Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Είναι γεγονός ότι η συνήθης μοναχική πορεία του αρχιτέκτονα του τόπου μας, μέσα από την επαγγελματική πίεση, την ασφυξία της γραφειοκρατίας και του νομοθετικού πλαισίου και τη σχέση με τον πελάτη, που κατά κανόνα είναι σχέση πίεσης χρόνου, δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια για συμμετοχή σε προβληματισμούς και αναζητήσεις, που θα υπερέβαιναν την απλοϊκότητα με την οποία επί χρόνια αντιμετωπίζεται το θέμα που θέτει ο τίτλος του κειμένου.
Από την άλλη μεριά όμως, ποιας ποιότητας αρχιτεκτονική θα μπορούσε να παραχθεί χωρίς την ύπαρξη θεωρητικού λόγου γύρω απ’ αυτήν;
Στον τόπο μας, η έλλειψη αυτού ακριβώς του θεωρητικού λόγου, σε κλίμακα τουλάχιστον τέτοια που θα επηρέαζε πράγματα και καταστάσεις, οδήγησε στην «τελική λύση» στο ζήτημα της σχέσης της σύγχρονης αρχιτεκτονικής με την παράδοση μέσα από την επιβολή των γνωστών διαταγμάτων, που διαμόρφωσαν ουσιαστικά το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον στη Λέσβο.
Δε δόθηκε δηλαδή ποτέ και σε κανέναν η ευκαιρία να υπάρξει ένας σοβαρός επιστημονικός διάλογος για τη σχέση παλιού και νέου, μια νέα επανεξέταση του τι είναι υπάρχον περιβάλλον-πλαίσιο και ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπισή του στην εποχή μας, τόσο σε σχέση με την τοπολογική, κλιματολογική και μορφολογική διάστασή του όσο και με τα πολιτισμικά και κοινωνικά στοιχεία που συνιστούν τη διάσταση της συλλογικής μνήμης.
Έτσι, τα πράγματα έγιναν απλά και εύκολα.
Οι μεν αρχιτεκτονικές επιτροπές είχαν έναν «μπούσουλα» για το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, ο οποίος ήταν μόνιμα ανοιχτός πάνω στο τραπέζι για την αποφυγή «παρεκκλίσεων», οι δε αρχιτέκτονες, μηχανικοί κ.λπ. ήξεραν τι έπρεπε να σχεδιάσουν για να ξεμπερδεύουν με το «αναγκαίο κακό» του αρχιτεκτονικού ελέγχου.
Σπίτια και κτήρια κάθε είδους, μεγάλα η μικρότερα, με πλήθος αετωμάτων και χιαστί καγκέλων δημιούργησαν τη «σύγχρονη αρχιτεκτονική» στον τόπο μας.
Τα τελευταία χρόνια, παρόλο που τα διατάγματα και οι περιορισμοί συνεχίζουν να υπάρχουν, οι αντιδράσεις του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων αλλά και οι μεμονωμένες προσπάθειες για μια αξιόλογη αρχιτεκτονική στον τόπο μας φαίνεται ότι απέδωσαν σημαντικά, όπως φάνηκε και στην 1η Έκθεση Αρχιτεκτονικού Έργου στη Λέσβο, που διοργανώθηκε πέρυσι.
Προσωπικά, είχα την τύχη να δραστηριοποιούμαι αρχιτεκτονικά κυρίως στο Πλωμάρι που δεν είχε διάταγμα «προστασίας» αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αποφεύγοντας έτσι τον σκόπελο της υποχρεωτικής εφαρμογής του μορφολογικού μιμητισμού.
Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία (ανεξάρτητα από το πόσο το κατάφερα), να προσπαθήσω μέσα από τη δουλειά μου να προτείνω έναν άλλο λόγο, μια άλλη αισθητική που αποπειράται μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του νέου κτηρίου με το περιβάλλον, επικεντρώνοντας στην ουσία και την έννοια του αρχετύπου και στη μετάφραση των ιδεών και των μορφών της παράδοσης με ένα σύγχρονο λεξιλόγιο.
Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τη συνολική δραστηριότητα του γραφείου, μια σειρά από μελέτες για τουριστικά καταλύματα μού έδωσαν τη δυνατότητα μιας νέας αντιμετώπισης της ιδέας της προσωρινής κατοίκησης, πέρα από τις γνωστές «ξενοδοχειακές λύσεις», διερευνώντας τη σχέση που μπορεί να έχει η εμπειρία του ταξιδιού με την οικειοποίηση και γνώση της γης και του τόπου που σε φιλοξενεί, η αίσθηση της φευγαλέας ευτυχίας των διακοπών με την κατανόηση της αρχιτεκτονικής του κελύφους που πρόσκαιρα σε περιβάλλει, σε συνδυασμό με τη τέχνη που μόνιμα ή εφήμερα μπορεί να αποτελεί προέκτασή του.
Η ιδιαιτερότητα άλλωστε του λεσβιακού τοπίου, δομημένου ή φυσικού, σε οδηγεί θέλοντας και μη σε μια κατεύθυνση μικρής κλίμακας αλλά υψηλής ποιότητας που στοχεύει στην αντιμετώπιση της τουριστικής πρόκλησης.
Τελειώνοντας, η παράθεση φωτογραφιών από παλαιότερα ή πρόσφατα έργα του γραφείου μου μπορεί λιγότερο η περισσότερο να φανερώνει την αγωνία, αν και υπερβαίνοντας από νωρίς τη βασανιστική προβληματική της με οποιοδήποτε τρόπο «συνέχειας» στη βαριά -είναι αλήθεια- αρχιτεκτονική κληρονομιά που μας περιβάλλει, να μην παραβώ τις βασικές της αξίες: την κλίμακα, τις αναλογίες αλλά κυρίως τις αξίες που σιωπηρά μας προτείνει.