Λες κι ήταν ηφαίστειο ανενεργό και περίμεναν την ώρα τούτη οι μνήμες μου να εκραγούν να με περιχύσουν λάβα και να νιώσω παλληκάρι, με το σφρίγος της νιότης και τη λαχτάρα να ριχτώ αμόλυντος, παρθένος, στης ζωής την αρένα.
Λες κι ήταν ηφαίστειο ανενεργό και περίμεναν την ώρα τούτη οι μνήμες μου να εκραγούν να με περιχύσουν λάβα και να νιώσω παλληκάρι, με το σφρίγος της νιότης και τη λαχτάρα να ριχτώ αμόλυντος, παρθένος, στης ζωής την αρένα.
Κι ήτανε θαρρώ ο πιο όμορφος, ο πιο αγνός και γιομάτος ζεστασιά τόπος να βρεθώ, η δικιά σας, μα κι η δικιά μου επαγγελματική πατρίδα, η σκαρφαλωμένη ανάμεσα ράχτα αστιβιές και λεύκες, Άγρα μας.
Ήταν θυμούμαι καλοκαίρι, θεριστής μήνας του 1962, όταν ανεβασμένος στο μουλάρι το καματερό από τον συχωρεμένο τον κυρ-Αντρέα προσφερμένο, αντίκρισα για πρώτη φορά την Αποθήκα. Το πρωτόγονο εκείνο λιμανάκι του χωριού μας. Με τον καφενέ και κρεβάτι να κοιμηθώ στο κύμα απάνω, και την πυρήνα αποβραδίς να κρατά πυρά για να μου σάξει ο Γαβριήλ, χαράματα σα ξύπνησα, το γλυκύ βραστό στο χοντρό φλυτζάνι.
Διαβήκανε τα χρόνια, αλλάξανε οι εποχές, αλλάξανε της ζωής τα τερτίπια, κι οι ανηφοριές οι δύσκολες μα όμορφες γινήκανε ισιάδα άνοστη και ευκολοδιάβατη κατηφόρα που σε ξεβράζει στο τίποτα, κι αγωνιζόμαστε καμπόσοι λωλοί, ονειροπόλοι, που μπορεί και γραφικούς να μας ρετσινώνουν, μα εκεί, αγώνα στον αγώνα και πείσμα χαλυβδωμένο, κρατάμε άγρυπνοι βιγλάτορες αυτό το κάτι, το ιερό, που μας παραδώσανε οι προγόνοι μας.
Κι είναι χαρμόσυνο το μήνυμα που λαβαίνουμε σα θωρούμε ξέχωρα βλαστάρια της γενιάς που εμείς στυλιώσαμε να πασκίζουν με μεράκι τούτη τη σκυτάλη να την αρπάξουν, να τη λαμπρύνουν να τη δώκουν στην άλλη, την πιο πέρα γενιά που, Θε μου, δώσε να υπάρξει, κι ας είναι μπογιαντισμένη του λυκόφους τα χρώματα.
Μα πάλι οδοιπόρος μοναχικός κατέληξα κι αφέθηκα να πλανιέμαι στο καλντερίμι το χιλιοπατημένο. Από σένα και μένα, τους γονιούς σου και τους δικούς μου φίλους Αγρίτες. Εκεί, στο γεροπλάτανο με τους μοντέρνους πια καφενέδες και τα αστραφτερά οχήματα. Λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω.
Κι άκουσα καλά. Ναι. Κάλεσμα αγάπης και ντομπροσύνης. Από το Γιάννη, τον Παναγιώτη, το Μάρκο, κι άλλους παλιούς και νιαπόκτητους φίλους.
- Να έρθεις στο χορό μας, Γιώργο.
- Στην Αποθήκα.
- Είσαι καλεσμένος μας. Με τη γυναίκα σου.
- Στις 13 Αυγούστου βράδυ. Κατά τις εννιά. Μαζί θα κατέβουμε.
Και βρεθήκαμε στου «Χοντρού»· πλημμυρισμένα τα πάντα. Καρέγλες, μαγεριά, πίστα, καρδιές και παραλία. Απόρησε η γυναίκα μου από το μόνοιασμα και τη σεμνότητα που της έλεγα μα απόψε ψηλάφησε. Και την αντρειοσύνη.
Πολύ το κέφι, σπουδαίοι οι «Αιγιάτες» που σκορπίσανε ήχους νησιώτικους και λαϊκούς, κι ακούραστοι.
Και τα βλαστάρια μας, με τα όμορφα ρούχα και σκουφιά κι υστερνά οι πιο μεγάλοι, σβέλτοι κι εκπαιδευμένοι, μας χαρίσανε παραδοσιακούς μας τους χορούς λεβεντοσύνη κι αντάμα το κέφι.
Περπάτηξε λίγο η βραδιά, ανάσα αιγαιοπελαγίτικη φύσηξε, μια που «νηστικό αρκούδ’ δε χουρεύ’», και δώσανε αλλιώτικη πνοή, απόλαυσης κι ελπίδας το μήνυμα οι πιο μερακλήδες, με τους καρσιλαμάδες και τα λαϊκά που χορέψανε. Απ’ όλα σχεδόν τα τραπέζια.
Πώς να μην παινέσω και τους τρεις Συλλόγους που ανταμώσανε φέτος, από Άγρα, Αθήνα κι Αποθήκα, που αντί για τρεις, οργανώσανε ένα και πολύ καλό χορό δίνοντας μικρό μάθημα ομόνοιας;
«Θα το καθιερώσουμε κάθε χρόνο», μου είπανε.
Δεν μπορώ ονόματα να αραδιάσω, θα γιομίσει η σελίδα. Μοναχά, ας μη θυμώσει, κι ας μη μου κόψει την καλημέρα, ένα μεγάλο μπράβο θέλω σεμνά να πω στο Γιάννη Τριανταφύλλου το λεβέντη. Γιατί η λεβεντιά μετριέται απ’ της καρδιάς τους τυμπανισμούς. Σου είμαι ευγνώμων, φίλε μου.
Και πώς θες τώρα, φίλε και συμπατριώτη μου, να αντιδράσω; Τέτοιες χαρές δυσεύρετες κι απρόσμενες δε χωράνε στα φυλλοκάρδια. Ξεχειλάνε.
Μου απομένει να φωνάξω για μια ακόμα φορά την πίστη μου σε σας τους ωραίους ανθρώπους.
Που, δεν μπορεί πια να μολυθείτε από το φυσομάνι ολόγυρά σας.
Το αξίζετε να λεγόσαστε Αγρίτες.