες που ακόμα και τα δελτία του καιρού λαθεύουν κι ούτε που ξέρεις κατά πού θα σε βγάλουν τα κέφια του, τα λόγια λιγοστεύουν και η αβάσταχτη μοναξιά της ψυχής πλημμυρίζει με όλα τα «αχ» του κόσμου.
Όλα δείχνουν πως έτσι θα προχωράει πλέον η ζωή μας. Σαν τα ποτάμια που κυλούν και φτιάχνουν τη δική τους γεωγραφία. Όσα εμπόδια και να συναντήσουν, αυτά θα ακολουθούν την καθορισμένη κατεύθυνση και θα καταλήγουν πάντα στη θάλασσα. Έτσι και η ζωή μας, με τον αέρα να ανεμίζει και να φουσκώνει τα πανιά, θα αρμενίζει και θα ταξιδεύει για να συναντήσει το αβέβαιο αύριο και το δικό της παραμύθι. Το παραμύθι που μια μέρα θα μας οδηγούσε στον παράδεισο, όλο και γίνεται ένα μεγάλο ψέμα. Τώρα όλα τελειώνουν, τίποτα πια δεν αρχίζει. Θα συνηθίσουμε, από δω και μπρος, μόνο να δίνουμε, δίχως να ζητάμε και να περιμένουμε κάτι. Και θα περνά η ζωή με τα «θέλω» μας να σκοντάφτουν σε χιλιάδες «τίποτα».
Είναι κι αυτή η κλεψύδρα που συνεχώς αδειάζει… Με την αβεβαιότητα να μη δίνει χώρο στη θετικότητα και την αύρα της, η καθημερινότητα έχει γίνει ένας παφλασμός ματαιοτήτων. Όλο και πιο εμφανής είναι η ανάγκη που έχουμε από μια λεπτομέρεια, από ένα όνειρο, μια καθάρια σκέψη που θα ξεπροβάλει μπήγοντας στην ψυχή μας την αισιοδοξία. Όσο κι αν περιμένεις να φανεί ένα ουράνιο τόξο, εκεί ανάμεσα στον ουρανό και τον ορίζοντα, να ξεδιαλύνει και να σβήσει το φόβο μας. Όσο κι αν νομίζεις πως βρήκες κάποιον να μοιραστείς την αγωνία σου. Όσο κι αν αναζητάς το άπιαστο όνειρο, εκείνο το γλυκό χαμόγελο που πάει να σκάσει στα χείλη σου, ν’ ανθίσει και να φωτίσει το πρόσωπό σου, το βλέπεις να χάνεται… κι άντε να βρεις το γιατί. Πολλά είναι αυτά που συμβαίνουν, να πάρει η ευχή, και δεν τ’ αφήνουν να… γεννηθεί.
Ήρθαν απανωτά και τα δραματικά μαντάτα από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου που ξεφεύγουν και ξεπερνούν κάθε λογική. Ταρακούνησαν κι εμάς και τις σκέψεις μας. Την αγωνία και τους φόβους μας. Εμβρόντητοι αντικρίσαμε αυτή την ασύλληπτη βιβλική καταστροφή, μέσα από έναν καταιγισμό απίστευτων εικόνων, με την κάθε μια τους να ταράζει την ψυχή στο ανίσχυρο του ανθρώπου μπροστά στο θυμό της φύσης. Ύστερα απ’ αυτό, πώς να αναμετρηθείς μαζί της, πώς να υποεκτιμήσεις το μεγαλείο της; Πρώτα ο μεγάλος σεισμός που έφερε το τσουνάμι και τώρα η διαρροή ραδιενέργειας από τους αντιδραστήρες της «τραυματισμένης» μονάδας στη Φουκουσίμα. Κι εκεί, στη ρωγμή του τρόμου, ο εφιάλτης μετέωρος ανεμίζει την απειλή κι αφυπνίζει τους φόβους κάνοντας τη διάθεση να παραπαίει με τα όσα δυσοίωνα συμβαίνουν σε τούτο τον κόσμο. Τον έξω και τον μέσα μας. Σε μια τέτοια κατάσταση συνεπειών και εξελίξεων, βλέπεις πως οι άνθρωποι… χωράνε και στο τίποτα.