Η επιβεβαίωση της πολιτικής ηγεμονίας και η «μάχη» για τη δεύτερη θέση!

20/04/2024 - 10:00 Ενημερώθηκε 22/04/2024 - 09:51

Σε πενήντα ακριβώς μέρες ανοίγουν οι ευρωκάλπες και όλες οι πολιτικές δυνάμεις συντονίζουν τις δράσεις τους προκειμένου να φέρουν το καλύτερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα, με βάση τις στοχεύσεις τους για αυτήν την εκλογική αναμέτρηση. Η ιδιομορφία των επικείμενων ευρωεκλογών σε σχέση με τις δυο προηγούμενες ευρωεκλογές-για να περιοριστούμε μόνο σε αυτές- είναι ότι απέχουν αρκετά χρονικά από τις επόμενες εθνικές εκλογές στη χώρα μας, προκειμένου τα αποτέλεσματά τους να αποτελέσουν, κατά κάποιο τρόπο, «προάγγελο» εξελίξεων και για τις ερχόμενες εθνικές κάλπες, όπως συνέβη στις δυο προηγούμενες τέτοιες αναμετρήσεις. Όχι ότι οι κάλπες των ευρωεκλογών δεν θα επηρεάσουν, ανάλογα με το αποτέλεσμα που θα αποτυπωθεί και τους συσχετισμούς που θα αναδειχθούν, τις εξελίξεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά το γεγονός ότι οι επόμενες βουλευτικές αναμένεται να γίνουν σε τρία περίπου χρόνια, εκτός και αν επισπευστούν για οποιοδήποτε λόγο, υπάρχει πάρα πολύς χρόνος και απρόβλεπτες καταστάσεις που είναι πρόωρη και πάντως αυθαίρετη κάθε πρόβλεψη για τους μελλοντικούς συσχετισμούς στο υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό. Και δεν χρειάζεται να έχει κανείς ...μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμήσει τι θα προκύψει, όταν οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια είναι τόσο απρόβλεπτες και πρωτόγνωρες, ειδικά μετά τις γεωπολιτικές αναταράξεις που συμβαίνουν στο κόσμο και στην ευρύτερη γειτονιά μας που δεν επιτρέπουν καμιά βεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι και το τι μπορεί να συμβεί εντός και εκτός χώρας. Το γεγονός πάντως ότι οι ευρωεκλογές γίνονται ένα χρόνο μετά τις βουλευτικές, όπου είχαμε από την σαφή επικράτηση του κυβερνώντος κόμματος και από την άλλη την κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον κατακερματισμό των λοιπών αντιπολιτευόμενων δυνάμεων συνολικά στη Βουλή, αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να καταγραφούν οι όποιοι νέοι συσχετισμοί και οι ανακατατάξεις, αν πράγματι υπάρχουν στο πολιτικό σκηνικό, μετά τα όσα έχουν μεσολαβήσει τον τελευταίο χρόνο. Και αυτά που έχουν μεσολαβήσει κάθε άλλο παρά ασήμαντα είναι. Κατ αρχάς έχουμε μια δεύτερη κυβερνητική θητεία με κυβέρνηση Μητσοτάκη, που στα πρώτα της βήματα παρουσίασε αρκετές ...αρρυθμίες και αστοχίες και ένεκα των απρόβλεπτων καταστάσεων που προκλήθηκαν από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και όχι μόνο, αλλά και μια πρώτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας Μητσοτάκη, με τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, που φαίνεται να «πλήρωσε» φαινόμενα αλαζονικής συμπεριφοράς και υπερτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών. Και αν στο κυβερνητικό κόμμα όντως παρουσιάστηκαν κάποιες τριβές και πρόωρα στοιχεία φθοράς, στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαμε κατακλυσμιαίες εξελίξεις με την αποχώρηση του ιστορικού ηγέτη του, Αλ. Τσίπρα, τη διάσπαση του χώρου και την «ουρανοκατέβατη» εμφάνιση του Στ. Κασσελάκη, που πλέον ηγείται του νέου ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεί το νέο πρόσωπο στο πολιτικό σκηνικό, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από κάθε άλλο και γι αυτό έκανε αίσθηση στην κοινή γνώμη η παρουσία του .  

Ομως στο υπό διαμόρφωση πολιτικό τοπίο ανακατατάξεις και κινητικότητα παρατηρείται σε όλο το φάσμα του, τόσο στο κυβερνητικό στρατόπεδο με τις εμφανείς διαρροές στα ...δεξιά του, όσο και στον λεγόμενο χώρο της κεντροαριστεράς όπου «διαγκωνίζονται» ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ποιος θα έχει την πρωτοκαθεδρία του, και από την εξέλιξη των πραγμάτων θα φανεί αν θα έχουμε αλλαγή συσχετισμών και προς ποια κατεύθυνση. Και η ευρωκάλπη, ανεξαρτήτως της όποιας ιδιομορφίας των ευρωεκλογών, πάντα στέλνει τα μηνύματά της, γιατί αποτελεί ένα πραγματικό δείγμα γραφής-και όχι δημοσκοπικό- των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, χωρίς προφανώς τα διλήμματα για την κυβέρνηση της χώρας, που κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει, αλλά να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη για τα... περαιτέρω! Είναι προφανές ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος θα προσέλθει στις κάλπες των ευρωεκλογών με διαφορετικά κριτήρια επιλογής από αυτά που ενδεχομένως προτιμά όταν έχει να επιλέξει για την κυβέρνηση της χώρας. Και αυτός ο παράγοντας φαίνεται να λειτουργεί αποσυσπειρωτικά κυρίως για το κυβερνητικό «στρατόπεδο» -αφού δεν διακυβεύεται η κυβέρνηση - με αποτέλεσμα να «απελευθερώνονται» ακόμη και παραδοσιακοί ψηφοφόροι του συγκεκριμένου χώρου, για να διατυπώσουν τις ενστάσεις τους για κυβερνητικές αποφάσεις που δεν συμφωνούν (π.χ. για τον γάμο των ομόφυλων), επιλέγοντας «ψήφο διαμαρτυρίας» προκειμένου να στείλουν το δικό τους μήνυμα για την ανάγκη, κατά τη γνώμη τους, διορθωτικών κινήσεων. Και αυτό «φοβάται» το κυβερνών κόμμα, στοχεύοντας να αποτρέψει την «χαλαρή» αυτή ψήφο διαμαρτυρίας, που μπορεί να μην πλήττει ευθέως την κυβέρνηση, αφού στις ευρωεκλογές δεν εκλέγεται κυβέρνηση, αλλά δεν αποκλείεται, αν το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης, είναι δυσμενές γι αυτήν, να την φέρει σε δύσκολη θέση, στην περίπτωση που θα αμφισβητείται η μετεκλογική της κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το βασικό δίλημμα-«επιχείρημα» που ...επιστρατεύει το κυβερνών κόμμα, προκειμένου να συσπειρώσει το δικό του κυρίως ακροατήριο, μιλά για αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και ως εκ τούτου και της χώρας, επιδιώκοντας με αυτό να αποτρέψει κατ αρχάς «δικούς» του ψηφοφόρους να κατευθυνθούν σε άλλες ...κάλπες και συγχρόνως προσελκύοντας άλλους στη δική του. Και εδώ που τα λέμε, ανεξαρτήτως τι δηλώνει δημοσίως η κάθε πολιτική δύναμη, οι αριθμητικές προκλήσεις των κομμάτων στις ευρωεκλογές θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία ή αποτυχία καθενός εξ αυτών. Για το κυβερνών κόμμα για παράδειγμα το ποσοστό του 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών αποτελεί ένα συγκρίσιμο μέγεθος σε σχέση με την επικείμενη αναμέτρηση , αλλά για να είμαστε «ρεαλιστές» το όριο του 30% θα καθορίσει την επιτυχία, ή την αποτυχία και το μέγεθος της. Ο,τι πάρει πάνω από το 30% θα καταγραφεί και θα χαρακτηριστεί ως ένα «καλό» αποτέλεσμα και αν τελικά πάει πάνω από το 33% θα θεωρηθεί, υπό την παρούσα συγκυρία και ως μια επιτυχία και θα δώσει νέα δυναμική στο κυβερνών κόμμα για τα επόμενα χρόνια της όχι εύκολης δεύτερης τετραετίας.  

Όπως και να έχει, τον Ιούνιο πέρα από την εκλογή των ευρωβουλευτών, που είναι ο βασικός λόγος που γίνονται, αυτό που ενδεχομένως διακυβεύεται είναι η πολιτική κυριαρχία και η δυνατότητα της κυβέρνησης να ασκεί την εξουσία της αδιατάρακτα, δίχως την πιθανότητα να προκύψει δυσαρμονία μεταξύ της σημερινής κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων και των νωπών διαθέσεων του εκλογικού σώματος. Αυτή η δυσαρμονία θα αποτελούσε πραγματική τροχοπέδη για την κυβέρνηση, πολύ περισσότερο αν η ΝΔ από μόνη της δεν θα έχει τουλάχιστον ίσο, ή μεγαλύτερο ποσοστό από το άθροισμα των ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Οπότε αν στις ευρωεκλογές επιβεβαιωθεί, με τις όποιες προσθαφαιρέσεις, το μοντέλο του «ενός κυρίαρχου» κόμματος και των «δυο κομμάτων», σχεδόν ισοδύναμων, που μάλιστα ...τρώγονται μεταξύ τους, τότε ο πρωθυπουργός θα έχει υπερπηδήσει ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο, διατηρώντας αλώβητη την πολιτική του ηγεμονία, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει κατά τη βούλησή του για τη συνέχεια και έχοντας μπροστά του τρία σχεδόν χρόνια για να πάρει πρωτοβουλίες και να κάνει τις όποιες διορθωτικές κινήσεις για να παραμείνει ο ισχυρός παράγοντας στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Στην παρούσα φάση, αν και όπως προείπαμε, το κυρίαρχο για το κυβερνών κόμμα και για τον Μητσοτάκη είναι η επιβεβαίωση της πολιτικής ηγεμονίας του, δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να ...απομακρυνθεί από ποσοστά που σχετίζονται με την αυτοδυναμία, αν και τώρα δεν κρίνεται αυτή. Όσο όμως οι πολιτικοί του αντίπαλοι δίνουν μάχη για τη δεύτερη θέση, θεωρώντας ότι με την κατάκτησή της θα αλλάξει ο «ρους της ιστορίας» στην Ελλάδα, η ΝΔ θα συνεχίζει πρακτικά να μην έχει αντίπαλο, ούτε κόμμα ούτε πρόσωπο. Γιατί το να «μάχεσαι» ή να προσπαθείς να παραμείνεις δεύτερος, συνιστά έμμεση ομολογία ότι δεν μπορείς να σταθείς επί ίσσοις όροις απέναντι στην κυβέρνηση και αυτό έχει άμεση αντανάκλαση και στην κοινή γνώμη και στο εκλογικό σώμα, που αντιλαμβάνεται ότι κάποιες μάχες, πριν καν δοθούν μοιάζουν να έχουν κριθεί! Γιατί όπως και να το κάνουμε η μάχη για τη δεύτερη θέση δεν συγκινεί τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου και για έναν ακόμη λόγο, ότι η κατάκτησή της δεν αποτελεί εφαλτήριο για τη συνέχεια αν δεν συνοδεύεται από πολιτική δυναμική, που μπορεί να δημιουργήσει προοπρικές για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο μακροπρόθεσμα. Στην πολιτική άλλωστε όποιος κριθεί κατάλληλος για δεύτερος, δεν σημαίνει ότι μπορεί να κριθεί στη συνέχεια και κατάλληλος για πρώτος για να αναλάβει τα ηνία της χώρας. Χρειάζονται για να συμβεί αυτό πολύ περισσότερα και κυρίως τη δυνατότητα να ενώνει κανείς μια πολυκερματισμένη ευρύτερη παράταξη, δίνοντας την προοπτική εξουσίας. Και από αυτήν την προοπτική απέχουν πάρα πολύ οι διεκδικητές της δεύτερης θέσης. Η επιτυχία του Κ. Μητσοτάκη σε αυτό ακριβώς το σημείο εδράζεται. Στη δυνατότητα του να ενώνει και να διευρύνει τη ΝΔ, όπως εμφανώς καταγράφεται και στη σύνθεση της κυβέρνησής του , αλλά και στη συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου του, δίνοντας προοπτική διακυβέρνησης. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι βρίσκονται ακόμη μακριά από αυτό το στόχο, παρά τις ρωγμές που παρουσιάζει πλέον η ΝΔ. Οι εξελίξεις θα δείξουν αν οι παραπάνω προσεγγίσεις μας έχουν βάση, ή όχι. Ιδωμεν!  

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey