Γεμάτος επιστροφές, ως συνήθως, από εκείνες που, παρ’ όλο διστάζω, τις επιχειρώ συχνά και αναπόφευκτα. Αυτό το φοβερό «κόλλημα» που έχω συχνά με το παρελθόν και η εμμονή μου να έρχομαι και να επανέρχομαι, μπορεί να δείχνει κάπως κουραστικό.
Γεμάτος επιστροφές, ως συνήθως, από εκείνες που, παρ’ όλο διστάζω, τις επιχειρώ συχνά και αναπόφευκτα. Αυτό το φοβερό «κόλλημα» που έχω συχνά με το παρελθόν και η εμμονή μου να έρχομαι και να επανέρχομαι, μπορεί να δείχνει κάπως κουραστικό. Όμως το κάνω γιατί μ’ αυτά ζω και γιατί δε θέλω ποτέ να πιστέψω πως όλα στη ζωή φθείρονται και γκρεμίζονται. Αφήνω, ανάκατα μέσα μου, τ’ αγγίγματα, τ’ ανθίσματα και τις πνοές εκείνες, τόσο ανελέητα και τόσο αγιάτρευτα, να μπλέκονται, να κουτρουβαλούν, ν’ αναστατώνουν τις αισθήσεις μου και… να με ζαλίζουν.
Πώς να ξεχάσω τις εικόνες εκείνου του ατέλειωτου ορίζοντα, στο τέρμα τ’ ουρανού… Σ’ εκείνη την αμμουδιά. Πώς μπορεί να σπαρταρά ακόμη η σκέψη, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Φέρνω ξανά την εικόνα της, στην άκρη της θάλασσας, ν’ απομακρύνεται. Με τι λαχτάρα αναδύεται στη ματιά μου εκείνη η γυναίκα που ξελόγιαζε με τις αρμονικές αναλογίες και τις επιδέξιες κινήσεις του κορμιού της κι έκανε να λάμπει ό,τι την πλησίαζε. Με διάπλατη και πλούσια ψυχή, πέρα από μιζέριες και χαμηλώματα. Τα επένδυε όλα, σπάταλα, στον εαυτό της. Αυτά είχε, αυτά έδειχνε. Ο ερωτισμός που απέπνεε, ξεχείλιζε, έσταζε και ζέσταινε τον αέρα γύρω της. Ένιωθες στη σάρκα σου να σε ψαχουλεύουν, χαμόγελα, αναπνοές λαχτάρες και πεθυμιές. Άξιζε ένα όνειρο τέτοιο, ακόμα κι αν επρόκειτο η φωτιά του να σε κάψει.
«Θέλω να σου πω πως σήμερα ξανάνοιξα εκείνο το κουτί με το “περιτύλιγμα νοσταλγίας”, ξέρεις, σαν την άλλη φορά, και βρήκα τη φωτογραφία σου. Την είχα καλά φυλαγμένη εκεί. Την κράτησα στα χέρια μου και την κοιτούσα. Είπα να συγκρατηθώ αλλά δεν άντεξα, κόλλησα τα χείλη μου επάνω της και σου χάρισα ένα φιλί, που τόσο ποθούσα. Ένιωσα - θέλω να με πιστέψεις - σα να ‘βγαινε κι απ’ τα δικά σου χείλη. Παρ’ ότι προσπαθώ να ηρεμήσω, οι χτύποι της καρδιάς μου δε μ’ αφήνουν. Εκεί βρίσκω μαζί, κι εκείνο το μικρό σου γράμμα. Αυτό με την απόφασή σου. Θυμάμαι, το ‘βαλες στη παλάμη μου, την έκλεισες σφιχτά, με κοίταξες γλυκά, μ’ αυτά τα εκστατικά μάτια σου, κι άφησες να κυλήσει ένα δάκρυ στο πυρωμένο σου μάγουλο. Άπλωσα το χέρι να το σκουπίσω. Το κράτησες… Δε μ’ άφησες… Στη Χουντιβάνα ήταν, τη μαγευτική εκείνη παραλία. Θυμάσαι; Πόσα χρόνια πέρασαν… Πόσο νέοι ήμασταν τότε;
»Μια εξήγηση και μια συγγνώμη… Λίγες οι λέξεις. Γραμμένες με τόσο μικρά γράμματα λες κι όταν τα ‘γραφες φοβόσουν μη τυχόν κι ακουστεί ο ψίθυρός τους. Μη μαθευτεί η μυστική και τελική σου απόφαση. Ακόμα υπάρχουν επάνω του τα σημάδια από τα δάκρυά σου. Κατά βάθος δεν το ‘θελες κι εσύ, γι’ αυτό έκλαιγες…
»Τώρα, κρυφά, σκουπίζω τα δικά μου μάτια κι ανιστορώ, πέρα απ’ τη συγγνώμη, πέρα απ’ την απόφαση, πέρα απ’ την κατανόηση, τις στιγμές μας. Από σένα πήρα - και κράτησα - αυτά τα λίγα λόγια και τώρα μ’ αυτά εσύ επιστρέφεις κουβαλώντας, με τη φωτογραφία σου, την ανάμνησή τους. Αναδιπλώνεις το χρόνο. Ξαναμπαίνεις μέσα μου και φωτίζεις τις σκοτεινές γωνιές που έχει αφήσει ο χρόνος. Πόσο κουρασμένες φαντάζουν τώρα οι δικές μου λέξεις. Πόσο ανήμπορες να αποδώσουν τα συναισθήματα που καλούνται να περιγράψουν. Σέρνονται πάνω στο χαρτί προσπαθώντας, αδύναμες, να διώξουν τη σκόνη του χρόνου.
»Διαβάζω ξανά και ξανά τα λόγια σου σε τούτο εδώ το μικρό χαρτάκι. Τα έγραψες, γιατί δεν είχες το κουράγιο να μου τα πεις. Σε φέρνω και πάλι στη σκέψη μου να απομακρύνεσαι αφήνοντας πίσω τα σημάδια σου στην άμμο. Ο ήλιος χανόταν, θυμάμαι, στον ορίζοντα κι εσύ είχες κομματιάσει την καρδιά σου χαρίζοντάς μου -γ ραμμένα - τα θρύψαλά της.»