Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Θα επιβιώσουν μόνο επιχειρηματικές εκμεταλλεύσεις
Χθες το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έδωσε στη δημοσιότητα δελτίο Τύπου που γνωστοποιεί την άρνηση του υπουργού Βαγγέλη Αποστόλου να συναινέσει σε περικοπή των πόρων της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Πέρα από το τι είπε ο κ. Αποστόλου (παρότι έχει σημασία τι είπε και πώς το είπε), υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την ΚΑΠ της νέας προγραμματικής περιόδου.
Το πρώτο στοιχείο είναι η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση της Βρετανίας, που οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μείωση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά μείωση των πόρων που θα διατεθούν για την ΚΑΠ. Όμως η συζήτηση στα ευρωπαϊκά όργανα δεν αφορά αυτό το τμήμα, η μείωση αυτή θεωρείται δεδομένη. Η συζήτηση αφορά την παραπέρα μείωση των πόρων που διατίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ΚΑΠ, πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή της Ε.Ε. που σταδιακά υλοποιείται από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Στην κατεύθυνση αυτήν πιέζουν κυρίως οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. που είναι οι βασικοί χρηματοδότες της ΚΑΠ. Στην αντίθετη κατεύθυνση πιέζουν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες κυρίως αποκομίζουν τα οφέλη από την ΚΑΠ.
Το έδαφος για τη μείωση των πόρων της ΚΑΠ ετοιμάζεται εδώ και καιρό. Ήδη έχει εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισμα που ζητά τη μη χορήγηση επιδοτήσεων (άμεσες ενισχύσεις) σε όσους δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Μεγάλη συζήτηση γίνεται και για τον ορισμό του ενεργού αγρότη. Φαίνεται ότι μια κατηγορία αγροτών που θα τεθούν εκτός αγροτικών επιδοτήσεων είναι όσοι χαρακτηριστούν μη ενεργοί αγρότες.
Συνιστά αλλαγή πολιτικής
Στο τελευταίο συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας τέθηκε θέμα προαιρετικής εφαρμογής του «ενεργού αγρότη». Ο κ. Αποστόλου δήλωσε αντίθετος με αυτήν την πρόταση και σημείωσε: «Η αλλαγή αυτή συνιστά αλλαγή πολιτικής που, κατά την άποψή μας, θα ενισχύσει περαιτέρω τις κριτικές που δέχεται ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ, θέμα αρκετά επίκαιρο το τελευταίο διάστημα». Για παράδειγμα δεν θα μπορεί να χαρακτηριστεί ενεργός αγρότης ο παραγωγός που δεν παραδίδει παραγωγή προϊόντος και δεν εμφανίζει δαπάνες για αγορά αγροτικών εφοδίων. Πρακτικά αυτό θα έχει ως συνέπεια να χάσουν τις επιδοτήσεις που λαμβάνουν όσοι παραγωγοί επιλέγουν να πουλάνε τα προϊόντα τους στη μαύρη αγορά ώστε να αποφεύγουν τις επιβαρύνσεις από φόρους. Πιθανότατα θα γίνουν ακόμη πιο αυστηροί κανόνες που οδηγούν σε περικοπές επιδοτήσεων π.χ. πολλαπλή συμμόρφωση, επικαλύψεις αγροκτημάτων, εκτάσεις σε ρέματα, χείμαρρους κ.λπ.
Επίσης, αναμένεται να διατηρηθεί το ανώτατο ποσό αγροτικών επιδοτήσεων που μπορεί να λάβει ένας παραγωγός. Κι αν χρειαστεί ίσως να οδηγηθούμε σε οριζόντια περικοπή της αξίας των δικαιωμάτων επιδότησης.
Αλλαγές και στις έμμεσες ενισχύσεις
Το δεύτερο τμήμα των περικοπών στις επιδοτήσεις θα αφορά τον λεγόμενο δεύτερο πυλώνα, δηλαδή τις έμμεσες ενισχύσεις. Ήδη είναι γνωστό ότι η πλειοψηφία των μέτρων του δεύτερου πυλώνα δεν αφορά τους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Πιθανότατα στη νέα προγραμματική περίοδο η απαγόρευση χρηματοδότησης στους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες θα επεκταθεί σε όλα τα προγράμματα. Ένα μεγάλο μέρος των πόρων της ΚΑΠ θα κατευθυνθεί στις Τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους. Έτσι οι χρηματοδοτήσεις των επενδύσεων θα περνούν υποχρεωτικά μέσα από τις τράπεζες. Πιθανότατα οι υποψήφιοι επενδυτές θα υποχρεώνονται να λαμβάνουν δάνειο ή άλλης μορφής χρηματοδότηση για να ολοκληρώσουν την επένδυσή τους και στη συνέχεια θα τους δίνεται η επιδότηση. Αυτό σημαίνει πως μόνο όσοι έχουν πιστοληπτική ικανότητα θα μπορούν να κάνουν επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή.
Η ΚΑΠ μετά το 2020 θα επιταχύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συρρίκνωση του αριθμού των αγροτών και θα οδηγήσει σε ένα καθαρά επιχειρηματικό μοντέλο γεωργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιβίωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων θα εξαρτάται από το μέγεθός τους, τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, τη δυνατότητά τους να ενσωματώνουν στην παραγωγή νέες τεχνολογίες και τη δυνατότητά τους να αυτοχρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους ή να αντλήσουν κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα.