Αγχωμένος έτρεχε στο φαρδύ αυτοκινητόδρομο. Έπρεπε να φτάσει εγκαίρως στο ακριβό σπίτι που μόλις είχε ανακαινίσει κι ο ελεγκτής από την Πολιτεία τού έκλεισε με αυστηρότητα καθορισμένη ώρα και μέρα που θα πήγαινε, ώστε, αν όλα ήτανε σωστά, θα μπορούσε με ασφάλεια να το παραδώσει στον ιδιοκτήτη.
Αγχωμένος έτρεχε στο φαρδύ αυτοκινητόδρομο με τις πέντε λουρίδες.
Έπρεπε να φτάσει εγκαίρως στο ακριβό σπίτι που μόλις είχε ανακαινίσει κι ο ελεγκτής από την Πολιτεία τού έκλεισε με αυστηρότητα καθορισμένη ώρα και μέρα που θα πήγαινε, ώστε, αν όλα ήτανε σωστά, θα μπορούσε με ασφάλεια να το παραδώσει στον ιδιοκτήτη, και να εισπράξει τον ιδρώτα του.
Μέρες περίμενε τούτη την πολυπόθητη στιγμή κι έπρεπε να βιαστεί. Ένα «όχι» του ελεγκτή σήμαινε οικονομική καταστροφή του, αφού είχε επενδύσει όλες του τις ελπίδες εδώ για να ξεπληρώσει υλικά και μεροκάματα, και να δώσει προκαταβολή για το καινούργιο του αυτοκίνητο. Ήξερε πως οι απρόσιτοι και πολύ αυστηροί τούτοι ελεγκτές, δύσκολα έρχονται κι ακόμα πιο δύσκολα βάζουν την υπογραφή τους. Αν έχανε τη σημερινή ευκαιρία, έχανε σχεδόν τα πάντα, αφού ο ιδιοκτήτης είχε ξεκινήσει από Καλιφόρνια να έρθει και να μείνει στο σπίτι του, που εδώ και δέκα μήνες παιδευόταν ο Πέτρος με τα συνεργεία του να το ανακαινίσει.
Μόλις είχε αραιώσει το μποτιλιάρισμα στον αυτοκινητόδρομο κι άρχισε να τρέχει. Μασουλούσε μηχανικά τσίχλα, άκουγε μουσική και σκεφτόταν τον Παναθηναϊκό, για να ηρεμεί.
Όμως άξαφνα, στρίγκλισε τα φρένα του, βάστηξε γερά το τιμόνι, έπιασε δεξιά, είδε στον καθρέφτη πίσω να πλησιάζουν απειλητικά τα αυτοκίνητα, τρόμαξε, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, τα κατάφερε, βγήκε από το οδόστρωμα, σταμάτησε απάνω στο γρασίδι.
Κι ο κίνδυνος μπροστά του, άμεσος.
Χύθηκε σαν άνεμος όξω, τινάχτηκε μπρούμυτα σαν τον τερματοφύλακα κι ακριβώς την ώρα που ετοιμαζόταν να διασχίσει τον πηγμένο με αυτοκίνητα δρόμο ένα καφετί με σκούρα σοκολατί μάγουλα κι ακόμα πιο σκούρα ολόμαυρα μάτια Μπόξερ, το γράπωσε από το πόδι. Μείνανε κουβάρι σφιχτοδεμένο κάμποση ώρα οι δυο τους, το αγκάλιασε μετά τρυφερά, το χάδεψε, του μίλησε πονετικά, κι αυτό τον κοιτούσε με το ανεπανάληπτο ζεστό και καλοσυνάτο βλέμμα της ράτσας του· και τα μαγούλια του, έτσι που κοιτούσε τον Πέτρο, τρέμανε από τρομάρα, ευγνωμοσύνη ή από τάξιμο αγάπης κι αφοσίωσης παντοτινής.
Ογκώδες το σκυλί, σφριγηλό και παιγνιδιάρικο, κρεμάστηκε στο λαιμό του σωτήρα του, κι έδειχνε να τα έχει χαμένα. Όλα γινήκανε τόσο γρήγορα, τόσο απρόσμενα, τόσο σωστά!
Είχε και ταυτότητα στο κόκκινο λουράκι· Λούνα τη λέγανε.
Τούτη την ώρα ο Πέτρος δεν είχε άγχος, ούτε βιασύνη, μηδέ και σκεφτότανε ελεγκτή και δολλάρια. Είχε όμως αίματα σε χέρια και πόδια, και μια λαχτάρα σαν έβλεπε βολίδες τα αυτοκίνητα να περνάνε και να φαντάζεται τη Λούνα εκεί με τα σπλάχνα σκορπισμένα στην άσφαλτο! Κι αυτό δεν θα το άντεχε.
Από τη θέση του συνοδηγού που την έβαλε, κοιτούσε μ’ αυτό το αφελές, γλυκό και βαθύ, σιγουριά ποτισμένο βλέμμα, και τα μαγούλια της δεν τρέμανε· είχανε μια γυαλάδα τώρα από τα γλυκά της τα σαλάκια.
Κι ο δείχτης ταχύτητας στο κόκκινο, μπας και προλάβει τον ελεγκτή.
Έφτασε, την ώρα που άπραγος κι εκνευρισμένος έστριβε στη γωνία. Του ‘κανε νόημα ο Πέτρος, δεν σταμάτησε.
Έστριψε κι αυτός, πήγε τη Λούνα στο νοσοκομείο. Την εξέτασαν, υγιής ήταν μα δεν βρήκαν στοιχεία, παρά μόνο το όνομα του πρώτου αφεντικού της. Την πήγε στο σπίτι του μετά την κάνανε με τη Μάχη τη γυναίκα του μπάνιο, ηρεμήσανε όλοι.
Μα κανένας δεν απαντούσε στο τηλέφωνο που του δώσανε. Κι όσους ρώταγε άδικα, του λέγανε «τρελός είσαι που θέλεις να δώσεις πίσω ένα τέτοιο ακριβό κι ωραίο σκυλί; Κράτα το.».
Μέρες έψαχναν, άδικα. Κι όταν πια την είχανε συνηθίσει, ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εταιρείας για τα χαμένα σκυλιά έλεγε πως ένα κοριτσάκι δεκάχρονο, η Δοξούλα, ήταν ο ιδιοκτήτης, και πως έμενε με τους γονείς της μίλια μακριά. Και πως η Λούνα είχε χαθεί πριν από έξι μήνες. Δεν απογοητεύτηκε το κοριτσάκι, η ελπίδα της άνθιζε θαρρείς, και συνέχιζε να στέρνει μηνύματα με το κομπιούτερ που είχε δίπλα στα μουδιασμένα ποδαράκια της, μπας και βρεθεί η αγαπημένη της η Λούνα. Όλο τούτο το διάστημα που ήταν χαμένη, την είχε βρει κάποιος άλλος και την κράτησε ο ασεβής, μα αυτή πάσκιζε, μέχρι που τα κατάφερε να φύγει. Θυμόταν πως από την άλλη μεριά του αυτοκινητόδρομου πήγαινε για το σπίτι της.
Μια μπρος κοίταγε η Λούνα και μια πίσω όταν την πήγε στο σπίτι της Δοξούλας. Και βούρκωνε. Στιγμές λίγες πέρασαν και μ’ ένα πήδο βρέθηκε στην αγκαλιά της εκεί απάνω στο αναπηρικό καροτσάκι που ήταν τέσσερα χρόνια τώρα, η Δοξούλα.
Κι αρχίνησε να γαυγίζει χαδιάρικα σαν έβλεπε τον Πέτρο δακρυσμένο να φεύγει. Λες και τον ευχαριστούσε, τον αποχαιρετούσε. Έπρεπε, βλέπεις, να μείνει κοντά στην ανάπηρη κοπελίτσα, για να μιλάνε όλη τη μέρα και να γελάνε.
Έχασε κι άλλο μεροκάματο ο Πέτρος έχασε και τον ελεγκτή τούτη τη δεύτερη φορά, μα η αμοιβή του από τα σμιγμένα δάκρια όλων τους σε πήλινο αμφορέα, είχανε πιότερη αξία.
Κι άκουγε πολύ καιρό της Λούνας την κραυγούλα σαν έφευγε, κι ένιωθε της Δοξούλας το κεχριμπάρι να κυλάει ζεστό στα μάγουλά του.