Το καταφύγιο πνευματικών ανθρώπων… καταφύγιο συμπαθών τετραπόδων

01/07/2012 - 05:56
Όταν νεαρός φοιτητής μπαινούβγαινα στο σπίτι του μεγάλου Αναμορφωτή της Άντισσας και Μέντορά μου, αείμνηστου Γιάννη Β. Φωτιάδη, διδασκόμενος απ’ αυτόν τις αρχές του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας και της Πολιτικής, ως ταπεινό αντίδωρό μου προς αυτόν προσέφερα τις γνώσεις μου για τετριμμένα πράγματα γύρω απ’ τη Φυσική, τη Χημεία και τα Μαθηματικά στο μοναχογιό του Βασίλη.
ΒΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Όταν νεαρός φοιτητής μπαινούβγαινα στο σπίτι του μεγάλου Αναμορφωτή της Άντισσας και Μέντορά μου, αείμνηστου Γιάννη Β. Φωτιάδη, διδασκόμενος απ’ αυτόν τις αρχές του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας και της Πολιτικής, της τέχνης του εφικτού, όπως μου τόνιζε, ως ταπεινό αντίδωρό μου προς αυτόν προσέφερα τις γνώσεις μου για τετριμμένα πράγματα γύρω απ’ τη Φυσική, τη Χημεία και τα Μαθηματικά στο μοναχογιό του Βασίλη, τότε μαθητή των πρώτων τάξεων του γυμνασίου.
Έζησα τέσσερα - πέντε χρόνια απ’ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χρόνια ανάγκης και ένδειας κατά πώς τον είχε οδηγήσει η διά βίου διάθεση προσφοράς, ο αλτρουισμός και η αγάπη του προς τη γενέτειρά μας και τους ανθρώπους της. Παράλληλα, όμως, και χρόνια υπομονής, καρτερικότητας και αξιοπρέπειας. Χρόνια στα οποία κατάφερε να προσφέρει το τελευταίο απ’ τα μελήματά του για την Άντισσα. Τη δική του Άντισσα. Το συγκρότημα Γυμνασίου - Λυκείου. Με τίμησε, παρά το ιδιαίτερα μικρό της ηλικίας μου, να με κάνει ισότιμο συνομιλητή του και κάθε που πήγαινα στο σπίτι του, όλο και κάτι είχε στο μυαλό του επεξεργασμένο να μου το πει εκφράζοντας τη σκέψη του και εμμέσως να περιμένει την εκ μέρους μου αποδοχή της ή όχι. Παράλληλα γνώρισα την αγωνία του στο να προσφέρει. Να προσφέρει ό,τι μεγαλύτερο μπορούσε για να «μορφωθούν τα μουρά του κόσμου. Της Άντισσας, της Ερεσού και των άλλων χωριών. Τα μουρά των Χιδήρων», όπως έλεγε, του χωριού που ιδιαίτερα αγαπούσε. «Να ανοίξουν τα μάτια όλων των παιδιών μας για να κερδίσουν τη ζωή.» Γνώρισα το πώς η Τέχνη του εφικτού από ένα γερόλυκο πολιτικό υλοποιούνταν στην πράξη. Μια πράξη που υλοποιήθηκε όντως, αλλά εκείνος δεν αξιώθηκε να δει τελειωμένο το τελευταίο έργο της ζωής του. Ομιλώ βέβαια για το συγκρότημα Γυμνάσιο - Λύκειο της Άντισσας, το «κύκνειο άσμα» του, το οποίο χτίστηκε μετά το θάνατό του το 1969.

Ξέχωρα απ’ το μεγάλο αυτό έργο του, το δεύτερο κατ’ αυτόν, όπως ο ίδιος μού έλεγε, σε σημασία και αξία έργο του μετά τον Αγροτικό Συνεταιρισμό - το πρώτο δημιούργημά του, που απελευθέρωσε, όπως συνέχεια μου τόνιζε, απ’ την κατάσταση της δουλοπαροικίας τους Αντισσαίους αγρότες, δηλαδή σχεδόν όλους τους κατοίκους του χωριού, από τους τοκογλύφους, τους μεσάζοντες και από τους κάθε λογής αετονύχηδες, που είδαν επιτέλους οι επί χρόνια, αιώνες, ταλαίπωροι Αντισσαίοι τον ιδρώτα τους, τον κόπο τους, έτσι να μπαίνει πια στις σφύδες και στα κιούπια τους στα κατώγια των σπιτιών τους κι όχι στα ταγάρια των κάποιων. Και που με το εργοστάσιό του, οι «τζ’μπανιάρ’σες οι Τελωνιάτισσες ελιές που δε λαδίζαν», άρχισαν να λαδίζουν μονομιάς και από οκτώ - δέκα οκάδες ελιές με μια οκά λάδι, να δίδουν τώρα τρεις - πέντε οκάδες με μια.
