Σκάβουμε ολημερίς, μουτζουρώνουμε χαρτιά και συνειδήσεις, δέρνουμε και δερνόμαστε, φωνασκούμε και φράζει της καρδιάς μας ο πόρος, κι υστερνά ζυγιάζουμε το παραδοσακκούλι να σιγουρευτούμε πως επράξαμε το χρέος μας
Σκάβουμε ολημερίς, μουτζουρώνουμε χαρτιά και συνειδήσεις, δέρνουμε και δερνόμαστε, φωνασκούμε και φράζει της καρδιάς μας ο πόρος, κι υστερνά ζυγιάζουμε το παραδοσακκούλι να σιγουρευτούμε πως επράξαμε το χρέος μας, α που ήμασταν πηλός ως πηλός να ξαναγενούμε, με πρησμένο στομάχι και βρομισμένο το περίγυρό μας· όλο αποκαΐδια και κοπρά. Έρχονται κι οι απογόνοι, να δείξουνε δα την πόνεσή τους, και σφάζονται ποιος θε να μαζώξει πιότερη κοπρά που περίσσεψε.
Να γιομίζουμε και ν’ αδειάζουμε σαν τη καπνοσακκούλα το κορμί μας άχυρα είναι λοιπόν η αποστολή μας; Να «κοπρίσουμε», που ‘λεγε ο Καζαντζάκης, τον τόπο;
Κακό πράμα, αγαπητοί μου, να ‘χει υποταγή το πνεύμα στην ύλη!
Αξίζει τάχα τέτοια ζωή;
Μα, μπορούνε άραγες να το ξεκρίνουν τούτο, όσοι φοράνε τις πλατινένιες παρωπίδες;
Ζουλώ το μυαλό μου καμμιά φορά και το βλέπω να στερεύει, χωρίς να μου δώνει απόκριση, σα βλέπω, ακούγω ή διαβάζω τα όσα εγκλήματα συβαίνουν γύρω μου. Πατέρας σκότωσε παιδί ή παιδί πατέρα κι αδέρφια μεταξύ τους μαχαιρώνονται. Μα δεν είναι τούτα μοναχά που αμαυρίζουν τον καθένα χωριστά και την κοινωνία ολάκερη. Χωρίς να βουτήξουμε λίγο τη γλώσσα μας στη γνώση, στη λογική και στο καλό το δικό μας, ανοίγουμε συχνά το στόμα μας και σφεντονούμε φαρμακερά βέλη που χτυπούν τον άλλο, ανάβει το αίμα, τεντώνουν ακρόνευρα και φλέγες, και χάνουμε την ηρεμία μπορεί και τη ζωή μας, για μια σπιθαμή γης· όση θα μας είναι περισσευούμενη σαν έρθει δα η τελευταία ώρα.
Στην ερημιά μου, που θεληματικά βρέθηκα και παραμένω, ξεκαθάρισα πως όσο πιο πολλά ο άθρωπος έχει, τόσο πιο πολλά θέλει να αποχτήσει. Για να παραγεμίσει το ασκί να μείνουν φχαριστημένοι οι σκουλήκιοι.
Γιατί αυτός είναι ο προορισμός μας και κατά που λέει ο αιωνόβιος μπάρμπα-Θανάσης, «ο Θεός, Γιωργάκη, σε τούτο να το πράμα είναι δίκαιος πέρα για πέρα. Δε γλυτώνει τη δαγκάνα κανείς. Ούτε ο άρχοντας, μηδέ εγώ ο καταφρονεμένος. Το ίδιο κομμάτι γης δικαιώμαστε.».
Ποιο λοιπόν το θήραμα που στοχεύουμε και ποιο το συφέρο μας; Σαν τα μυρμήγκια να δουλεύουμε, ναι· μα και σαν αυτά τα άκακα ζώα να μη θέλουμε το δίκιο του άλλου.
Σκέφτομαι ακόμα, πως δεν υπάρχει πιο όμορφο πράμα στον κόσμο από το να βραδιάζει, να χαλαρώνεις, να παγαίνεις στο κρεβάτι σου και να κοιμάσαι χωρίς τα σαράκια και τους εφιάλτες να σε τριβελίζουν. Χωρίς τύψεις κι ενοχές που λένε οι γραμματιζούμενοι. Γιατί όλα παλεύονται, μα τούτο που λέγεται συνείδηση, δεν παλεύεται με τίποτα. Εξόν κι αν, κάποιος, δεν έχει.
Σαν περπατείς όμως μιαν αυγή κι αντί για τα αργύρια και τ’ αηδιαστικά διαμάντια βρεις δυο μάτια γελαστά και πιο κάτω να πετιούνται ανθισμένα κρίνα οι γλυκές αμόλευτες κουβέντες, νιώθεις ευδαιμονία και ζεστασιά· που σ’ ακλουθά μέρες πολλές, μήνες και χρόνους.
Κι αν βρεις τη δύναμη, να παραμελήσεις λίγο την καλοπέρασή σου, σαν κάνεις μια λιγόλεπτη διακοπή στο τρέξιμό σου και σκύψεις για να αφουγκραστείς έστω και λίγο τον πόνο του κατατρεγμένου, το βογγητό του αρρώστου, για, το παραπονεμένο κλάμα του ορφανού παιδιού, πίστεψέ με, σαν το κάνεις και το νιώθεις, θα δεις να απογειώνεσαι, να σκαρφαλώνεις στον έβδομο ουρανό, και να δοξάζεις το Θεό που είσαι γερός και το τραπέζι σου γεμάτο.
Είναι, φίλοι, μου τέτοιες στιγμές που σε δικαιώνουν να βρίσκεσαι στον κόσμο ετούτο.
Σταλαχτίτες γένονται που μένουν αιώνια.
Κι αφήνεσαι τότες στην αύρα! αναπαύεσαι· ήρεμα· δίπλα στην Παράδεισο.
Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.