Άνοιξε, πριν λίγες μέρες, μετά από πολλά χρόνια που o χαρακτηριστικός αυτός τόπος συνάθροισης είχε παραμείνει κλειστός, το ιστορικό καφενείο «Πανελλήνιον». Το εσωτερικό του κτηρίου ιδιοκτησίας της Αγροτικής Τράπεζας έχει αναβαθμιστεί εντυπωσιακά.
Άνοιξε, πριν λίγες μέρες, μετά από πολλά χρόνια που o χαρακτηριστικός αυτός τόπος συνάθροισης είχε παραμείνει κλειστός, το ιστορικό καφενείο «Πανελλήνιον». Το εσωτερικό του κτηρίου ιδιοκτησίας της Αγροτικής Τράπεζας έχει αναβαθμιστεί εντυπωσιακά, ωστόσο όπως όλοι λένε τίποτα δε δίνει την αίσθηση ενός «παραδοσιακού καφενείου», όπως εξάλλου έχει χαρακτηρισθεί από την ίδια την Πολιτεία το ιστορικό «Πανελλήνιον» τόσο ως προς την όψη, όσο και ως προς τη χρήση του.
Το «Πανελλήνιον», ένα από τα ιστορικά καφενεία της Μυτιλήνης, μαζί με το διπλανό του «Κρυστάλ», άνοιξε στις αρχές του περασμένου αιώνα όταν η ζωή της πόλης μεταφέρθηκε στο νέο για την εποχή κέντρο γύρω από τον επιβλητικό Άγιο Θεράποντα και το σχολικό συγκρότημα. Σηματοδότησε την ανάπτυξη της αστικής τάξης της Μυτιλήνης, το πέρασμα της εξουσίας από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στους Έλληνες, μάρτυρας πολιτικών και παραπολιτικών συναντήσεων αλλά και των μαζώξεων των διανοουμένων της πόλης, των «ιερών τεράτων» της γενιάς του ‘30, της Λεσβιακής Άνοιξης.
Για δεκαετίες αποτελούσε το κέντρο ζωής της πόλης, αλλά και το πιο ακριβό μαγαζί του Αιγαίου, έχοντας για καιρό τη μορφή καζίνο. Στα τραπέζια του λένε πως χάθηκαν περιουσίες, ενώ κάποιες στιγμές δόθηκαν μέσα σε αυτό από παραστάσεις μέχρι και συναυλίες…
Με τα χρόνια το «Πανελλήνιον», μαζί με τον αιώνα που σηματοδότησε, «γέρασε». Λίγο πριν κλείσει, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν ένα απλό λαϊκό καφενείο, το οποίο διατηρούσε, ωστόσο, τμήμα του αρχικού του διακόσμου, ενώ αποτελούσε σημείο συνάντησης.
Ούτε κουβέντα βέβαια για τα όσα «ένδοξα» συνέβησαν μέσα σε αυτό. Η αστική τάξη - που είχε συμπιεστεί στο τμήμα προς τη θάλασσα διαχωρισμένη από την είσοδο σε αυτό των εργατών, που από το «Κρυστάλ» μετακόμισαν ως εργολάβοι στο «Πανελλήνιον» - η αστική τάξη λοιπόν, που μέσα στα ντουβάρια του παρήγαγε ιδεολογία, είχε εξαφανιστεί. Μαζί της κι η λάμψη του «Πανελληνίου».
Στα χέρια της ΑΤΕ
Μέσα στη δεκαετία του ‘80, η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (ΑΤΕ) αγόρασε τα κτήρια που στεγάζονταν τα δύο καφενεία «Πανελλήνιον» και «Κρυστάλ», καθώς και το κτήριο του τρίτου καφενείου, «του Δάλλα» το οποίο έκλεισε κι αυτό, για να στεγαστεί το κατάστημά της στη Μυτιλήνη.
Το 1986, το ΥΠΕΧΩΔΕ δεν ενέκρινε τη μετατροπή και του «Πανελληνίου» και του «Κρυστάλ» σε τράπεζα, «για τη σημασία τους στην πρόσφατη κοινωνική ιστορία της πόλης της Μυτιλήνης», αλλά και για το ότι η «απουσία των καφενείων αυτών από το συγκεκριμένο χώρο (σε άμεση σχέση με το παραδοσιακό - εμπορικό - ιστορικό κέντρο της Μυτιλήνης και την παραλία-λιμάνι), θα δημιουργούσε σημαντική αλλοίωση της καθημερινής ζωής της πόλης».
Το 1990, το «Πανελλήνιον» και το «Κρυστάλ» προλαβαίνουν να χαρακτηριστούν από το υπουργείο Αιγαίου διατηρητέα, τόσο ως προς την όψη, όσο και ως προς τη χρήση τους. «Χαρακτηρίζεται ως διατηρητέος και ο εσωτερικός χώρος των καφενείων ΚΡΥΣΤΑΛ και ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ […], φερόμενα ως ιδιοκτησία ΑΤΕ, με την αρχική τους επίπλωση και το διάκοσμό τους, καθώς και η χρήση τους ως καφενείων, επειδή αποτελούν πολύτιμη ζωντανή μνήμη της ιστορίας και της γραφικότητας της παλιάς Μυτιλήνης και παραδοσιακό χώρο ψυχαγωγίας των κατοίκων», ανέφερε χαρακτηριστικά η σχετική απόφαση 2274 του 1990. Επιπλέον, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε αίτημα της ΑΤΕ για αποχαρακτηρισμό του «Κρυστάλ» και του «Πανελληνίου».
Μέσα στη δεκαετία του ‘90 κλείνουν και τα δύο καφενεία. Πρώτα το «Κρυστάλ» το 1998, που εν τω μεταξύ είχε μετατραπεί σε μπαρ χάνοντας τον παραδοσιακό του χαρακτήρα και επιτρέποντας σε κάποιους να το αποχαρακτηρίσουν ως προς τη χρήση, και μετά από λίγους μήνες και το «Πανελλήνιον». Έτσι και η ΑΤΕ άρχισε να πιέζει για τον αποχαρακτηρισμό των δύο χώρων, ζητώντας ταυτόχρονα την αξιοποίησή τους για λογαριασμό της.
Παρά τις διαμαρτυρίες και τις προσπάθειες που έκαναν εκατοντάδες πολίτες και ο οικολογικός σύλλογος «Ναυτίλος εν δράσει», προκειμένου να λειτουργήσουν και τα δύο κτήρια ως καφενεία, το 2005 το «Κρυστάλ» αποχαρακτηρίσθηκε ως προς τη χρήση του, σύμφωνα με απόφαση που υπεγράφη από τον Αριστοτέλη Παυλίδη. Στην ίδια απόφαση, ωστόσο, προβλεπόταν η διατήρηση της χρήσης του «Πανελληνίου» ως τόπου «διατήρησης ζωντανής της μνήμης, της ιστορίας και της γραφικότητας της παλιάς Μυτιλήνης και του παραδοσιακού χώρου ψυχαγωγίας των κατοίκων».
Η σημερινή κατάσταση
Σήμερα, το πρώην καφενείο «Κρυστάλ» αποτελεί το ζαχαροπλαστείο «Το Σπίτι του Γλυκού», το οποίο άνοιξε το περασμένο καλοκαίρι, από τον επιχειρηματία Στρατή Μιχαηλίδη.
Ο ίδιος, μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, νοίκιασε και το «Πανελλήνιον», που άρχισε πριν λίγες μέρες να λειτουργεί ξανά.
Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να έχει κάποιον αέρα παλαιότερης εποχής, σε καμμία περίπτωση το «Πανελλήνιον» δεν έχει όψη παραδοσιακού καφενείου. Θυμίζει περισσότερο «μπιστρό», ενώ λειτουργεί ως κλασσική καφετέρια με μπαρ. Παρ’ όλο που τους τοίχους του κοσμούν μεγεθύνσεις φωτογραφιών της παλιάς Μυτιλήνης και τα τραπεζοκαθίσματα είναι από ξύλο και δέρμα, δεν υπάρχει τίποτα από τον εσωτερικό διάκοσμο του καφενείου, που είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέος. Θα μπορούσε; Ερώτημα που απλά τίθεται προς απάντηση από τους ειδικούς του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και του ΤΕΕ. Το «Πανελλήνιον» δεν είναι η όποια επιχείρηση. Είναι η ψυχή της κοινωνικής ζωής της πόλης επί ένα σχεδόν αιώνα. Και οι πολίτες και οι φορείς τους πρέπει να έχουν άποψη γι’ αυτό… Εξάλλου, αν δεν υπήρχαν αυτοί, το «Πανελλήνιον» σήμερα θα ήταν τράπεζα.
Αναπάντητα ερωτήματα
Αναπόφευκτα τίθεται σειρά ερωτημάτων.
Υπήρξε άραγε κάποια απόφαση αποχαρακτηρισμού του «Πανελληνίου» ως προς τη χρήση και τον εσωτερικό του διάκοσμο;
Ο Νίκος Ματζουράνης, τελευταίος διαχειριστής του «Πανελλήνιον» πριν αυτό κλείσει στις 31 Δεκεμβρίου του 1998, είχε αφήσει μέσα στο χώρο του καφενείου όλα τα έπιπλα, τα μηχανήματα και τις συσκευές, αφού είχαν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η ΑΤΕ τα μετέφερε σε κάποια αποθήκη, από την οποία και πήγε, ύστερα από ειδοποιήσεις της Τράπεζας για επιβάρυνσή του με ενοίκιο, να τα παραλάβει ο ίδιος πριν από δύο μήνες περίπου. Όπως λέει, διαπίστωσε ότι έλειπαν πολλά αντικείμενα από τον αρχικό διάκοσμο του καφενείου.
«Γιατί το “Πανελλήνιον” έμεινε για 10 χρόνια κλειστό, από τη στιγμή που τελικά το νοίκιασε η ΑΤΕ;», ρωτάει ο κ. Ματζουράνης, πεπεισμένος ότι η Τράπεζα δεν ήθελε απλά να το νοικιάσει σε αυτόν.
Ας σημειωθεί ότι ο κ. Ματζουράνης έχει αμφιβολίες εάν ο νέος ιδιοκτήτης είχε το δικαίωμα να κρατήσει την ονομασία «Πανελλήνιον». Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι χαρακτηρισμένο είναι και το όνομα του καφενείου όπως και η χρήση του.
«Θέλουμε το καφενείο μας»
Ο κ. Γιαννούλης, σήμερα 82 ετών, ήταν μέλος της επιτροπής που είχαν συγκροτήσει οι πολίτες ώστε το «Πανελλήνιον» να ξαναλειτουργήσει ως καφενείο, αφότου αυτό έκλεισε το 1998, όταν η ΑΤΕ πήρε τη διαχείρισή του από τον τελευταίο ιδιοκτήτη, Νίκο Ματζουράνη:
«Μπαίνω μέσα και ρωτάω πού είναι τα χαρτιά, το τάβλι κ.λπ.. Τώρα που είμαστε συνταξιούχοι και το χρειαζόμαστε περισσότερο, δεν υπάρχει χώρος για εμάς. Θέλουμε το καφενείο μας, να πιούμε τον καφέ μας… Αυτό δεν είναι καφενείο, είναι πολυτελής καφετέρια. Ρωτάω αν όλα όσα έγιναν, έγιναν για να γίνει μια ακόμα καφετέρια με την ονομασία απλά “Πανελλήνιον”» καταλήγει ο κ. Γιαννούλης.
Ειρήνη και Πέτρος Ζαχαρίου - Χαϊτόγλου
Η κόρη κι ο εγγονός του ιδρυτή του «Πανελλήνιον» θυμούνται τα χρόνια της δόξας του ιστορικού καφενείου
Το 1922, ξεκίνησε η λειτουργία του καφενείου «Πανελλήνιον», υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Μάτα, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, και του Πέτρου Ζαχαρίου, γαμπρού του Μάτα και σημαίνοντος προσώπου στον επιχειρηματικό κόσμο της εποχής, αφού διατηρούσε επαφές με σημαντικά πρόσωπα.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο Πέτρος Χαϊτόγλου, εγγονός του πρώτου ιδιοκτήτη του καφενείου «Πανελλήνιον» και η μητέρα του, Ειρήνη Χαϊτόγλου - Ζαχαρίου, κόρη του Πέτρου Ζαχαρίου, αλλά και ανιψιά και βαφτισιμιά του Βασίλη Μάτα, μιλούν για το πώς ήταν στα χρόνια που ανήκε στην οικογένειά τους το ιστορικότερο καφενείο της Μυτιλήνης και της Λέσβου.
Βρεθήκαμε με τον Πέτρο Χαϊτόγλου και τη μητέρα του, Ειρήνη Χαϊτόγλου - Ζαχαρίου, μέσα στο νέο «Πανελλήνιον». Η αφήγηση και η περιγραφή τού πώς ήταν παλιά το ιστορικό καφενείο, απείχε κατά πολύ από αυτό που βλέπει κανείς σήμερα γύρω του. Η αισθητική και η λειτουργία του έχει αλλάξει σημαντικά, ακολουθώντας - ίσως - και τις αλλαγές όλων στον καθημερινό τρόπο ζωής.
Πουθενά τα μπιλιάρδα, οι παλιές κορνίζες με τις διαφημίσεις, οι πάγκοι παρασκευής γλυκών και… τα κλουβιά με τα καναρίνια!
«Το επίκεντρο της Μυτιλήνης»
Το «Πανελλήνιον» ήκμασε τη δεκαετία του Μεσοπολέμου, αποτελώντας το σημείο συνάντησης όλης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Μυτιλήνης. Φημιζόταν για την πολυτέλειά του, με καθρέφτες, καπελιέρες, καναπέδες με δερμάτινο κάλυμμα, καρέκλες και τραπέζια της εποχής του Μεσοπολέμου… Ενώ από το 1916 υπήρχαν και δύο γαλλικά μπιλιάρδα.
«Το “Πανελλήνιον” αποτελούσε το κέντρο της Μυτιλήνης», λέει ο κ. Πέτρος Χαϊτόγλου. «Από εδώ πέρασαν όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί της εποχής, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.»
«Αρχικά σύχναζαν μόνο οι αριστοκράτες της πόλης», συνεχίζει ο ίδιος. «Αργότερα, χωρίστηκε το μαγαζί σε δύο τμήματα, από τη μια ήταν η αριστοκρατία και από την άλλη η εργατική τάξη.» Πράγματι, σύμφωνα με την καταγραφή της φιλολόγου Θεοδώρας Σαντή, στον Δ΄ τόμο των «Αιολικών Χρονικών», κάποια στιγμή «υπήρχε διαχωριστική γραμμή, που χώριζε το μαγαζί σε πάνω και κάτω μέρος». Το δεύτερο ανήκε στους γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, ενώ το επάνω μέρος, από την πλευρά της αγοράς, στους εργάτες.
Τόπος γέννησης των ειδήσεων
«Μέσα στο καφενείο υπήρχε ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως, από τα ελάχιστα που υπήρχαν στη Λέσβο. Την ώρα των ειδήσεων, όλος ο κόσμος από την αγορά μαζευόταν εδώ, για να τις ακούσει», περιγράφει ο κ. Χαϊτόγλου. Άλλωστε, το «Πανελλήνιον» ήταν ο χώρος όπου «γεννιούνταν» οι ειδήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες «δεν υπήρχε θέμα που να μη γίνεται ζήτημα στο “Πανελλήνιον” και, εφόσον κάτι γινόταν ζήτημα στο συγκεκριμένο καφενείο, στη συνέχεια το μάθαινε όλο το νησί». Μάλιστα υπήρχε, λένε, εποχή που οι συντάκτες των εφημερίδων «έπιαναν» ο καθένας μια διαφορετική γωνιά και μέσα από συζητήσεις με τους θαμώνες έβγαζαν την ύλη για το φύλλο της επόμενης ημέρας.
Από τα σημαντικότερα στοιχεία του εσωτερικού διακόσμου, ήταν τα κάδρα διαφημίσεων που κοσμούσαν τους τοίχους του «Πανελληνίου».
Η Θεοδώρα Σαντή αναφέρει στην καταγραφή της και τα κλουβιά με τα καναρίνια που υπήρχαν στο «Πανελλήνιον», τα οποία «έδιναν έναν τόνο διαφορετικό, ενώ το τάισμά τους κάθε πρωί αποτελούσε τελετουργία για τα γκαρσόνια». Καθώς θυμάται τα καναρίνια, ο κ. Χαϊτόγλου λέει: «Υπήρχε μεγάλη ευαισθησία και αγάπη του παππού μου για τα καναρίνια. Στη θέση των σημερινών πολυελαίων υπήρχαν κρεμασμένα κλουβιά καναρινιών, καθώς και ένα μεγάλο κλουβί για να ζευγαρώνουν, τα οποία το βράδυ σκέπαζε με υφάσματα. Είχε, μάλιστα, και ένα δίσκο με κελαϊδίσματα πουλιών, που έπαιζε μισή ώρα κάθε μέρα, για να ακούν τα καναρίνια. Εκείνη την ώρα, στο καφενείο γινόταν “ανάσταση”, όλα τα καναρίνια επαναλάμβαναν ό,τι άκουγαν, ήταν ένας τρόπος εκπαίδευσής τους.»
Γιορτές και μεζέδες
«Κάθε χρόνο γινόταν συντήρηση, ώστε να διατηρείται ένα υψηλό επίπεδο», λέει η κ. Χαϊτόγλου - Ζαχαρίου. Στο «Πανελλήνιον» γίνονταν πολλές γιορτές, αφού στο πατάρι του έπαιζε ορχήστρα και κάτω χόρευε ο κόσμος. Το χειμώνα, δύο τεράστιες μαντεμένιες, σκαλιστές ξυλόσομπες, ζέσταιναν το χώρο. Σύμφωνα με τον κ. Χαϊτόγλου, η σκάλα στην πλευρά της προκυμαίας δεν υπήρχε, αλλά στη θέση της υπήρχε ένα μπαλκονάκι, όπου κάθονταν συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας, για να πιούνε την πορτοκαλάδα τους. Στο ίδιο μπαλκονάκι, τις μέρες των παρελάσεων κάθονταν οι κυρίες της πόλης. Τη Μεγάλη Εβδομάδα σταματούσαν τα τυχερά παιχνίδια, ενώ ο στολισμός του καφενείου ήταν πάντα ανάλογος και με τις γιορτές.
Ο μεζές που προσφερόταν στο «Πανελλήνιον» ήταν ουζάκι με χταποδάκι, από δύο αδελφούς ψαράδες, που ψάρευαν αποκλειστικά για το καφενείο. Χαρακτηριστικό ήταν το «υποβρύχιο» και το παγωτό που έφτιαχνε ο ίδιος ο Πέτρος Ζαχαρίου, από φρέσκο γάλα, αλάτι και πάγο, αφού δεν υπήρχαν τότε καταψύκτες. Ο καφές φτιαχνόταν στη χόβολη, στο τζάκι που υπήρχε στην κουζίνα και έκαιγε πυρήνα.
Σύμφωνα με τη Θεοδώρα Σαντή, πριν το 1950 υπήρχαν στο μαγαζί ναργιλέδες, ενώ στο εργαστήριο «φτιαχνόταν κανταΐφι σε καθημερινή βάση, γαλακτομπούρεκο κάθε Τετάρτη και Σάββατο, ρυζόγαλο και κρέμα, όλα της ημέρας».
Ειρήνη Χαϊτόγλου
«Το ήθελα όπως ήταν πρώτα...»
Η μητέρα του, Ειρήνη Χαϊτόγλου, είναι η κόρη του Πέτρου Ζαχαρίου, καθώς και ανιψιά και βαφτισιμιά του Βασίλη Μάτα, των πρώτων ιδιοκτητών του «Πανελληνίου». Μάλιστα, η ίδια και η αδελφή της λειτούργησαν για ένα χρόνο το ιστορικό καφενείο, όταν ο Πέτρος Ζαχαρίου συνταξιοδοτήθηκε.
«Εδώ μέσα μεγάλωσα, κοιμόμουν μέσα στο καφενείο και το βράδυ, όταν το μαγαζί έκλεινε, με ξυπνούσε ο πατέρας μου και με πήγαινε σπίτι», θυμάται η κ. Ειρήνη. «Αυτό που βλέπω είναι κάτι πολύ διαφορετικό», λέει με νοσταλγία. «Δεν είναι καφενείο όπως ήταν με τα μπιλιάρδα του και φαίνεται μικρότερο από παλιά. Εγώ το ήθελα όπως ήταν πρώτα», συμπληρώνει συγκινημένη.
«Οι εποχές εξελίσσονται, οι απαιτήσεις του κόσμου είναι διαφορετικές, έχει αλλάξει η κοινωνική σύνθεση του καφενείου, της Μυτιλήνης, όλης της Ελλάδας», διαπιστώνει ο κ. Χαϊτόγλου, βλέποντας το σημερινό διάκοσμο και τον κόσμο του «Πανελλήνιον».