Τον παρακολούθησα και στα άλλα, μικρότερης εμβέλειας που επεδίωκε και στόχευε. Μέσα σ’ αυτά ήταν κι η Περιβολή. Η φροντίδα του για τον ευλογημένο αυτό τον τόπο ήταν κάτι που έβγαινε από τη καρδιά του. Ήταν μια ανείπωτη λατρεία. Για την Περιβολή σκεφτόταν πολλά κι ήθελε να κάνει περισσότερα, που άλλα πρόλαβε κι άλλα έμειναν ημιτελή. Ένα που ήθελε να κάνει και που ξεκίνησε, ήταν ο Κώδικας της Περιβολής. Γι’ αυτόν, και προκειμένου να μη κάνω κάποιο λάθος, ερανίζομαι το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του πρ. λυκειάρχη-συγγραφέα Πάνου Λ. Φραγκέλλη «Η Άντισσα», ο οποίος επί λέξει λέγει:
«Η επιβίωση της Περιβολής και η μη ερήμωσή της και καταστροφή αυτής οφείλεται, εκτός από την οικονομική συνδρομή των Μονών Λειμώνος και Υψηλού επί μία ολόκληρη εκατονταετία, στην παθολογική λατρεία που είχε γι’ αυτήν ο αείμνηστος Γιάννης Φωτιάδης. Οραματιζόταν την Περιβολή ως κέντρο θρησκευτικό, πολιτιστικό και πνευματικό, χάρη στην οποία θα αξιοποιείτο τουριστικά ολόκληρη η περιοχή. Ο γράφων υπήρξε κοινωνός των σκέψεων και των οραματισμών του μοναδικού αυτού άνδρα όταν τα 1956 - ‘57 δεχόταν καταιγισμό επιστολών, προκειμένου να δεχθεί να συμμετάσχει στο όνειρό του, που ήταν ο Κώδικας της Περιβολής.»

Βέβαια, το θέμα στο πού βρίσκεται ο Κώδικας της Περιβολής και οπωσδήποτε αν υπήρξε ποτέ τέτοιος κατά τα αναφερόμενα στο βιβλίο «Η Άντισσα» του Πάνου Λ. Φραγκέλλη, εκτός από τον ίδιο, το έχω συζητήσει πολλές φορές και με τον απ’ τα τότε φίλο μου, γιο του αειμνήστου Γιάννη Φωτιάδη, το Βασίλη. Δυστυχώς όμως, παρ’ όλο ότι ο τελευταίος έψαξε πολλές φορές τα αρχεία του πατέρα του, δυστυχώς, επαναλαμβάνω δε βρήκε τίποτε σχετικό.
Τελευταία προσπάθειά μου και με τους δύο τους έγινε κατά τη γραφή του παρόντος.
Επί της πραγματικής κατάστασης της Περιβολής και των διαφόρων αναγκών της, ο Φωτιάδης σε στενή συνεργασία με τους τότε παπάδες του χωριού, αρχικά τον παπά Πανάγο και μετά τον παπά Μιχάλη, για τους οποίους έλεγε τα πιο καλά λόγια, όλο και κάτι κατάφερνε να βγάλει, κάποιο σχετικό κονδύλιο από τα διάφορα υπουργεία (Εσωτερικών, Παιδείας κ.λπ.) και άλλες επί του αντικειμένου εξουσίες και αρχές, όπως π.χ. τη Ναοδομία, την Αρχιεπισκοπή κ.λπ.. Με τις τότε παρεμβάσεις του, έφθασε στις μέρες μας η Περιβολή σε καλή σχετικά κατάσταση. Ένα, όμως, θέμα που το οραματιζόταν και θα το κατάφερνε κι αυτό να το υλοποιήσει αν η επάρατος ασθένειά του δεν του είχε κόψει το νήμα της ζωής του στα 73 χρόνια του, ήταν το ησυχαστήριο, το καταφύγιο πνευματικών ανθρώπων στην Περιβολή.
«Ξέρεις, Παναγιώτη μου (σ.σ. δε με έλεγε Τάκη, αλλά πάντα Παναγιώτη, αφού τον παππού μου, οπαδό του, ψηφοφόρο του και φίλο του, τον έλεγαν Παναγιώτη), τι πάει να πει διάφοροι επιφανείς άνθρωποι απ’ το νησί μας και γιατί όχι απ’ όλη την Ελλάδα να πηγαίνουν σ’ αυτή την παραδεισένια λαγκαδιά στο μοναστήρι της Περιβολής, με τα γάργαρα νερά (τότε ακόμη ο Βούλγαρης ήταν αμόλυντος και τα νερά του, χωρίς ίχνος βρομιάς και μόλυνσης, κελάρυζαν δίπλα στο μοναστηράκι της Παναγιάς γεμάτα ψάρια και κάθε άλλη ποταμίσια ζωή), τα διάφορα δέντρα, καρποφόρα ή όχι, και τις κάθε λογής πρασινάδες, την απόλυτη ησυχία και το δροσερό αγέρι, να έρθουν εκεί για να ησυχάσουν;! Να διαλογιστούν;! Να προσπαθήσουν να έρθουν σε επικοινωνία με το Θείο;!»

Και συνέχιζε:
«Τώρα που ξεκίνησα, θα το τελειώσω το καταφύγιο αυτό. Το ησυχαστήριο της Περιβολής, που θα αποτελέσει κυψέλη δημιουργίας σκέψης, αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού πνευματικών ανθρώπων του νησιού μας στην αρχή, και όλης της Ελλάδας στη συνέχεια. Η φήμη που θα αποκτήσει η Περιβολή και η έμμεση διαφήμιση που θα της γίνει έτσι, θα είναι ωφέλιμη για την Άντισσα, τη Βατούσα, όλα τα άλλα γύρω χωριά μας, όλο τον Όρδυμνο.» Και συνέχιζε: «Το κτήριο του καταφυγίου είναι πια σχεδόν έτοιμο. Οι τοίχοι του ολόγυρά του θα γίνουν οι βιβλιοθήκες που θα υποδεχθούν χιλιάδες τόμους και εκεί ο κάθε ησυχαστής-μελετητής θα μπορεί να προσφεύγει για να ολοκληρώνει τους προβληματισμούς του, τους οραματισμούς του, τις σκέψεις του, σε τελική ανάλυση την όποια πνευματική ανησυχία του, και τελικά την όποια δημιουργία του. Εκεί, τέλος, θα φυλάσσεται και ο Κώδικας της Περιβολής και θα συμπληρώνεται. Συνεχώς και όσο θα υπάρχει το παραδείσιο αυτό Μοναστήρι.»
Προ ημερών, σ’ ένα ταξίδι μου ανανέωσης και αναβάπτισής μου στα πάτρια, πέρασα, όπως κάνω σχεδόν πάντα, κι απ’ την Περιβολή, τον τόπο της αναζωογόνησης του μυαλού και της ανάτασης της ψυχής. Βεβαίως, όλα ήταν μελαγχολικά. Ψυχή ζώσα, πουθενά. Όλα κλειστά και καλά κλειδωμένα. Καμμία δυνατότητα, να μπορεί κανείς να μπει στην εκκλησιά να ανάψει ένα κερί στο μανουάλι. Ατυχώς και η τελευταία γερόντισσα, η αείμνηστη κυρά Γιαννούλα, που έφυγε προ πολλών ετών, δεν αντικατεστάθη από κάποια ή κάποιες άλλες γερόντισσες. Έτσι, όλος ο χώρος, χωρίς άνθρωπο γύρω του, ήταν έρημος, ψυχρός και παγωμένος. Πάντως, το μόνο που ήταν ανοικτό, ήταν το κατά τον αείμνηστο Γιάννη Φωτιάδη «καταφύγιο». Ψάχνοντας να βγάλω το βολβό κάποιου κυκλάμινου απ’ τον όχτο τον πάνω απ’ την εκτός μοναστηριού βρύση, που έγινε στη μνήμη μοναχού από τα Χίδηρα τη δεκαετία τού ‘60, άθελά μου και ασυναίσθητα βρέθηκα να περπατώ στον τσιμεντένιο διάδρομο τον πάνω απ’ τη δεξαμενή, που κάποτε ήταν γεμάτη πολύχρωμα χρυσόψαρα (κάτι που θυμούμαι με ξεχωριστή ανάμνηση, αφού σαν πιτσιρικάς παρ’ ολίγο να πέσω μέσα στη δεξαμενή εντυπωσιασμένος απ’ το μέγεθός τους και τα χρώματά τους), προς το κτήριο αυτό. Από περιέργεια προχώρησα και βρέθηκα τελικά καταμεσής στην αίθουσα. Μια αίθουσα ευρύχωρη, πέντε - έξι μέτρων πλάτους και μήκους 15 - 20 μέτρων, με εξωτερική βεράντα δυο μέτρων, που χωροταξικά, θα μπορούσα να πω, έχει τοποθετηθεί στο ιδανικότερο σημείο. Έχει χτισθεί απέναντι από το μοναστήρι σε διάταξη τέτοια, που απ’ το πρωινό ως τη δύση του ο ήλιος το λούζει, και έτσι αφενός μεν η φωτεινότητα, αφετέρου δε η φυσική θέρμανση του κτηρίου να φαίνονται εξασφαλισμένες.

Θλίψη, ομολογώ, με κατέλαβε απ’ την εικόνα που είδαν τα μάτια μου. Τα σιδερένια παράθυρα και οι δύο πόρτες του, ολοσκούριαστες, δείχνουν τη φθορά του χρόνου, μισού ολόκληρου αιώνα. Τα όποια τζάμια (αν και όσα είχα τοποθετηθεί κάποτε) έχουν εξαφανιστεί. Γενικά το βάρος των 50 χρόνων ζωής του κτηρίου έχει πέσει βαρύ σ’ όλη την έκταση και όγκο του. Βέβαια, το να πω το πώς το πάχος απ’ τις καβαλίνες και τις βουρβουτσλιές είναι τέτοιο που το ποδάρι σου στην κυριολεξία βουλιάζει, θεωρώ ότι παρέλκει.
Βλέποντας την κατάσταση του «καταφυγίου», μελαγχόλησα. Μελαγχόλησα βλέποντας την τραγικότητα της κατάστασής του σε αντιδιαστολή προς τους οραματισμούς του γεννήτορά του. Πάντως κοντολογίς, σε προσωπικό επίπεδο το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αισθάνομαι ντροπή. Ομολογώ, δεν ξέρω τι θα μπορούσα να προτείνω για την περίπτωση και τη λύση του προβλήματός μας αυτού. Ως μηχανικός και πρακτικός άνθρωπος, πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις κάνω προτάσεις. Στην περίπτωση αυτή, άραγε, μήπως είμαι υπερβολικός στον προβληματισμό μου; Μήπως πρέπει να πάρουμε τους κασμάδες και να πάμε να το γκρεμίσουμε; Τα 50 χρόνια που πέρασαν απ’ το χτίσιμό του, που έμεινε τελείως αχρησιμοποίητο (υπήρξε προφανώς όλα αυτά τα 50 χρόνια μόνο καταφύγιο, μόνο λέω, των συμπαθητικών υποζυγίων και προβάτων), δίδουν εξ αντικειμένου τη λύση και απόφαση περί του πρακτέου. Αν το «διάβασμα» που κάνω της υπόθεσης κατά τα πιο πάνω είναι λάθος και υπάρχει πρόταση για κάποια θετική προσέγγιση του θέματός μας, για όποιας μορφής αξιοποίηση αντίστοιχη προς τους οραματισμούς του μεγάλου Φωτιάδη, ασφαλώς θα την ακούσω με ιδιαίτερη προσοχή και υιοθετώντας την θα κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου για να το καταφέρουμε. Πάντως, τα 50 χρόνια απραξίας μας, μετά λόγου γνώσεως θέλω να καταθέσω αυτό, ουδόλως τιμά τις δύο γενιές Αντισσαίων, Βατουσαίων, Φτεριανών … ... Χιδηριωτών κ.λπ..

* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», πρ. διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων, πρ. πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey