Ιδού! Ο Νυμφίος, έρχεται;…

01/07/2012 - 05:56
Κατρακύλησε ο χρόνος, ξημέρωσε, βράδιασε, διαβήκαν οι μέρες, γύρισε σελίδα, ξαναγιόμισαν οι εκκλησιές πένθιμες κορδέλες, ποιμένες, ποίμνια και τροπάρια.
Κατρακύλησε ο χρόνος, ξημέρωσε, βράδιασε, διαβήκαν οι μέρες, γύρισε σελίδα, ξαναγιόμισαν οι εκκλησιές πένθιμες κορδέλες, ποιμένες, ποίμνια και τροπάρια.

Χωμένος στο αρχαίο, κοντά δυο αιώνες, πολυδουλεμένο στασίδι με λακκούβες καμωμένα τα ξύλινα μπράτσα του, να ακουμπάνε και να τρίβονται χέρια αναρίθμητα ζωντανών κι αποθαμένων, κούρνιασα, μη φαίνομαι και μη βλέπω τίποτα, εξόν τον παπά Μιχάλη, κοκαλιάρη, κιτρινισμένο κι ανήμπορο, από βάσανα νηστεία και καθήκον. Δε ξεχώριζε, ζωντανός ή οπτασία αν ήταν.
Ήρθε η ώρα, έβγαλε του Νυμφίου την ασημοπλουμισμένη εικόνα, τάφου γαλήνη έπεσε, κι ίσα το θρόισμα από τα ράσα και τα χέρια που κάνανε το σημείο του Σταυρού, να ακούγονται. Προσκυνούσαμε όλοι, κι άξαφνα η Βασιλικό χύθηκε, άρπαξε ένα μπηγμένο στην άμμο κερί, και με τα μάτια βουρκωμένα ακλούθησε.
―Μνήσθητί μου Κύριε! Σκοτεινά θα πάγαινε ο Σωτήρας μου στο δρόμο του μαρτυρίου, μουρμούριξε.
Γιόμισε η κιβωτός λιβάνι μελωδίες και κροταλίσματα, τρέξαν οι γυναίκες, κάνανε λουλουδιασμένη μυρωδάτη κορνίζα ολόγυρα το κεφάλι του Θεανθρώπου, γονυπετήσανε και το κούτελο ν’ αγγίζει τις πλάκες, προσκυνήσανε, φιλήσανε το Νυμφίο, σκορπίσανε.

Βγήκε ο παπάς με το Βαγγέλιο, δυο γερόντισσες σκύψανε ευλαβικά από κάτω, κι απαντέχανε να πέσει απάνω τους η Θεία Χάρη.
Είδε κι ο μικρός ο Μανολάκης, δίχρονος μπόμπιρας, άρεσε πολύ τα μεταξένια άμφια και το χρυσό Βαγγέλιο, λαχτάρησε να βρεθεί κι αυτός κοντά, μα η χαροκαμένη μάνα του που ‘χασε το πρωτοπαίδι της, κοσάχρονο Απόλλωνα, σα γκρεμίστηκε στο φαράγγι προ πέντε χρόνια, δεν τον άφηνε. Της ξέφυγε αυτός, έκανε να πάρει κερί αναμμένο από το μανουάλιο, δεν έφτανε, τον βόηθησε η Χρυσούλα, στήθηκε κολλητά τον ιερέα.
Κι ήταν μυσταγωγία αληθινή, να βλέπεις το μικροσκοπικό αυτό πλάσμα σε στάση προσοχής, με το παντελονάκι του ατσαλάκωτο, ίδιο αγγελούδι, με το αναμμένο κερί, το κεφάλι αψηλά, να κρέμεται προς τα πίσω, και να βλέπει το Βαγγέλιο, το απλωμένο χρυσοκέντητο πετραχήλι, τα γένια του παπά, και πάνω, ψηλά, τον Παντοκράτορα να τον ευλογεί.
Κι η ευλογία να απλώνεται στα παιδιά όλου του κόσμου.

Τέλεψε το ανάγνωσμα, ασπαστήκαν οι γερόντισσες, περίμενε ο Μανολάκης, τεντώθηκε, φίλησε κι αυτός το Ιερό Ευαγγέλιο.
Κι έφυγε.
Δεν πήγε όμως στη μάνα του, που λαχταρούσε, μα, χαρωπά βρέθηκε στο Δεσποτικό θρόνο.
Τρόμαξε η μάνα, «αμαρτία μαθές είναι», είπε, την σταματήσαμε όμως κι αφήκαμε το μικρό άκακο Μανολάκη που κουβαλούσε τη Θεϊκιά Χάρη, γιατί σίγουρα, ήταν πιο αγνός, πιο αναμάρτητος από το διαμαντοστόλιστο Ιεράρχη.

Διαβήκανε οι ορδές της Χριστιανοσύνης, ακούστηκε η ψάλτισσα,
«… Λάμπρυνόν μου, την στολή της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με»,
κι ο Μανολάκης έμενε ακίνητος σοβαρός και γλυκύτατος, όλο καλοσύνη, και κανένας δεν τον μάλωσε· γιατί αψήλωνε παράξενα, μεγάλωνε υπερβατικά, κι είδαμε ν’ αρπάζει το λάβαρο στα χεράκια του, που τώρα πια είχανε γιγαντώσει, και να μένει εκεί ως την Ανάσταση.
Κι οδηγούσε όλους εμάς, σε μια άλλη Ανάσταση. 
Στη λύτρωση.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey