Το πρώτο ερώτημα που προβάλλει, εν όψει της διερεύνησης του θέματος, είναι κατά πόσο όντως τα παιδιά χρειάζονται προστασία από την τηλεοπτική βία, ποιες είναι οι επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας και τι έχουν καταδείξει άλλες έρευνες για τα μοντέλα γονικού ελέγχου της παιδικής τηλεθέασης.
ΑΡΘΡΟ
Το πρώτο ερώτημα που προβάλλει, εν όψει της διερεύνησης του θέματος, είναι κατά πόσο όντως τα παιδιά χρειάζονται προστασία από την τηλεοπτική βία, ποιες είναι οι επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας και τι έχουν καταδείξει άλλες έρευνες για τα μοντέλα γονικού ελέγχου της παιδικής τηλεθέασης.
Έχουν διενεργηθεί αρκετές ερευνητικές δραστηριότητες αναφορικά με το θέμα και έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες θεωρίες, οι οποίες θεωρούνται πλέον κλασσικές. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, οι επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά κυμαίνονται από καταστροφικές έως ευεργετικές.
Ορισμένοι επιστήμονες (Feshbach & Singer, 1971) υποστήριξαν ότι η παρακολούθηση τηλεοπτικών σκηνών βίας λειτουργεί «καθαρτικά», εκτονώνοντας βίαιες τάσεις και εξαγνίζοντας το θεατή, όπως επεσήμανε ο Αριστοτέλης για την αρχαιοελληνική τραγωδία.
Στον αντίποδα βρίσκεται η θεωρία της διέγερσης, σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση σκηνών βίας από τα M.M.E. ερεθίζει την επιθετικότητα του ατόμου, το οποίο μιμείται όσα βλέπει στην τηλεοπτική οθόνη (Berkowitz, 1962).
Σύμφωνα με μιαν άλλη θεωρία, δεν είναι απλώς θέμα μίμησης, αλλά μάθησης, που είναι μια διαδικασία πολύ πιο βαθιά και μακροπρόθεσμη (Bandura, 1963). Από μια άλλη άποψη, η επαναλαμβανόμενη παρακολούθηση σκηνών βίας κάμπτει τις αντιστάσεις του θεατή, ο οποίος εκλαμβάνει τη βίαιη συμπεριφορά ως απόλυτα φυσιολογική, ακόμη και στην πραγματική ζωή. Αυτή είναι η εξήγηση που δίνει η θεωρία του εθισμού (Belson, 1978).
Άλλοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι είναι μύθος το να θεωρούμε τους τηλεθεατές παθητικούς δέκτες. Γι’ αυτό και έθεσαν το ερώτημα ποιες ανάγκες ικανοποιούν οι τηλεθεατές παρακολουθώντας σκηνές βίας. Αυτή η προσέγγιση ονομάστηκε «Θεωρία των Χρήσεων και των Ικανοποιήσεων» (Blumler & Katz, 1968).
Kατά τους DeFleur και Ball-Rokeach (1975), ο άνθρωπος αναζητά στα M.M.E. πληροφόρηση για τον κόσμο που τον περιβάλλει, συναισθηματική στήριξη και φυγή από τη στυγνή πραγματικότητα σε έναν ονειρικό κόσμο.
Από την εξέταση των θεωριών αυτών προκύπτει ότι οι επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας δεν είναι μονοσήμαντες. Εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τρεις παράγοντες:
1. Το δέκτη των επικοινωνιακών μηνυμάτων βίας (το μορφωτικό του επίπεδο, την ψυχοκοινωνική του συγκρότηση, την προδιάθεσή του, τις προγενέστερες εμπειρίες του κ.λπ.). Άρα τα παιδιά, που δεν έχουν εμπειρίες, είναι πιο ευάλωτα στις επιδράσεις.
2. Το κοινωνικό περιβάλλον υποδοχής αυτών των μηνυμάτων, που είναι η οικογένεια, το σχολείο, οι φίλοι, ο κοινωνικός περίγυρος. Από αυτά προκαθορίζεται η επιλεκτική παρακολούθηση, η επιλεκτική πρόσληψη και η επιλεκτική ανάγνωση των μηνυμάτων που εμπεριέχονται στις τηλεοπτικές σκηνές βίας.
3. Τα μηνύματα που εκπέμπονται από τις τηλεοπτικές σκηνές βίας. Αν π.χ. η βία επί της οθόνης επιβραβεύεται, τότε εξάγεται φυσιολογικά το μήνυμα για άσκηση ανάλογης βίας και στην πραγματική ζωή, ενώ αν τιμωρείται, τότε αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά.
Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άρα τίθεται ζήτημα για την προστασία τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (Anderson et al, 2003).
Ο όρος «προστασία» χρησιμοποιείται συμβατικά, καθόσον αποπνέει πατερναλισμό. Πολλοί επιστήμονες (Masterman, 1980, 1985, 1994, Buckingham 1998, 2000, 2006 κ.ά.) έχουν επισημάνει ότι η λύση βρίσκεται όχι στον προστατευτισμό, αλλά στην καλλιέργεια της οπτικοακουστικής παιδείας, του αλφαβητισμού ή της εγγραμματοσύνης στα Μ.Μ.Ε. (media literacy), ώστε τα παιδιά να αυτενεργούν, να επιλέγουν, να διαθέτουν δεξιότητες κριτικής αντιμετώπισης των μηνυμάτων που απορρέουν από την τηλεόραση και γενικότερα τα Μ.Μ.Ε..
Ο ρόλος της οικογένειας θεωρείται καθοριστικός, διότι η οικογένεια είναι ο χώρος υποδοχής και πρόσληψης των τηλεοπτικών εκπομπών.
Στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, όμως, ο κοινωνικοποιητικός ρόλος της οικογένειας υποχωρεί συνεχώς, λόγω της αποσταθεροποίησης του κοινωνικού αυτού θεσμού (διάλυση γάμων, διαζύγια, αποξένωση, βία στην οικογένεια κ.λπ.). Η νέα κατάσταση του θεσμού της οικογένειας οδηγεί σε ανεξέλεγκτη τηλεθέαση, ιδιαίτερα για τα παιδιά. Η τηλεόραση μετατρέπεται σε ένα είδος «γκουβερνάντας», στην οποία παραπέμπονται τα παιδιά ώστε να ασχοληθούν με κάτι άλλο οι γονείς.
Επίσης, με την απόκτηση δεύτερης και τρίτης τηλεοπτικής συσκευής, η τηλεόραση οδηγεί στην αποξένωση των μελών της οικογένειας.
Οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι γονείς για τον έλεγχο της παιδικής τηλεθέασης, ενδεχομένως να ανταποκρίνονται στην κατηγοριοποίηση των μοντέλων γενικότερου γονικού ελέγχου, στην οποία κατέληξε η D. Baumrind (1991).
Η Baumrind κατέταξε τους γονείς σε τέσσερις κατηγορίες: α) Επιεικείς γονείς. β) Αυταρχικοί γονείς. γ) Επιτακτικοί γονείς. δ) Μη εμπλεκόμενοι-αδιάφοροι γονείς.
Πάντως, η οικογένεια δεν είναι απλώς παθητικός δέκτης των επιδράσεων της τηλεόρασης, αλλά μπορεί να επηρεάσει με πολλούς τρόπους την τηλεόραση. Κατ’ αρχάς οι τηλεοπτικοί σταθμοί παράγουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και δελτία ειδήσεων κ.λπ. αντλώντας τα θέματά τους από την οικογένεια. Το τηλεοπτικό πρόγραμμα δομείται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται ως επί το πλείστον σε έναν οικογενειακό κοινό (Fiske, 2000).
Επομένως, η οικογένεια με τις επιλογές της, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των τηλεοπτικών καναλιών για μερίδια τηλεθέασης, μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση του τηλεοπτικού προγράμματος, μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του τηλεοπτικού περιεχομένου. Προκύπτει όμως το ερώτημα κατά πόσο αφήνονται περιθώρια στο κοινό να επιλέξει, αφού δεν υπάρχουν πολλές επιλογές εξ αιτίας της εξομοίωσης των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Τελικά, μήπως οι μετρήσεις τηλεθέασης επιβάλλουν τη μονοκρατορία του «μέσου τηλεθεατή»;…
* Ο δρ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσης (Π.Ε. Κοινωνιολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου) είναι κοινωνιολόγος-εγκληματολόγος, Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.