Παρ’ ότι η αποκατάσταση τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων του 1922 αποτελεί επίτευγμα των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής και της Κοινωνίας των Εθνών, εν τούτοις υπάρχουν στοιχεία τα οποία είναι συγκλονιστικά όσον αφορά στην ένταξη των προσφύγων.
Ελληνικό κράτος και πρόσφυγες της καταστροφής του 1922
Παρ’ ότι η αποκατάσταση τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων του 1922 αποτελεί επίτευγμα των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής και της Κοινωνίας των Εθνών, που επόπτευσε και υλοποίησε το πρόγραμμα αποκατάστασης, εν τούτοις υπάρχουν στοιχεία τα οποία είναι συγκλονιστικά όσον αφορά στην ένταξη των προσφύγων. Κατ’ αρχάς ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων θα χάσει τη ζωή του από τις κακουχίες στον ελλαδικό χώρο. Από την άλλη, η «Ανταλλάξιμη Περιουσία» που θα έπρεπε -με βάση τη διεθνή Συνθήκη της Ανταλλαγής των Πληθυσμών- να μοιραστεί στους πρόσφυγες, αποτέλεσε -έως και σήμερα- σημείο της μεγαλύτερης οικονομικής κατάχρησης στη μετά το ‘22 Ελλάδα. Ακόμα και στην Κρήτη, όπου τα αντιπροσφυγικά συναισθήματα ήταν αμβλυμμένα λόγω του φιλοβενιζελισμού των προσφύγων, οι ντόπιοι κατάφεραν προς όφελός τους να ακυρώσουν σε μεγάλο βαθμό την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι επιτροπές που ήταν επιφορτισμένες με την αποκατάσταση των προσφύγων, συγκάλυπταν τις καταπατήσεις από γηγενείς των ακινήτων που έπρεπε να αποδοθούν σε πρόσφυγες. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των συγκρούσεων στο Κιούπκιοϊ, όπου καταγγέλθηκε ότι ρόλο στα γεγονότα εις βάρος των προσφύγων είχε ο διευθυντής του Εποικιστικού Γραφείου Μακεδονίας που ήταν «αξιωματικός του Γκέρλιτζ», που σήμαινε ακραίος μοναρχικός. Μετά τις εκλογές του 1928 και τη συντριπτική νίκη του Βενιζέλου θα υπάρξουν συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, όπως για παράδειγμα στην Έδεσσα.
Από το 1928, με την ψήφιση του Ιδιωνύμου, αλλάζει η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης κατά των Ποντίων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση και συμπεριλαμβάνονταν στη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών και Περιουσιών του 1923. Θέλοντας να σταματήσει την αποστολή στην Ελλάδα, μέσω των προσφύγων, εκπαιδευμένων στελεχών για την επάνδρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποφασίζει την απαγόρευση την χορήγησης αδειών καθόδου σε ομογενείς. Παράλληλα, όλος ο πληθυσμός θεωρείται ύποπτος. Η άποψη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι ότι: «[…] η υπό του Υπουργείου τούτου ανέκαθεν χαραχθείσα τακτική επί του ζητήματος της καθόδου των Ελλήνων της Ρωσίας, συνίστατο εις την καθιέρωσιν στενών περιορισμών και την επιβολήν αυστηροτάτου ελέγχου εις τας εκ Ρωσίας προελεύσεις, μέτρων υπαγορευθέντων […] και εκ λόγων δημοσίας ασφαλείας, εφ’ όσον επανειλημμένως διεπιστώθη ότι οι επί μακρόν υπό τον μπολσεβικικόν ζυγόν ζήσαντες και εις Ελλάδαν κατερχόμενοι ρέπουσι μοιραίως προς τον κομμουνισμόν.» Οι συνέπειες για τον προσφυγικό πληθυσμό που παρέμενε στη Σοβιετική Ένωση ήταν τραγικές, γιατί βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα σ’ έναν τόπο διάβασης, στον οποίο δεν ήθελε να παραμείνει μόνιμα, ούτε και να ενταχθεί, και στον τελικό του προορισμό, στον οποίο όμως δεν μπορούσε να φτάσει, αποκλεισμένος από την ίδια του την εθνική κυβέρνηση, η οποία είχε υπογράψει «αντ’ αυτού» τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Στη συνέχεια, με νομοθετικές ρυθμίσεις που θα ολοκληρωθούν την εποχή της χούντας, θα αποστερηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της «Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας» από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 τη «Συνθήκη» παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Δηλαδή, με την κατηγορία του εχθρού του κράτους. Το Ιδιώνυμο είχε ψηφιστεί για να κατασταλεί η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης επειδή είχε γίνει αποδεκτή η πρόθεση της φασιστικής Ιταλίας να δημιουργηθεί ένας άξονας Ρώμης - Αθήνας - Άγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών.
Αποτέλεσμα αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού οράματος υπήρξε η ελληνοτουρκική Συνθήκη της Άγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις μουσουλμανικές περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι Ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.
Μέχρι τότε - όσον αφορά το διεθνές δίκαιο - οι περιουσίες των «ανταλλαχθέντων» παρέμεναν υπό την ιδιοκτησία των κατόχων τους, μόνο που τα δύο κράτη είχαν αποφασίσει να είναι διαχειριστές των περιουσιών αυτών.
Η συμφωνία του ‘30, μαζί με την υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για τη βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά - που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων) - με το Νόμπελ Ειρήνης, εγκαινίασαν μια νέα εποχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: «πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης». Εφεξής, ο φιλοκεμαλισμός θα ήταν το κοινό συναίσθημα που θα μοιράζονταν οι άνθρωποι της συμπολίτευσης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της πλέον ακραίας εκδοχής της. Από το σημείο εκείνο και πέρα, οι πρόσφυγες, φιλοβενιζελικοί στην πλειονότητά τους, θα πορεύονται μόνοι τους σ’ έναν άξενο τόπο. Η ελληνο-τουρκική συνθήκη του ’30 θα είναι η πρώτη σημαντική σύγκρουση των προσφύγων με το βενιζελισμό. Αυτή είναι η ιστορική στιγμή που θα αρχίσει η μεταστροφή προς τα αριστερά σημαντικού τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού.
Οι πρόσφυγες βιώνουν έντονα την πολιτική του κράτους. Ο Παναγιώτης Φωτιάδης, πρόσφυγας θεατρικός συγγραφέας που κατοικούσε σ’ ένα χωριό του Κιλκίς, γράφει το 1928: «Όλοι κλέβουν και θα κλέβουν το δημόσιο και τους ιδιώτες, τόσο καιρό όσο ο κουτός αυτός λαός, που φταίει για όλα, δεν ξυπνάει μια μέρα και δεν καταλάβει τις υποχρεώσεις που έχει και τα δικαιώματά του, και δεν γίνεται όργανο στα χέρια αυτών των κυρίων που μας διοικούν.»
Η πολιτική του ελληνικού κράτους θα αποσκοπεί πλέον στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων. Η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής θα είναι μια απαγορευμένη ιστορία μέχρι τη δεκαετία του ’80. Θα απαγορευτεί ακόμα και η αναφορά στον όρο «πρόσφυγες». Οι πρόσφυγες για το ελληνικό κράτος θα χαρακτηρίζονται «μετανάστες» με κύρια πηγή του αντιπροσφυγικού συναισθήματος το Παλάτι. Χαρακτηριστική ήταν η αρνητική αντίδραση του Βασιλιά Γεωργίου του Β΄, όταν το Νοέμβριο του 1923 τού πρότεινε ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, Χ. Μοργκεντάου, να επισκεφτεί έναν καταυλισμό προσφύγων. Το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η άρνησή του ήταν ότι αυτό θα έκανε πολύ κακή εντύπωση και θα ενοχλούσε τους φιλομοναρχικούς πολίτες.
Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του ‘35, οι πρόσφυγες, που θα συνταχθούν με τους πραξικοπηματίες ως βενιζελικοί, θα βρεθούν κι αυτοί στο στόχαστρο της μοναρχικής, και αργότερα μεταξικής, τρομοκρατίας. Στα εγκλητήρια με τα οποία οι βενιζελικοί παραπέμφθηκαν για εσχάτη προδοσία, αναγραφόταν ως κατηγορία ότι «εξόπλισαν Έλληνες πολίτες και πρόσφυγες…». Ήταν χαρακτηριστική η άρνηση αποδοχής των προσφύγων ως «Ελλήνων πολιτών» 13 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στη συνέχεια, σκληρή θα είναι η αντιπροσφυγική υστερία που θα καταλάβει τον κυβερνητικό Τύπο. Κηρύγματα φανατισμού και ρατσισμού προς τους «αυτόχθονες» κατά των προσφύγων γεμίζουν τις σελίδες των φιλομοναρχικών εφημερίδων. Οι πρόσφυγες αποκαλούνται «λεφούσι» και «Τούρκοι»: «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους “αμύνης” κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις» στις 6 Φεβρουαρίου του 1936. Οι επιθέσεις κατά των προσφύγων ήταν συνεχείς. Την ίδια χρονιά συνέβησαν επιθέσεις και εμπρησμοί κατά των προσφυγικών παραπηγμάτων στο Βόλο.
Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά θα αποτυπωθεί και συμβολικά το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά, και στην καρδιά της «πρωτεύουσας των προσφύγων», δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού, θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ.
Τα αντιπροσφυγικά συναισθήματα του Ι. Μεταξά θα είναι τόσο έντονα ώστε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του θα απαγορεύσει το ρεμπέτικο και τις μελωδίες της Ανατολής, έχοντας τη συναίνεση του τότε πνευματικού κόσμου, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή πολιτικής τοποθέτησης.
Τα μεγάλα θύματα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρναίικη (του Πειραιά) Κομπανία που έδρευε στον Πειραιά, καθώς και οι βυζαντινοί μουσικοί τρόποι, τους οποίους οι «γηγενείς» Αθηναίοι ονόμαζαν τουρκομερίτικους.
Η δεκαετία του ’40 θα είναι μια δεκαετία πλήρους ανατροπής των ισορροπιών. Η κύρια αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών θα αντικατασταθεί από τη σύγκρουση Δεξιάς - Αριστεράς. Οι κοινότητες των προσφύγων, που μέχρι τότε ήταν κατά κύριο λόγο βενιζελικές με κάποιες εντάξεις στην Αριστερά, θα διχαστούν. Στα νέα πολιτικά σχήματα θα συναντήσουν τους παλαιούς τους γηγενείς αντιπάλους και θα δομήσουν νέες ταυτότητες που θα συμπληρώνουν τις παλιές.
Στην επίσημη κρατική ελληνική ιδεολογία, τα ιστορικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποσιωπούνται. Επιδιώκεται συστηματικά η εξαφάνιση του παράγοντα «ελληνισμός της Ανατολής» και η εξάλειψη της ιστορικής του μνήμης. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του ’19 - ’22 θα αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως «αγώνας για την απελευθέρωση του τουρκικού εδάφους από τη συμμαχική κατάληψη».
Η πλέον ξεκάθαρη τοποθέτηση της συντηρητικής παράταξης για εκείνα τα ιστορικά γεγονότα, ακριβώς όμοια μ’ αυτή του Κ.Κ.Ε., θα γίνει από τον Ευάγ. Αβέρωφ το 1957 από το επίσημο βήμα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ, όπου δήλωσε ότι ο μικρασιατικός πόλεμος ήταν «κατακτητικός πόλεμος… αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος» και ότι «η Τουρκία απάντησε με μίαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε την εθνικήν της ανεξαρτησίαν».
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, όπως και η έρευνα επί των ιστορικών γεγονότων, θα αφορούν τις κλειστές ομάδες των προσφύγων. Ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε να μελετήσει τα αρχεία για εκείνα τα πολιτικά γεγονότα, που αφορούσαν τις γενοκτονίες των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία, ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπισή του από τις ελληνικές αρχές όταν προσπάθησε να μελετήσει τα γερμανοαυστριακά αρχεία που αφορούσαν την περίοδο 1908 - 1918. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής την εμπειρία του: «Όταν το 1958 - ‘59 καθώς πραγματοποιούσα την έρευνα στα επίσημα αυστριακά αρχεία που μόλις είχαν παραδοθεί στους ερευνητές και είχα συναντήσει πλήθος εγγράφων που αφορούσαν τις βιαιοπραγίες κατά του ελληνικού πληθυσμού, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας Κουρτ Βαλτχάιμ και αργότερα γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και πρόεδρος της Αυστρίας με ενημέρωσε ότι δύο επιφανείς Έλληνες πολιτικοί, με παρέμβασή τους, ζητούσαν την απαγόρευση της έρευνας. Αυτοί, το αποκαλύπτω τώρα, ήταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Παναγιώτης Πιπινέλης. Το σκεπτικό ήταν ότι η δημοσίευση αυτών των στοιχείων στην Ελλάδα θα μπορούσε να προκαλέσει εμπλοκή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.»
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση του ιδιαίτερου πολιτισμού των προσφύγων δε θα έχουν την επιδοκιμασία της νεοελληνικής διανόησης. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση που ανέκυψε για τις προσπάθειες ανάπτυξης μιας ποντιακής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», ο Κ. Θ. Δημαράς αναπαράγει την εχθρική άποψη για τις διαλέκτους που είχαν οι δημοτικιστές και είχε διατυπώσει ήδη με σαφήνεια ο Τριανταφυλλίδης κατά την αναζήτηση της νέας «τεχνικής» νεοελληνικής γλώσσας. Ο Δημαράς θεωρεί ότι η ιδιωματική λογοτεχνία ήταν εκτός από βλαβερή κι επικίνδυνη, γιατί «διασπά την πολιτισμική συνοχή των Ελλήνων». Αντίθετα, ο Νίκος Ανδριώτης ενθάρρυνε τις προσπάθειες των Ποντίων. Η άποψη του Δημαρά προκάλεσε την αντίδραση των Ποντίων διανοουμένων μέσα απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Χρονικά του Πόντου».
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτησή τους: «Αν όμως οι ανάγκες μια κοινής εθνικής γλώσσας έχουν το αποτέλεσμα που είδαμε, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή εθνικό συμφέρον να σβήσουν τα ιδιώματα, που μέσα τους έχει εκφραστεί η ιδιοτυπία μιας μερίδας του λαού. […] έτσι θα θέλαμε, πλάι στην κοινή ελληνική γλώσσα που κάμαμε δική μας, να διατηρήσομε, σε περιορισμένη πια χρήση και το αγαπημένο μας ιδίωμα, πολύτιμη ιστορική κληρονομιά.»
Το αποκαλυπτικότερο γεγονός που αναδεικνύει τον τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων που αφορούσαν την ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής από την πλευρά του κράτους, είναι η μεταχείριση της ταινίας «1922» του Νίκου Κούνδουρου. Βασισμένη σε αυθεντικές μαρτυρίες και κυρίως στο βιβλίο «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, γυρίστηκε το 1977 - 1978 με τη χρηματοδότηση του κρατικού Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ). Από την εποχή των γυρισμάτων (τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο), η εφημερίδα «Hürriyet» είχε καταγγείλει την ταινία, υποστηρίζοντας ότι έτσι «υπονομεύονται» οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Φυσικά το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών γνώριζε καλύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους διαμαρτυρίας.
Οι τουρκικές αντιδράσεις απέδωσαν! Το ελληνικό υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να δώσει άδεια προβολής στην ταινία, κάτι που ήταν απαραίτητο για να βγει στις αίθουσες. Επιπλέον, το ΕΚΚ, το οποίο ήταν ιδιοκτήτης της ταινίας και είχε ως προϊστάμενη αρχή το υπουργείο Βιομηχανίας, δέσμευσε την ταινία στο εργαστήριο. Μια κόπια που παρανόμως κατάφερε να εξασφαλίσει ο Κούνδουρος, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας εννιά βραβεία. Το υπουργείο Προεδρίας, φοβούμενο την κατακραυγή, δεν τόλμησε να απαγορεύσει την προβολή της ταινίας, η οποία παρέμενε δεσμευμένη στα συρτάρια του ΕΚΚ. Η λαθραία κόπια στάλθηκε το 1982 (οκτώ χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) στο Διεθνές Φεστιβάλ Βουδαπέστης. Μισή ώρα πριν από την προβολή της, κατέφθασε από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εντολή προς τον Έλληνα πρέσβη να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. Ο Έλληνας πρέσβης ζήτησε με τη σειρά του από το ουγγρικό υπουργείο Εξωτερικών να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. Πράγμα που έγινε! Λίγο αργότερα, με παρέμβαση του Μικρασιάτη, τότε υπουργού, Γιάννη Καψή, έλαβε τέλος η ομηρία της ταινίας και το ΕΚΚ την παρέδωσε στο Νίκο Κούνδουρο.
Ένα μεγάλο ζήτημα που άπτεται της συμπεριφοράς του κράτους απέναντι στους πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στην Ε.Σ.Σ.Δ., ήταν η αποστέρηση των δικαιωμάτων αποζημίωσης με την Ανταλλάξιμη Περιουσία. Ενώ ήδη από το 1928 είχε απαγορεύσει την κάθοδό τους στην Ελλάδα, στη συνέχεια μεθόδευσε την απαλλοτρίωση του δικαιώματος αποκατάστασης που προβλεπόταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Με το 330/1960 Βασιλικό Διάταγμα του 1960, απαγορεύτηκε η αποκατάσταση όσων προσφύγων έφτασαν στην Ελλάδα μετά το 1934.
Μετά το 1989 εμφανίστηκε ένα μεγάλο κύμα μεταναστών και προσφύγων από την Ε.Σ.Σ.Δ., το οποίο θα διογκωθεί μετά την κατάρρευσή της. Η κρατική πολιτική αποκατάστασης των «παλιννοστούντων ομογενών» που θα εκπονηθεί, θα θεωρηθεί ανεπαρκής και προβληματική.
Το συναίσθημα που επικρατεί αποτυπώνεται στον εξής τίτλο μιας ποντιακής εφημερίδας: «Το κράτος φέρεται στους Πόντιους σαν να είναι αλλοεθνείς μετανάστες».
Η έλλειψη ευαισθησίας και κατά συνέπεια αντανακλαστικών θα φανεί στην περίπτωση του πολέμου στην Αμπχαζία 1992 - 1993. Μόνο ένα χρόνο μετά την κήρυξη του πολέμου και μετά από πολλές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις ποντιακών συλλόγων στην Αθήνα, η κυβέρνηση θα αποφασίσει να οργανώσει την επιχείρηση απεγκλωβισμού των Ελλήνων από το εμπόλεμο Σοχούμι της Αμπχαζίας, το οποίο βρισκόταν τότε υπό γεωργιανή κυριαρχία περικυκλωμένο από αμπχαζικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η αδιαφορία υπήρξε διακομματική συμπεριφορά, απόρροια του συναισθήματος ότι το πρόβλημα αυτό δεν ήταν «δικό τους».
Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση ενός αιτήματος μιας διεθνούς αποστολής στην Αμπχαζία, η οποία διαπίστωσε τις τραγικές συνθήκες. Στο έγγραφό του ο Μ. Τζέλιος, γενικός γραμματέας της International Federation for the Protection of the Rights of Ethnic Religious, Linguistic and other Minorities, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μαζί με τον υπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών Ν. Μυστακόπουλο, ελληνικής καταγωγής, επισκεφτήκαμε την Κωσταντίνοφκα, ένα από τα ελληνικά χωριά κοντά στο Σοχούμι. Έξω από το κατεστραμμένο σχολείο μάς περίμεναν καμμιά τριανταριά άτομα, άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπα όλων των ηλικιών. Ό,τι γλύτωσε απ’ τον πόλεμο το αποτέλειωσαν οι ληστρικές ομάδες που περιφέρονται και λυμαίνονται την περιοχή, καταληστεύουν τα σπίτια και τρομοκρατούν τους κατοίκους. Αποτέλεσμα της τρομοκρατίας είναι να ερημώσουν τα χωριά που κάποτε ευημερούσαν. Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα και άλλοι διεσκορπίστηκαν στα ενδότερα της Ρωσίας. Σε μια από τις επιδρομές στην Κωσταντίνοφκα σκοτώθηκαν δεκατέσσερα άτομα. […] Όλοι τους ήταν τρομαγμένοι, απελπισμένοι. Έμειναν σχεδόν με τα ρούχα που φορούσαν. Η πίκρα ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους από την εγκατάλειψη των συμπατριωτών μας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κανένα ενδιαφέρον, καμμιά βοήθεια, καμμιά συμπαράσταση από τους πολυάριθμους φιλανθρωπικούς οργανισμούς και αδελφότητες. […]» Το κείμενο που στάλθηκε προσωπικά προς τον «υφυπουργό Εξωτερικών» τελείωνε με την έκκληση: «Τα αδέλφια μας στην Αμπχαζία χρειάζονται την υλική και ηθική συμπαράσταση της Μητέρας Ελλάδας στις δύσκολες στιγμές που περνάνε. Ελπίζω να δώσετε τη δέουσα προσοχή και να συνδράμετε κατά το δυνατόν στη βοήθεια των Ελλήνων της Αμπχαζίας.» Καμμιά συνδρομή δε θα δοθεί στους Έλληνες που παρέμειναν στην ταραγμένη εκείνη περιοχή του Καυκάσου. Το αίτημα αυτό θα υποβαθμιστεί και θα παραγνωριστεί από τους πολιτικούς συμβούλους και τη γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών.
Με το πνεύμα αυτό, οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το μεγάλο ζήτημα της νέας ελληνικής προσφυγιάς που προέκυψε απ’ την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2000 το ζήτημα των «παλιννοστούντων» ομογενών θα μπει στο στόχαστρο της κομματικής αντιδικίας. Στην πλειονότητά τους οι μετανάστες και πρόσφυγες ομογενείς θα στοχοποιηθούν ως «ελληνοποιημένοι μη Έλληνες».
Επίσης, και στα ζητήματα που άπτονται των ζητημάτων της γενοκτονίας και της προβολής της, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι πλέον εξαιρετικά επιφυλακτική έως και αρνητική.
Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο μέρος («Η αντιμετώπιση των προσφύγων») από το κεφάλαιο: Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα», που αποτελεί μέρος από μια ευρύτερη μελέτη με τίτλο «Mνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό». Συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο: Γιώργου Κόκκινου - Βλάση Αγτζίδη - Έλλης Λεμονίδου «Η μνήμη και το τραύμα. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη σε όλο τον κόσμο» εκδόσεις «Ταξιδευτής» Αθήνα.
Ο χωρισμός των παραγράφων έγινε από τη σύνταξη της εφημερίδας.