Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο Άγγελος Παλαιολόγος, γιος του γνωστού Μυτιληνιού συγγραφέα Κλεάνθη Παλαιολόγου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934.
Σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Διακρίθηκε στην αθλητική κολύμβηση με τα χρώματα του Ναυτικού Ομίλου Μυτιλήνης. Ασχολήθηκε με τη γλυπτική πάνω σε μαντέμι, με πολλές εκθέσεις στο ενεργητικό του. Έχει γράψει ποιήματα, άρθρα, πραγματείες, έχει επιμεληθεί και μεταφράσει βιβλία του πατέρα του. «Το πάνινο τόπι», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Αιολίδα», είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας, εμπνεόμενος από γεγονότα και προσωπικές εμπειρίες, υφαίνει την πλοκή του μυθιστορήματος, το οποίο χρονικά τοποθετείται στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης. Το ένδοξο έπος της Αλβανίας είναι ακόμα πολύ νωπό στις μνήμες ολόκληρου του λαού κι είναι κλεισμένο μέσα στις καρδιές των ηρωικών μαχητών που γύρισαν και τώρα έχουν αποδυθεί, μέσα από τις τάξεις της Αντίστασης, σ’ ένα άλλο είδους αγώνα, χωρίς επιστροφή και χωρίς έλεος, αδιαφορώντας για το Χάρο που καθημερινά, αδιάκριτα κι ανελέητα, θερίζει ζωές και κλείνει σπίτια.
Μέσα σ’ αυτή την τόσο τραγική εποχή, όπου το σκοτάδι σκεπάζει τη χώρα, όπου ο κίνδυνος καιροφυλακτεί και ο θάνατος παραμονεύει στο κάθε βήμα, ένα νεαρό ζευγάρι φοιτητών, ο Μιχάλης και η Άννα, βρίσκει τη δύναμη να ενώσει τις καρδιές του, υπηρετώντας ταυτόχρονα και απεγνωσμένα τις επιταγές του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στον κατακτητή, με διαρκή δράση, ανυποχώρητο σθένος και αυταπάρνηση. Η Κατοχή τούς φέρνει κοντά, ο Έρωτας τους ενώνει κι η Μοίρα παίζει μαζί τους τα δικά της, τις πιο πολλές φορές, ανεξήγητα παιχνίδια.
Μικρό δείγμα γραφής: «Βγήκε από την πόρτα του κελιού ο δεσμοφύλακας και πίσω του, με σκυμμένο το κεφάλι, φάνηκε η Άννα, ή μάλλον αυτό που κάποτε ήταν η Άννα, φορώντας κι εκείνη μια χλαίνη, που της έφτανε μέχρι τα πόδια. Σήκωσε το κεφάλι της και τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια του Μιχάλη. Τα γόνατά της λύγισαν και θα σωριαζόταν αν δεν προλάβαινε να τη συγκρατήσει ο άλλος δεσμοφύλακας που παρακολουθούσε.
- Μιχάλη, εσύ;
- Άννα, αγάπη μου!
Και με τα λόγια αυτά που έκρυβαν τόση έκπληξη και τόση χαρά, ο Μιχάλης σήκωσε τα δεμένα με χειροπέδες χέρια του, άνοιξε την αγκαλιά του και την έκλεισε μέσα. Οι δυο δεσμοφύλακες δεν πρόλαβαν, ίσως και να μη θέλησαν, να το εμποδίσουν. Έμειναν για λίγες στιγμές ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, αμίλητοι, πριν τελικά οι δυο δεσμοφύλακες τους χωρίσουν.»
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, με μια γραφή κινηματογραφική που ζωντανεύει μια εποχή και προκαλεί γνήσια και αυθόρμητη συγκίνηση.