Η πολιτική δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου συνιστά την κατ’ εξοχήν νεωτεριστική παρέμβαση που εφαρμόστηκε στο σώμα του Ελληνισμού κατά τον 20ό αιώνα. Στην πορεία αυτή ο μεγάλος Κρητικός παρέλαβε μια βαλκανική χώρα του 19ου αιώνα και άφησε πίσω του μια χώρα ευρωπαϊκών προοπτικών. Οι πολιτικοί του σχεδιασμοί προήγαγαν την Ελλάδα σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά επίπεδα, που ανέτρεψαν, κατά το δυνατό, παγιωμένες καταστάσεις και αναχρονιστικές αντιλήψεις.
Με πραγματική πολιτική αγωνία, στόχευσε στη θεραπεία των ζητημάτων που ταλάνιζαν έως τότε την ελληνική κοινωνία και τον Ελληνισμό. Αποφασιστικός και μεθοδικός, οργάνωσε εθνικές, κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, κατάλληλες για κάθε περίσταση.
Υπήρξε καινοτόμος, ανατρεπτικός, αλλά και παράλληλα συνθετικός. Αποτέλεσε, ήδη από την πρώτη δεκαετία που πρωταγωνίστησε, 1910 - 1920, ένα συνδυασμό πολεμικού ηγέτη και πολιτικού οραματιστή.
Έχοντας βιώσει και αγωνιστεί ο ίδιος για τις εθνικές ανάγκες των αλύτρωτων Ελλήνων, οργάνωσε σύγχρονο στρατό και στόλο και παράλληλα έθεσε τις βάσεις για τη συμμαχία με τα άλλα βαλκανικά κράτη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος, η ενσωμάτωση στο μικρό έως τότε ελληνικό βασίλειο των αλύτρωτων περιοχών της Ηπείρου, της Μακεδονίας, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και βέβαια της Κρήτης.
Η επέκταση των ελληνικών συνόρων και η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών προκάλεσαν μεγάλες ανατροπές στο κοινωνικό και στο πολιτικό τοπίο. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην παγκόσμια σύρραξη αποτέλεσε πολιτικό διακύβευμα και ο Εθνικός Διχασμός που ακολούθησε, έβαλε τις βάσεις για το διαχωρισμό των πολιτικών παρατάξεων σε οπαδούς της προοδευτικότητας και σε οπαδούς του συντηρητισμού.
Οι εθνικές και εδαφικές διεκδικήσεις έκλεισαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή και το ουσιαστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος έμεινε εκτός πολιτικής εξουσίας για σχεδόν οκτώ χρόνια. Επιστρέφοντας και πάλι στην κυβέρνηση το 1928, χαράζει πλέον νέους προσανατολισμούς, που αφορούσαν την εσωτερική ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους. Νέες προσεγγίσεις που θα έφερναν την Ελλάδα πλησιέστερα στα ευρωπαϊκά κράτη της δεκαετίας τού 1930.
Με όχημα τη νομοθεσία και την πολιτική εφαρμογή, όρισε τους τομείς: της εξωτερικής πολιτικής, της παιδείας, της αγροτικής και βιομηχανικής ανάπτυξης, της χωροταξίας, της πολεοδομίας, της οικιστικής ανάπτυξης, ως τις νέες πολιτικές προκλήσεις της Ελλάδας του Μεσοπολέμου.
Σ’ ετούτο δω το ιερό του έθνους ετήσιο προσκύνημα, από το 1936 - χρόνο του θανάτου του μέγιστου Έλληνα - για το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό έργο του έχουν αναφερθεί υποκλινόμενοι στο μνήμα του δεκάδες προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων, της ιστορίας.
Επιτρέψτε μου σήμερα μεταξύ των παραπάνω πεδίων που αναφέραμε να ξεχωρίσουμε δύο πεδία, πρώτο εκείνο της χωροταξίας και της πολεοδομίας σε σχέση με τις πόλεις και ιδιαίτερα την Αθήνα και δεύτερο εκείνο της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας και την εφαρμογή της στα νέα σχολικά κτήρια των οποίων η κατασκευή ξεκίνησε κατά την τελευταία βενιζελική διακυβέρνηση, 1928 - 1932.
Το πρώτο πεδίο εμπίπτει σε ένα σοβαρό και συχνά δισεπίλυτο πρόβλημα που υφίσταται έως τις ημέρες μας. Πρόκειται για την ανάγκη σχεδιασμού των οικιστικών επεκτάσεων των πόλεων· για τον ορισμό των χρήσεων της γης και την εν γένει οργάνωση της ζωής της πόλης, είτε πρόκειται για το δημόσιο χώρο είτε για τον ιδιωτικό.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι όποιες χωροταξικές και πολεοδομικές προσπάθειες έγιναν κρίθηκαν ατελέσφορες, αφού αφενός προσέγγισαν την ελληνική πραγματικότητα επιφανειακά και αφετέρου προσέκρουσαν σε ένα αντιφατικό σύνολο: στις ανάγκες στέγασης, στα οικονομικά συμφέροντα ή καλύτερα στην κερδοσκοπική πρόθεση των μεγαλοϊδιοκτητών γης, αλλά και στο μεγάλο αριθμό μικροϊδιοκτητών γης. Ένας συνδυασμός προβλημάτων και αδιεξόδων που επέτρεπε τη διαρκή άναρχη επέκταση. Αναμφίβολα, κοντά σε αυτά τα αδιέξοδα θα πρέπει να προστεθεί και η αδράνεια, συχνά ηθελημένη, των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών.
Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η προσπάθεια του Αλέξανδρου Παπαναστασίου για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά τού 1917. Μέλος της κυβέρνησης Βενιζέλου ανέλαβε το νέο Υπουργείο Συγκοινωνιών, με αρμοδιότητες εκχωρημένες από το Υπουργείο Εσωτερικών. Στη λύση που προτάθηκε για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά την καταστροφή, συνδυάστηκαν και εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά δύο καθοριστικά και ουσιαστικά στοιχεία. Αναφέρομαι στον καινοτόμο σχεδιασμό και στην οικονομική διαχείριση της εφαρμογής. Κεντρικός φορέας της επιτυχίας, ο σπουδαίος Γάλλος πολεοδόμος Ernest M. Hébrard. Η επιτυχής έκβαση της ανοικοδόμησης στη Θεσσαλονίκη θα ορίσει το Γάλλο πολεοδόμο στη θέση άτυπου συμβούλου των υπηρεσιών του ελληνικού κράτους.
Πάντοτε στο πλαίσιο των πολεοδομικών σχεδιασμών της κυβερνήσεως Βενιζέλου, το 1919 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ως υπουργός Συγκοινωνιών, εισηγείται την ψήφιση του Νόμου 1709 «Περί συστάσεως Επιτροπής προς εκπόνησιν νέου σχεδίου των Αθηνών, Καλλιθέας, Φαλήρων και Πειραιώς». Επικεφαλής της επιτροπής, ο Γάλλος πολεοδόμος Ernest M. Hébrard. Η πτώση, όμως, της κυβέρνησης Βενιζέλου θα οδηγήσει τελικά στην αποπομπή του, αλλά η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να λειτουργεί, με επικεφαλής το μηχανικό Πέτρο Καλλιγά, έως τη δικτατορία Πάγκαλου το 1926.
Με την καθοριστική συμβολή της Επιτροπής, θεμελιώνεται το 1923 το Διάταγμα «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 1, όπου γίνεται σαφές ότι «[...] Πάσα πόλις και κώμη του Κράτους δέον να διαρρυθμίζεται και ν’ αναπτύσσεται βάσει ορισμένου εγκεκριμένου κατά τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος σχεδίου [...]».
Τα σχολεία της Μυτιλήνης, στο πνεύμα τού Bau House, νεωτεριστική επιλογή των Ελευθερίου Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου
Από την έως τώρα αποτίμηση των βημάτων του πολεοδομικού, παρατηρούμε ότι η πολιτική βούληση ισχυροποιούνταν σταδιακά, ενώ το όραμα των επιστημόνων ήταν σαφώς περισσότερο ισχυροποιημένο και ανεξάντλητο. Θα πρέπει, όμως, να πούμε ότι τόσο τα πολιτικά στελέχη του βενιζελισμού, όσο και οι οραματιστές επιστήμονες της περιόδου, είχαν κοινή αφετηρία και προέλευση. Ήταν η πολιτική εξέλιξη της χώρας, οι συγκρούσεις και οι επιλογές που γίνονταν, που τελικά επέτρεψαν στους επιστήμονες να αρθρώσουν τον οραματικό τους σχεδιασμό και στους πολιτικούς να εφαρμόσουν τις καινοτόμες προτάσεις.
Το 1929, κατά την τελευταία τετραετία Βενιζέλου, ψηφίζεται επιτέλους ο «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του Κράτους», με εισηγητή το βουλευτή Λέσβου και υφυπουργό Συγκοινωνιών Βύρωνα Καραπαναγιώτη. Αποτελεί ορόσημο για τα πολεοδομικά χρονικά της χώρας μας και αντικείμενο μελέτης για τις προτάσεις που διατύπωσε για την οργάνωση των εκκρεμών και χρονιζόντων: οικιστικών, κοινωνικών και λειτουργικών ζητημάτων των ελληνικών πόλεων. Η ολοκληρωτική του, όμως, εφαρμογή δοκιμάστηκε από την επιλεκτική ακύρωση βασικών άρθρων λόγω ιδιωτικών συμφερόντων.
Σε σχέση με την τύχη του εγχειρήματος σκεφτόμαστε αναπόφευκτα ότι ίσως οι πολεμικοί σχεδιασμοί του Βενιζέλου της δεκαετίας τού 1910 και ο θρίαμβος των Βαλκανικών Πολέμων είχαν μεγαλύτερη επιτυχία εφαρμογής λόγω της ισχυρής και αδιαπραγμάτευτης κοινωνικής απήχησης και συμμετοχής που είχαν, ενώ ένας τόσο σημαντικός μεταρρυθμιστικός πολεοδομικός σχεδιασμός εμποδίστηκε από τα πρόσκαιρα οφέλη των οικονομικών συμφερόντων.
Αυτή η κακοδαιμονία δυστυχώς μάς κατατρέχει μέχρι τις μέρες μας και κάθε προσπάθεια πολεοδομικής, χωροταξικής και οικιστικής μεταρρύθμισης βαλτώνει, με αποτέλεσμα η πολεοδομική αναρχία, σε συνδυασμό με την εκρηκτική υπερδόμηση, όχι να αλλοιώνει ανεπανόρθωτα πλέον τα ιστορικά οικιστικά σύνολα που δόθηκαν βορά τις περασμένες δεκαετίες στους σπεκουλαδόρους της γης, αλλά να απειλεί το σύνολο της ελληνικής υπαίθρου και του μοναδικού τοπίου της.
Στο άλλο, όμως, πεδίο που θα αναφερθούμε, η τύχη της εφαρμογής ήταν πολύ μεγαλύτερη. Πρόκειται για τις αρχιτεκτονικές προτάσεις για την κατασκευή του μεγάλου δικτύου νέων σχολικών κτηρίων, που θα συνδεθούν με τη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που οργάνωσε και εφάρμοσε η κυβέρνηση Βενιζέλου κατά την τετραετία 1928 - 1932. Η μεταρρύθμιση αφορούσε τον ευρύτερο σχεδιασμό ενός νέου και περισσότερο σύγχρονου συστήματος εκπαίδευσης. Επρόκειτο για μια πραγματικά ανατρεπτική πολιτική πρόταση, για ένα σύστημα ενταγμένο στην τρέχουσα εποχή, που θα αντιμετώπιζε τόσο τις σύγχρονες προκλήσεις, αλλά και τις σοβαρές εκκρεμότητες που είχαν συσσωρευτεί. Σχεδιάστηκαν αλλαγές στα προγράμματα σπουδών στις βαθμίδες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, γράφτηκαν νέα σχολικά εγχειρίδια, εντάχθηκε για πρώτη φορά το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση, εγκαινιάστηκε η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και, για να έρθουμε και σε αυτό που μας ενδιαφέρει σήμερα, προγραμματίστηκε η επέκταση ενός ευρέος σχολικού δικτύου με νέες κτηριακές μονάδες. Της προσπάθειας ηγήθηκαν δύο φωτισμένοι υπουργοί: ο Κωνσταντίνος Γόντικας, έως τον Ιανουάριο του 1931 όταν ανέλαβε την ηγεσία της νεοϊδρυμένης Αγροτικής Τράπεζας, και ο Γεώργιος Παπανδρέου, έως το 1932 ως υπουργός Παιδείας.
Τα νομοσχέδια για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση περιελάμβαναν και το πρόγραμμα ανέγερσης των νέων διδακτηρίων, το σχεδιασμό των οποίων αναλαμβάνει το ίδιο το Γραφείο Μελετών του Υπουργείου Παιδείας. Ο επικεφαλής του Γραφείου, αρχιτέκτονας Νίκος Μητσάκης, δημιούργησε μια ομάδα νέων αρχιτεκτόνων, με σαφή προσανατολισμό στο ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Σύμβουλος της ομάδας για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, ο Λέσβιος μεταρρυθμιστής παιδαγωγός Μίλτος Κουντουράς.
Αξίζει να μείνουμε λίγο σε αυτή την τόσο αποτελεσματικά διαρθρωμένη, πολιτική, αλυσίδα που έφερε σε αίσιο πέρας την κτηριακή εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Στην κορυφή, ο ίδιος ο Βενιζέλος, που αποφάσισε να σφραγίσει την ελληνική εκπαίδευση με μια βαθειά και σύγχρονη τομή, στη συνέχεια ο υπουργός, ο νεοελληνιστής Γεώργιος Παπανδρέου, που ανέθεσε στον ταλαντούχο αρχιτέκτονα Νίκο Μητσάκη τη δημιουργία της ομάδας έργου. Ο τελευταίος στρέφεται σε ό,τι πιο καινούργιο, γοητευτικό και στην ουσία μοντέρνο διέθετε ο τόπος στο πεδίο των νεαρών αρχιτεκτόνων. Σ’ όλη την επικράτεια σχεδιάσθηκαν και ανεγέρθηκαν νέα εκπαιδευτήρια που αναδείκνυαν το πνεύμα της Αρχιτεκτονικής τού Baou House με τρόπο που και ο ίδιος ο Walter Cropious θα θαύμαζε, όπως και οι νέες πολυκατοικίες στον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό, εκατοντάδες των οποίων σώζονται ακόμη, κυρίως στην Αθήνα. Από κοντά και το πνεύμα του παιδαγωγού με κοινωνικές ευαισθησίες στο πρόσωπο του Μίλτου Κουντουρά.
Δηλαδή, ένα άρτιο πολιτικά και επιστημονικά σύστημα, που ανανέωσε το σχεδιαστικό περιεχόμενο της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής μέσω των σχολικών κτηρίων, της σύγχρονης κατοικίας, της πολεοδομίας με επίκεντρο την ποιότητα ζωής, με σύγχρονη αντίληψη όπως η πολεοδόμηση στο Ψυχικό και αλλού. Η εφαρμογή της πρώτης πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά οργανωμένης δόμησης μέσω των προσφυγικών συγκροτημάτων.
Ένα εμβληματικό παράδειγμα συνδυασμού πολιτικού, επιστημονικού και κοινωνικού οράματος, που ανανέωσε το αστικό τοπίο και παρενέβη με τόση επιτυχία στη συλλογική συνείδηση του τόπου μας.
* O Νίκος Σηφουνάκης είναι βουλευτής Λέσβου, αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί ομιλία του στο Πολιτικό Μνημόσυνο των Ελευθέριου και Σοφοκλή Βενιζέλου στον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία Χανίων, την περασμένη Κυριακή 27 Μαρτίου, όπου παρέστη ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης.