Μόλις ο ήλιος έριχνε τις αχτίνες του από τη θάλασσα μεριά ψηλά στο Τσέφως, όπου η μάντρα με τα πρόβατά μου. Κι εκεί που ο ήλιος αντάμωνε τη θάλασσα κι απλωνότανε πάνω της, ρόδινη στρογγυλή φιγούρα γλιστρούσε κι ερχότανε στ’ Άπαστρα.
Μόλις ο ήλιος έριχνε τις αχτίνες του από τη θάλασσα μεριά ψηλά στο Τσέφως, όπου η μάντρα με τα πρόβατά μου.
Κι εκεί που ο ήλιος αντάμωνε τη θάλασσα κι απλωνότανε πάνω της, ρόδινη στρογγυλή φιγούρα γλιστρούσε κι ερχότανε στ’ Άπαστρα. Από μια μπαλίτσα που ήταν, όσο προχωρούσε μεγάλωνε. Ρόδινη οπτασία και κίνηση στα μάτια μου. Εκεί στ’ Άπαστρα σαν το καλάρισμα το δίχτυ από την τράτα, βγαίνουν οι φελλοί και ξεψαρίζεις τη σακούλα. Κι όσο ανέβαινε, ψήλωνε ο ήλιος, η ρόδινη οπτασία, η παράξενη μορφή σε όραμα, μεγάλωνε και γλίστραγε στα παιχνιδίσματα που σκάρωνε η θάλασσα με τα κυματάκια της. Κι άξαφνα το ρόδινο σκιαγράφημα από ανθρώπινο σώμα, από κορμί περίεργα φωτισμένο, χρωματισμένο, λάμψη σε κίνηση, βγήκε στη στεριά, στ’ αμμοκατάγιαλο. Στο έρημο αμμογιάλι δε ζωντανεύει ανθρώπινη φιγούρα, κάποια σκιά στ’ Άπαστρα, κάτω από το Τσέφως. Μόνο τα Χριστούγεννα τσε το Φως από τ’ αστέρι δείχνει το σπήλιο με τη φάτνη.
Παρατώ τη μάντρα με τα ζωντανά μου, τρέχω να φτάσω γρήγορα στ’ αμμοκατάγιαλο. Αλάργα το ρόδινο σκιαγράφημα, θα ‘θελα κάπου μισή ώρα για να φτάσω. Τράτα χρωματιστή στα θαλασσόκρινα να μοσχοβολάνε και να τρέχω ανάμεσα στα πρίνα και στις αστιβιές, να φτάσω την οπτασία, απερίγραφτη. Όμως, κατάφερα, γυμνοπόδαρος, πληγιασμένος έφτασα.
Ο ήλιος, ρόδινη φιγούρα να γλιστρά στη θάλασσα, δοξαστικό το Τσέφως, τ’ άγρια κι ασκητικά Άπαστρα. Αραχνοΰφαντο ρόδινο ύφασμα, πλεγμένο στον αργαλειό, σκέπαζε γυμνό κοριτσίστικο κορμί. Αστράψανε τα μάτια μου. Να ‘ναι Γοργόνα που μου παραμύθιαζε γιαγιά μου η Κανέλα; Μα είναι ανθρώπινο σώμα. Δεν έχει ψαροουρά με λέπια για να ρωτά τους ναυτικούς και τους θαλασσοδαρμένους: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;» Κι ούτε που φορά κορώνα στο κεφάλι της. Ένα ψάθινο σταρένιο καπελάκι μόλις σκεπάζει τα πλούσια καστανά μαλλιά, απλωμένα στον ώμο της, καθώς είναι μπρούμυτα πεσμένη στ’ αμμογιάλι. Ακίνητη, σα να κοιμότανε.
Δε μίλησα. Απαντοχή. Διπλοπόδι στην άμμο, λίγο παράμερα, τα μάτια μου πάνω στο γυμνό κορμί της - πρώτη φορά έβλεπα γυναικείο - λαχτάρησα, πόθησα, αλλά ντράπηκα: «Να πάγω πίσω ντρέπομαι, να πάγω μπρος φοβάμαι.» Λογάριαζα να ασεβώ στο ιερό κορμάκι της, κάτω από το αραχνοΰφαντο αργαλειοΰφασμα, με τις χαρακιούδες να διαγράφουνε σε περίγραμμα προκλητικές τις γυμνές λεπτομέρειες, ανάμεσα στα γυμνά πόδια να φτάνουν ως τον γλουτό, το πάνω σαρκώδες μέρος στο μηρό. Ολόγυμνη η πλάτη ως το κεφάλι της, φωτοστέφανο στόλισμα το σταρένιο ψάθινο καπελάκι της. Καταπληκτική ζωντανή οπτασία, μορφή σε όραμα, πλάσμα φανταστικό, ομορφιά αναπάντεχη, άξαφνη, αφανέρωτη, μυστική.
Μπρούμυτα, ασάλευτη, σα να κοιμότανε και γω στην απαντοχή. Είχε ανέβει ψηλά ο ήλιος κι έπιασε να καίει. Από κάμποση ώρα, δίπλα της στην άμμο, κάτι σάλεψε, κουνήθηκε. Σε λίγο λαγουδάκι βγήκε από λαγούμι. Κοίταξε γύρω του, μύρισε από δω, από κει, προχώρησε κι έφτασε στα πόδια της. Ξαναμύρισε και με τη γλωσσίτσα του έγλειφε τις πατούσες της. Γαργαλίστηκε η κοπελιά κι από μπρούμυτα γύρισε ανάσκελα, με τη ραχοκοκκαλιά κάτω. Δε μίλησε, ευχαριστημένη γέλασε.
Τώρα από μπροστά το γυμνό κορμάκι της δείχνει να είναι κοπελίτσα, με μικρά τσιτωμένα βυζάκια και τριχωτό στολίδι ανάμεσα στα κρουσταλλένια σκέλια της. Ξαναγέλασε, γύρισε το πρόσωπό της στον ήλιο, με χειρονομία με το χέρι της έγνεψε, πως θέλει να πιει κάτι. «Διψάς;», ρώτησα. Αμίλητη. Κούνησε το κεφάλι της, σα να ‘λεγε: «Ναι». «Πάγω να σου φέρω να πιεις, απάντεχε».
Και φεύγω τρεχάτος να φτάσω στην περιβόλα, όπου ο Βασλάρας ο Ασανιάς έχει την πηγάδα με τα λαχανικά και τους βασιλικούς του. Αλάργα η περιβόλα με την πηγάδα. Φτάνω, Ασανιάς δεν είναι. Αρπάζω ένα μακρουλό πεπόνι από την πεπονιά, κόβω το ένα μέρος από το κοτσάνι με το κλαδευτήρι που βρήκα στην πεζούλα, βγάζω τα σπόρια και το γεμίζω νερό. «Θα πίνει και θα ευχαριστιέται μυρουδιά, ευωδιά από πεπόνι.» Κόβω κι ένα κλωνάρι μοσχομυρισμένο βασιλικό, «βασιλικός στη γλάστρα σου με τα σαράντα φύλλα». Ξανά τρεχάτος, περνώ από τ’ Αράσκα, να κόψω και να της πάγω αχλάδια. Άπαστρα, Αράσκα, Ασανιάς, αχλάδια, αμδάρα, Λάψαρνα, άγιασμα, χάβαρα, σάγια, λαγάνα κι άλλα στην αιολική λαλιά, κάτω από το Τσέφως, να γεμίζει το στόμα άλφα και ν’ αγάλλεσαι ευφροσύνη, μεγάλη χαρά, βαθιά ευχαρίστηση. Κάποτε φτάνω στ’ αμμοκατάγιαλο. Τη βλέπω γονατιστή με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος, γυρισμένη στην Ανατολή, να προσεύχεται. Αγγελόμορφη θηλυκιά, αγία άχραντη κι αμόλυντη, αγνή; «Σου ‘φερα να πιεις.» Και δίνω την πεπονόκουπα με το νερό και την ψίχα από το πεπόνι. Την πήρε στα χέρια της και την έφερε στα χείλια της. Πίνει, ξαναπίνει, κι ανασαμιές από ευχαρίστηση. Βάζω το βασιλικό στη μύτη της. «Σου ‘φερα κι αχλάδια, είναι κρουστάλλια, από τα πιο νόστιμα και μυρουδάτα.» Αμίλητη, χαμογελά, τα παίρνει και με τις παλάμες που βάζει στο στήθος της μ’ ευχαριστεί. Απλή, αγνή και σοφή χειρονομία. Χαμόγελο αγγελικό, «έχει αγγελικό κορμί και κρυσταλλένια νιότη», χερουβικό, «κυρά μου αγγελοκάμωτη, κορμάκι ζαχαρένιο», αγγελόμορφη, αγγελοπρόσωπη, αγγελόψυχη. Και γω ο αλαφροΐσκιωτος τη λογιάζω με την καρδιά μου πλούσια σ’ ευτυχία και χαρά.
Αποθέτει την πεπονόκουπα στην άμμο, μ’ ευχαριστεί ξανά βουβά, χαμογελά και ξαναπέφτει μπρούμυτα. Με το δάχτυλό μου σκιαγραφώ την κορμοστασιά της στην ολόισια κι ολοκάθαρη αμμουδιά. Λίγο παράμερα δε χορταίνω να τη θαυμάζω. Ο ήλιος φτάνει πολύ ψηλά. Αγέρινες φλόγες γύρω μου. Τα μάτια μου θολώνουνε, κάποια στιγμή κλείνουνε και με παίρνει ο ύπνος.
Πετά ο γλάρος από πάνω μου και κράζει δυνατά. Με ξυπνά. Λογιάζω, τίποτα. Μόνο το ψάθινο σταρένιο καπέλο, εκεί που έπεσε μπρούμυτα. Ρίχνω τη ματιά μου στη θάλασσα και βλέπω το ρόδινο αραχνοΰφαντο ύφασμα με τ’ αγγελικό κορμάκι της να γλιστρά στα κυματάκια, με τα χέρια ανοιχτά ψηλά να με χαιρετά.
Είναι μια ξέρα στη θάλασσα στ’ Άπαστρα, που φτάνει βαθιά, περπατάς λεύτερα πάνω της και σε πάει αλάργα, σαν το Χριστό στη λίμνη, στη Γαλιλαία. «Στην τέταρτη νυχτερινή βάρδια ήρθε σ’ αυτούς ο Ιησούς να περπατά πάνω στη θάλασσα. Οι μαθητές, όταν τον είδανε να περπατά πάνω στη θάλασσα, ταραχτήκανε και λέγανε πως είναι φάντασμα κι από το φόβο τους φώναξαν. Αμέσως τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε, “Έχετε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβόσαστε”. Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος, “Κύριε, αν είσαι συ, τότε διάταξέ με να έρθω σ’ εσένα πάνω στα νερά”. Εκείνος είπε, “Έλα”. Κι όταν ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοιάριο, άρχισε να περπατά πάνω στα νερά, για να έρθει στον Ιησού. Αλλ’ επειδή έβλεπε τον αγέρα δυνατό φοβήθηκε, κι επειδή άρχισε να βουλιάζει, φώναξε, “Κύριε, σώσε με”. Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέγει, “Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες”; Κι όταν ανεβήκανε στο πλοιάριο, σταμάτησε ο αγέρας.» (Ματθαίος, 14, 25 - 32).
Το ψάθινο καπέλο στην αγκαλιά μου, θαυμάσιο δώρο από την Αμίλητη, κι έπειτα την έχασα, άφαντη στο βάθος, στη θάλασσα. Σιωπή.
Ασκητεύω στη μάντρα μου στο Τσέφως, με την ελπίδα πως θα ξανάρθει, να την ξαναδώ σε δόξα.