Tο Ποντικάκι της Κατοχής

01/07/2012 - 05:56
Κάποτε είχα την τύχη να γνωρίσω έναν ταλαντούχο τεχνίτη, παιδί Μικρασιατών προσφύγων, που στα χρόνια της Κατοχής σώθηκε από την πείνα χάρη στην ικανότητά του να «αποξυλώνει» κτήρια, δηλαδή να αφαιρεί ό,τι ξύλινο στοιχείο υπήρχε στο εσωτερικό τους και να το χρησιμοποιεί για καύσιμη ύλη.
Κάποτε είχα την τύχη να γνωρίσω έναν ταλαντούχο τεχνίτη, παιδί Μικρασιατών προσφύγων, που στα χρόνια της Κατοχής σώθηκε από την πείνα χάρη στην ικανότητά του να «αποξυλώνει» κτήρια, δηλαδή να αφαιρεί ό,τι ξύλινο στοιχείο υπήρχε στο εσωτερικό τους και να το χρησιμοποιεί για καύσιμη ύλη ή να το ανταλλάσσει με λίγα τρόφιμα. Κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών, ο πεινασμένος έφηβος τρύπωνε σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, σκαρφάλωνε σε δοκάρια και ξήλωνε πατώματα, ταβάνια, σκάλες, πόρτες, ντουλάπια. «Σαν το ποντικάκι», έλεγε αργότερα, «τα ροκάνιζα όλα.»
Ο έφηβος μεγάλωσε κι έγινε περίφημος καλουπιτζής. Μάλιστα, ήταν περήφανος επειδή είχε εργαστεί στο χτίσιμο του τρούλου του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών - καλούπωμα παραδοσιακό με ξύλα, που απαιτούσε ακρίβεια, δεξιοτεχνία και φαντασία. «Ό,τι βλέπει το μάτι μου, το φτιάχνει το χέρι μου»: έτσι περιέγραφε τον εαυτό του ο Μάκης που στην Κατοχή αφαιρούσε ξύλα, αλλά στα χρόνια της λευτεριάς έφτιαχνε δύσκολους ξυλότυπους.
Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ιδιαίτερη ζήτηση για σαρακοφαγωμένα ξύλα, όμως πληθαίνουν οι συλλέκτες κοινών μετάλλων. Ο «απομεταλλωτής» είναι ένα σύγχρονο επάγγελμα της κρίσης, της μαύρης οικονομίας. Μες στη νύχτα, οι ερασιτέχνες ανακυκλωτές τριγυρίζουν στην πόλη και είτε σκαλίζουν τους κάδους είτε αδειάζουν το περιεχόμενό τους καταγής. Άλλοι παίρνουν τα αλουμίνια, άλλοι το χαλκό, άλλοι προτιμούν ρούχα ή χαρτόνια. Οι πιο οργανωμένοι κυνηγοί μετάλλου κλέβουν καλώδια του ΟΣΕ, ακόμα και ράγες.
Το Ποντικάκι της Κατοχής δε ζει πια. Σήμερα το βασίλειο των «ποντικών της νύχτας», που τους λένε scrappers, είναι το Ντητρόιτ, αφού στην πόλη αυτή υπάρχουν 60.000 εγκαταλελειμμένα κτήρια και πάρα πολλοί άνεργοι. Ένας δημοσιογράφος ενός περιοδικού του Σικάγου πήγε στο Ντητρόιτ, συνομίλησε με καμμιά δεκαριά scrappers και παρακολούθησε έναν από αυτούς, σε ώρα εργασίας, να αφαιρεί μέταλλα από ένα ιστορικό δημοτικό κτήριο, δωρεά του Χένρι και του Έντσελ Φορντ, που επί 32 χρόνια στέγαζε τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης και τώρα προορίζεται για κατεδάφιση.

Τα σύνεργα του scrapper είναι ένα κατσαβίδι, ένα πριόνι, ένας φακός. Τα μέταλλα πωλούνται σε μάντρες, όπου κανείς δε ρωτάει πολλά, και τα περισσότερα εξάγονται στην Κίνα. Θύματα των scrappers είναι και οι εγκαταλελειμμένες κατοικίες. Αν μια μονοκατοικία αδειάσει, μέσα σε δύο εβδομάδες τα μεταλλικά σπλάχνα της θα έχουν ξεριζωθεί: πόμολα, κάγκελα, σωλήνες, βρύσες, κλειδαριές. Οι scrappers ξέρουν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο, αλλά δικαιολογούνται λέγοντας ότι υπάρχουν και άλλες δουλειές του δρόμου ακόμα πιο παράνομες.
Πασίγνωστο ήταν κάποτε το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι», το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι, ενός Ρώσου συγγραφέα της σταλινικής περιόδου που πέθανε το 1936, σε ηλικία 32 ετών. Σήμερα, στην εποχή της παγκόσμιας αποσυναρμολόγησης, πληθαίνουν οι προλετάριοι, γηγενείς και μετανάστες, αλλά κλείνουν τα εργοστάσια, ενώ κανείς υπαρκτός ή ανύπαρκτος σοσιαλισμός δεν τους γυρεύει να εργαστούν ηρωικά για την οικοδόμησή του. Είναι οι υπεράριθμοι, οι περιττοί άνθρωποι που το μειονέκτημά τους είναι η ίδια η ύπαρξή τους. Δεν τους θέλει το «εδώ», αλλά ούτε υπάρχει κάποιο «εκεί» να τους δεχτεί. Άνεργοι χωρίς ελπίδα απασχόλησης, φτωχοδιάβολοι της πόλης, μαθαίνουν στην πράξη πώς διαλύεται το ατσάλι, όμως το δικό τους αστικό μυθιστόρημα δεν έχει ακόμη γραφτεί.
Κάτι πρόλαβε να χτίσει ο Μάκης, το λιανό και πολυμήχανο Ποντικάκι της Κατοχής. Όμως, τα δισέγγονά του είναι παγιδευμένα σε μια φάκα χωρίς έξοδο κινδύνου... και χωρίς τυρί.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey