Σκληρή εποχή. Οι άνθρωποι παραπλανημένοι από αφύσικους ρυθμούς ζωής, κοιτάζουν τον κόσμο από την κλειδαρότρυπα των κλουβιών τους. Στην τσιμεντούπολη που στοιβάζει ψυχές και όνειρα τσαλακωμένα, πολλά περνούν απαρατήρητα.
Σκληρή εποχή. Οι άνθρωποι παραπλανημένοι από αφύσικους ρυθμούς ζωής, κοιτάζουν τον κόσμο από την κλειδαρότρυπα των κλουβιών τους. Στην τσιμεντούπολη που στοιβάζει ψυχές και όνειρα τσαλακωμένα, πολλά περνούν απαρατήρητα. Ο χρόνος λιγοστός, το άγχος αφόρητο. Μανιακοί εν δυνάμει εποχούμενοι δολοφόνοι αλωνίζουν στην άσφαλτο.
Το βλέμμα τους απλανές, το πόδι κολλημένο στο γκάζι, δύσμοιρα πλάσματα της αλαζονείας, της επίδειξης δύναμης και πλούτου.
Οι γάτες της γειτονιάς τρομάζουν καθώς ακούν τις μηχανές να μουγκρίζουν, τολμούν να περάσουν απέναντι κι ο ενοχλημένος οδηγός τις τσαλαπατά, αφήνοντάς τες ξεψυχισμένες στην άσφαλτο, να διηγούνται μία ακόμα ιστορία ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Οι γάτες της γειτονιάς καταλαβαίνουν, φοβούνται, πεινούν, υποφέρουν. Στ’ αλήθεια οι γάτες έχουν συναισθήματα. Μέσα στην πορεία των χιλιετιών έζησαν μαζί με τον άνθρωπο αρμονικά, εξυπηρέτησαν τον άνθρωπο προστατεύοντας τη σοδειά του από τα τρωκτικά, σώζοντας τα καράβια κρατώντας μακριά τα ποντίκια σχοινοφάγους των φορτίων. Εξειδικεύτηκαν, έγιναν φύλακες θησαυρών στο Σιάμ, ακόμα και θεότητες στην αρχαία Αίγυπτο.
Οι γάτες της γειτονιάς έχουν κάνει σύλλογο. Γεννούν, μεγαλώνουν τα μικρά τους, εξερευνούν το χώρο τους, κάθονται έξω από την μπαλκονόπορτα το χειμώνα, σε κοιτάζουν στα μάτια, τρίβονται στο πανταλόνι σου, γουργουρίζουν, νιαουρίζουν, πηδούν μ’ αξιοθαύμαστη ικανότητα. Αυθεντικές, καρτερικές, τρυπώνουν μέσα από την ανοιχτή πόρτα, θυμώνουν και αγριεύουν όταν τις καταπιέζεις.
Συνοδεύουν στη μοναξιά τους γέρους και τις καλοσυνάτες γιαγιάδες. Αφήνονται στα χάδια των μικρών παιδιών, κοιμούνται μαζί τους όταν βρουν στέγη.
Και ποτέ δεν ξεχνούν τους κεραμιδόγατους που ζευγαρώνουν μαζί τους τις νύχτες του Γενάρη, με κείνες τις μακρόσυρτες γατίσιες ομιλίες, τις τόσο παράξενες και επιβλητικές.
Όμως οι γάτες της γειτονιάς πεινούν. Λιγοστά τα ποντίκια, λιγοστά τα ζωύφια, πολύ ψηλοί οι κάδοι των σκουπιδιών. Ο άνθρωπος που τάιζε τις γάτες ήταν γραμμένος στο σύλλογό τους. Πρόεδρος, προστάτης τους, σιτιστής.
Κάθε πρωί, μια ξεχασμένη τελετουργία σχέσης ανθρώπου με τα ζώα, εμφανίζεται. Συνεσταλμένος, μοναχικός, ιδιόρρυθμος, κρατώντας στα χέρια του τροφή και νερό, ξεμύτιζε από το σπίτι του. Θες η ώρα, θες η μυρουδιά, θες το ένστικτο, χτύπαγε συναγερμό. Ένα πλήθος από γάτες, γάτους, γατάκια κάθε ηλικίας, όλος ο γατόκοσμος της γειτονιάς μαζευόταν σε χρόνο μηδέν.
Γέμιζε η αυλή από ένα γοητευτικό πληθυσμό με γοητευτικά γατίσια μάτια, που κοίταζαν με λατρεία τον τροφό τους. Νιαουρίσματα με συντονισμό, ορθοφωνία και αρμονία και τριψίματα στα πόδια τους και σώματα που μιλούν με την αξεπέραστη κίνηση των αιλουροειδών.
Ο άνθρωπος τοποθετούσε τελετουργικά την τροφή και το νερό σε μπολάκια και σιγομουρμούριζε «έλα Ζωίτσα, έλα Μίνα» και χίλια δυο άλλα ονόματα. Τις ήξερε όλες, τις είχε ονοματίσει, τις ένιωθε σαν παιδιά του. Κι αν κάποτε κάποια αρρώσταινε, μόνος του την πήγαινε σε γιατρό, τη φρόντιζε, πλήρωνε και τη γιάτρευε.
Κάποτε ένας κακόβουλος γείτονας έδωσε στα γατιά φόλες. Ήταν τραγικό να βλέπεις τα κορμιά τους να σπαράζουν, να κάνουν εμετό, να πεθαίνουν. Ήταν μια μαζική καταστροφή. Ούτε τεχνητή αναπνοή, ούτε ατροπίνη τις έσωζε. Όμως αυτές επέζησαν. Κι εξακολουθούν να στολίζουν τη γειτονιά. Σιγοδιαβαίνουν περήφανες τους τοίχους των βεραντών, αγνοούν το ύψος, τα φράγματα, περήφανα και περιφρονώντας τους «κακούς», κάνουν τη δουλειά τους.
Κι ο άνθρωπος που ταΐζει τις γάτες, ταγμένος στο σκοπό του, καθημερινά ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, έχει τα ίδια συναισθήματα και ζει το δικό του κόσμο, καλοσυνάτος και ξέγνοιαστος.
*Ο Γεώργιος Kωμαΐτης είναι Ψυχίατρος.