Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί το μουσικό Γιάννη Καλαϊτζή, καθηγητή στο Ωδείο Σκαλκώτα και στο Μουσικό Γυμνάσιο Μυτιλήνης, που πριν από δύο εβδομάδες παρουσίασε στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης τη δουλειά που κάνει με τους μαθητές του.
Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί το μουσικό Γιάννη Καλαϊτζή, καθηγητή στο Ωδείο Σκαλκώτα και στο Μουσικό Γυμνάσιο Μυτιλήνης, που πριν από δύο εβδομάδες παρουσίασε στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης τη δουλειά που κάνει με τους μαθητές του. Γεννημένος το 1946 στη Μυτιλήνη, γιος του Μεσοτοπίτη οργανοπαίκτη και τραγουδοποιού Νίκου Καλαϊτζή - «Μπινταγιάλα», ο Γιάννης Καλαϊτζής μάς μιλάει μέσα από τις σελίδες του «Ε» για τη δική του μακρόχρονη και σημαντική πορεία στη μουσική, αρχικά ως οργανοπαίκτη στις μουσικές σκηνές της Αθήνας και του εξωτερικού και στη συνέχεια ως καθηγητή στη Μυτιλήνη, όπου διδάσκει στους μαθητές του μπουζούκι, βιολί, σαντούρι και ντραμς. Δείχνοντας όλο το μεράκι και την αγάπη του για τη μουσική, που, παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, δεν εγκατέλειψε ποτέ.
Κύριε Καλαϊτζή, πού μεγαλώσατε και από πού πήρατε τα πρώτα σας ερεθίσματα στη μουσική;
«Μεγάλωσα στην Αθήνα και τη Χαλκίδα, αφού η οικογένειά μου έφυγε για εκεί όταν ήμουν έξι - επτά χρονών. Ερεθίσματα και ακούσματα είχα από τον πατέρα μου. Στα εννιά μου πήγα στο Ελληνικό Ωδείο και ξεκίνησα κλασσικό βιολί.»
Και στη σκηνή πότε πρωτοπαίξατε;
«Κάποια στιγμή, πολύ μικρός ακόμα, άρχισα να παίζω τύμπανα. Είχε τύχει ένα βράδυ στο μαγαζί που έπαιζε η ορχήστρα του πατέρα μου να μην μπορεί να πάει ο ντράμερ και με έπιασαν ένα απόγευμα και μου είπαν “κάτσε εδώ και βγάλ’ τα αυτά και αύριο θα παίξεις μαζί μας”. Εγώ φυσικά έκανα πολλά λάθη και ήταν τόσο αυστηροί μαζί μου όταν παίζαμε, που κάποια στιγμή βγήκα έξω και θυμάμαι πως ο ουρανός ήταν ξάστερος και από το δάκρυ και την πίκρα έβλεπα τα αστέρια γραμμές-γραμμές. Ένιωθα πως δε μου άξιζε τέτοια συμπεριφορά από την οικογένειά μου. Σκεφτόμουν πως εγώ δεν ήμουν ντράμερ, ούτε ήξερα τα τραγούδια. Και επειδή ορκίστηκα να πάρω τη… ρεβάνς, όταν παντρεύτηκα στα 24 μου και ήταν όλη η οικογένεια εκεί, ανέβηκα κι έπαιξα - δε με είχαν ξανακούσει - και τους έδωσα και κατάλαβαν.»
Δε σας αποθάρρυνε, δηλαδή, η πρώτη εκείνη σκληρή για εσάς βραδιά.
«Όχι, δεν έχω κάνει ποτέ πίσω στη ζωή μου. Έχω περάσει πάρα πολλά και κοιτάω να τα ξεπερνάω όσο μπορώ πιο γρήγορα. Νομίζω ότι οι στιγμές που περνούν από τη ζωή δεν είναι πάντα οι καλές και πως αν θα δείξεις αδυναμία, μειώνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Είμαι δυνατός και πολεμάω ακόμα.»
Μπουζούκι, πότε πρωτοπιάσατε στα χέρια σας;
«Μπουζούκι πρωτοέπιασα στα 27 μου. Δούλευα πολλά χρόνια ως ντράμερ στο πάλκο και ήξερα πλέον τα κομμάτια, είχα μάθει και το βιολί κι έτσι η βελτίωσή μου στο μπουζούκι ήταν πάρα πολύ γρήγορη. Θυμάμαι, μάλιστα, το πρώτο τραγούδι που έπαιξα: το “Απέναντι Παγκάκι”, του Πάριου. Από τότε, δούλεψα με πολύ καλά ονόματα: Σταμάτης Κόκοτας, Μπιθικώτσης, Ζαμπέτας, Σακελλαρίου κ.ά.»
Ο πατέρας σας σάς έδωσε γενικά ώθηση στη μουσική σας πορεία;
«Όχι, δε νομίζω. Από τον πατέρα μου δε δέχτηκα ποτέ μία νότα. Παίξαμε δύο - τρεις φορές μαζί, αλλά ένιωθα πως παίζω απλά με έναν άλλο συνάδελφο, ήταν πολύ αυστηρός και ποτέ δεν έπαιξα καλά μαζί του, με άγχωνε. Ωστόσο, μια φορά που έπαιζα ένα δικό μου κομμάτι - που δεν το ήξερε ότι ήταν δικό μου - έτυχε να μου πει ότι του αρέσει και όταν με ρώτησε ποιανού ήταν του είπα: “του Χρήστου του Νικολόπουλου”. “Α, τον μπαγάσα”, απάντησε και όταν του είπα πως το έγραψα εγώ, ενθουσιάστηκε.»
Στη Μυτιλήνη και το εξωτερικό
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να γυρίσετε στη Μυτιλήνη;
«Στη Μυτιλήνη βρέθηκα για δεύτερη φορά στη ζωή μου στα 29 μου - η πρώτη φορά ήταν πριν από χρόνια, δεν ερχόμασταν με την οικογένειά μου. Μόλις είχα τελειώσει από τις Σέρρες, όπου έπαιζα με τη Ρίτα τη Σακελλαρίου, και ήρθα για 10 μέρες για να συνοδέψω το Γαβαλά το φίλο μου, που έπαιζε εδώ στην “Κληματαριά”. Τελικά, έμεινα πολλά χρόνια, βρήκα και πολλούς συγγενείς μου. Ήταν πολύ ωραία χρόνια, γέμιζε το μαγαζί με κόσμο που κατέβαινε από τα χωριά. Η “Kληματαριά” ήταν τότε το καλύτερο μαγαζί και έλεγαν πολλοί “πάμε να ακούσουμε τον Καλαϊτζή”. Μετά από οκτώ - εννιά χρόνια, έφυγα στο εξωτερικό.»
Για ποιο λόγο;
«Επειδή έβρισκα λεφτά πολύ καλύτερα από εδώ. Είχα πάει ήδη στην Τεχεράνη κάποια χρόνια πριν και πήγαινε πολύ καλά η δουλειά, αλλά ήταν έγκυος η γυναίκα μου στο δεύτερό μας παιδί και όταν ήταν να γεννήσει, έφυγα και δεν ξαναγύρισα ποτέ, παρ’ όλο που μου το ζητούσε ο μαγαζάτορας. Μετά από τη Μυτιλήνη έφυγα για Γιοχάνεσμπουργκ, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Ιαπωνία, Αμερική και πάλι Τουρκία. Όταν πήγαινα Τουρκία και Ιαπωνία φοβόμουν πάρα πολύ. Η Αμερική είχε πάρα πολλούς καλούς Έλληνες μουσικούς, αλλά δε φοβόμουν γιατί ήξερα ότι θα ακούγανε ελληνική μουσική. Στην Τουρκία, όμως, που έχει επίσης πολύ καλούς μουσικούς, φοβόμουν να δείξω τις δυνάμεις μου. Τελικά, όμως, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά και μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο ευγενικοί και φιλόμουσοι είναι, το ότι σε ακούνε και ακόμη και το χειροκρότημά τους είναι διακριτικό, για να μη σε βγάλουν από τον ειρμό σου. Όλα αυτά τα χρόνια, η οικογένειά μου παρέμενε φυσικά στη Μυτιλήνη κι εδώ ήταν η βάση μου.»
Πότε επιστρέψατε πλέον πιο «μόνιμα» και γιατί;
«Γύρισα γιατί είχα μια περιπέτεια με την καρδιά μου και με την υγεία μου γενικά, έπαθα και δύο εγκεφαλικά και μετά για καιρό δεν είχα δύναμη, όχι για να παίξω, αλλά για να σηκώσω απλά ένα ποτήρι. Κάποια στιγμή, όταν μου είπε ο Κοφτερός που ήρθε στο νοσοκομείο “πιάσε, ρε Γιάννη, λίγο το μπουζούκι” και είδα πως δεν είχαν τη δύναμη να το κάνω, τρελάθηκα. Δεν το έβαλα κάτω, όμως, ενάμιση χρόνο είχα ένα μπαλάκι στην τσέπη μου και το ζουλούσα, για να δυναμώσω το χέρι μου.»
Από το «πάλκο», στην τάξη
Στο Ωδείο Σκαλκώτα και στο Μουσικό Σχολείο πότε αρχίσατε να διδάσκετε;
«Πριν από 10 χρόνια ή και παραπάνω, δε θυμάμαι ποιο από τα δύο ήρθε πρώτο. Με πήρε ο Παζαΐτης από το Ωδείο μια μέρα και μου είπε να διδάξω βιολί και μου έκανε εντύπωση, γιατί εγώ δεν έλεγα ότι έπαιζα βιολί, και στη συνέχεια άρχισα να κάνω και μπουζούκι. Μετά ήρθε το σαντούρι και τα τύμπανα και αυτά τα τέσσερα όργανα διδάσκω τώρα. Το σαντούρι το έπιασα πριν από 10 χρόνια, για χάρη του Μουσικού Σχολείου. Μου έδειξε μια νότα ο πατέρας μου και συνέχισα μόνος μου.»
Τι νομίζετε πως σας βοήθησε να μπορείτε να μάθετε τόσο εύκολα τόσα όργανα;
«Κατά τη γνώμη μου, το βιολί είναι ο βασιλιάς των οργάνων. Από τη στιγμή που παίζεις βιολί, έχεις διδαχθεί σωστά, έχεις και ακούσματα όπως αυτά που έχω εγώ, έχεις γαλουχηθεί από τη ζωή γιατί έχεις περάσει πολλά, αυτά βγαίνουν μέσα από τις νότες σου. Από εκεί και πέρα, μιλάει η καρδιά.»
Η αλλαγή, από το να παίζετε μουσική στη σκηνή στο να διδάσκετε, πώς ήταν σαν εμπειρία;
«Αρχικά έβλεπα τον πατέρα μου που δίδασκε, έβλεπα τους άλλους καθηγητές και άρχισα να παίρνω μηνύματα. Για παράδειγμα, ήταν μια δασκάλα στο βιολί που ήταν πολύ καλή δασκάλα, αλλά φώναζε πολύ και δεν είχε το τακτ να είναι υπομονετική και να μπορεί να βρει τον τρόπο που χρειαζόταν κάθε μαθητής. Αυτό για εμένα λειτούργησε σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Αυτό που προσπαθώ, είναι να είμαι πολύ ευγενικός, καρτερικός και υπομονετικός με τα παιδιά και να τους δώσω με κάποιον τρόπο να καταλάβουν το μάθημα και να πάρουν πράγματα. Γι’ αυτό, μάλλον, έχω μαθητές παλιούς που τώρα μου στέλνουν τα παιδιά τους.»
Παρουσιάζοντας συνθέσεις
Στη συναυλία σας στο Δημοτικό Θέατρο, με τους μαθητές του Ωδείου, παρουσιάσατε και δύο δικές σας συνθέσεις. Πότε αρχίσατε να γράφετε μουσική;
«Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να συνθέτω και το χρωστάω στο φίλο μου το Μαρίνο τον Κούνια, το ζωγράφο, που μια φορά μάς είχε καλέσει σπίτι του και με πίεσε να παίξω με ένα παλιό μπουζούκι που είχε. Είχαμε πιει και λίγο κι εμένα μου βγήκε αυθόρμητα κάτι, και από εκεί και πέρα αποφάσισα να δοκιμάσω να γράψω μουσική, αφού ο ίδιος μού είπε ότι έγραφε στίχους. Το πρώτο μου τραγούδι το είχαμε παίξει στο Κάστρο, με συνόδεψε και η χορωδία Μυτιλήνης και το Ωδείο· είχε μεγάλη απήχηση και έγινε ερέθισμα για να συνεχίσω. Δε μου αρέσουν, όμως, τόσο τα τραγούδια, όσο το να γράφω οργανικά.»
Τι σκέψεις κάνετε από εδώ και πέρα;
«Σκέφτομαι να μαζέψω όσους διδάχτηκαν από εμένα μπουζούκι και άλλα όργανα και να τους κάνω μια ορχήστρα και να παρουσιάσουμε κάτι καινούργιο. Μια δική μου σύνθεση, που να είναι όμως πάρα πολύ καλή. Φέτος το καλοκαίρι, επίσης, σκέφτομαι να ξανακάνουμε τη συναυλία που παρουσιάσαμε στο Δημοτικό Θέατρο, αυτήν τη φορά στο Αρχοντικό Γεωργιάδη. Αν είναι δυνατόν, μάλιστα, να παίξουν μαθητές μου και από το Ωδείο και από το Μουσικό Σχολείο.»