Κάποτε στη ζωή έρχεται η στιγμή που πολλά αρχίζουν ν’ αλλάζουν, όχι γιατί το θέλεις εσύ, αλλά γιατί έτσι το θέλησε εκείνη, που βέβαια είναι σοφότερη από σένα και πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από σένα…
Κάποτε στη ζωή έρχεται η στιγμή που πολλά αρχίζουν ν’ αλλάζουν, όχι γιατί το θέλεις εσύ, αλλά γιατί έτσι το θέλησε εκείνη, που βέβαια είναι σοφότερη από σένα και πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από σένα… Αγόγγυστα τραβάει την ανηφόρα κι εσύ ξοπίσω της - στα τρωτά και στα δύσκολα - πορεύεσαι ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας. Οι ώρες, οι στιγμές, οι μέρες κυλάνε μαζί της, μέσα της, πάνω της. Περνάνε, στοιβάζονται, αθροίζονται και γίνονται χρόνος απ’ τη μια, και… μείον απ’ την άλλη, απ’ τα υπόλοιπα που απομένουν. Κι άντε να βάλεις στη ζυγαριά τα συν και τις ελλείψεις…
Κάποιες φορές γυρίζεις, ρίχνεις ματιές πίσω, σε όσα άφησες, απλώνεις το χέρι σου μήπως και φτάσεις να συγκρατήσεις έστω κάτι, μα… δεν τα καταφέρνεις. Σα μαγεμένες σκιές φεύγουν οι εικόνες, θολώνουν, σβήνουν και χάνονται… Ό,τι αντικατοπτρίζεται ακόμη μέσα σ’ αυτές, υπήρχε. Ό,τι αντηχεί, ειπώθηκε. Ό,τι άφησες να φύγει, έφυγε. Κι είναι τότε, που γυρίζεις και παραδίνεσαι στους λογισμούς σου. Δίνεις τόπο στο νου, ίσως εκείνος καταφέρει να διαβάσει αλλιώτικα το χρόνο.
Πάντα ζητούσες μια αφορμή, μια δικαιολογία να φτιάξεις μια φυλακή μέσα σου. Να κρατήσεις εκεί όλα όσα, στα τόσα χρόνια, έφτιαξαν εσένα, το χαρακτήρα σου. Είχες τη συνήθεια να κομματιάζεις τον εαυτό σου να φτιάχνεις αναχώματα και καταφύγια για να κερδίσεις «το τίποτε μιας ευτυχίας». Χρωμάτιζες την ψυχή σου με της αρμονίας τα ομορφότερα χρώματα. Έκανες τις επιλογές σου, πήρες τις αποφάσεις σου κι είπες να ξαποστάσεις. Όταν έχεις ζήσει το απόλυτο… πώς να δεχτείς το μέτριο; Και να που το δέχτηκες… Μπροστά σου είχες την απλωσιά τ’ ουρανού, παρ’ όλο αυτό δεν ξεπερνούσες ποτέ τη γραμμή του ορίου, του μετρημένου. Έφτανες μόλις λίγο πριν το τέλος της ματιάς σου. Πρόσεχες το κάθε σου βήμα μη τυχόν και τα ξεπεράσεις. Μπορεί κάθε βράδυ να έβρισκες τη ζωή σου γεμάτη λάθη, μα σαν ξημέρωνε, το πρωί ήταν γεμάτο ελπίδες. Δεν άφηνες να σβήσει το χαμόγελό σου, μήτε να σταματήσει ο νους να ονειρεύεται.
Αχ, αυτά τα όνειρα - θυμάσαι τι λέγαμε για αμάραντα όνειρα; - κράτησαν λίγο, φίλε, αλλιώς εσύ τα λογάριαζες… Και να, τώρα νοιάζεσαι που δε βρίσκεις λόγια, τέτοια για να απολογηθείς, να δικαιολογηθείς. Πώς να ξενοιάσεις., λοιπόν, αφού δε δέχεσαι ασπρόμαυρες ερμηνείες; Παραξενεύεσαι που μέσα σου - στο τελευταίο σου οχυρό - εξελίσσεται ένα βάσανο. Μη σκας, είναι οι σκέψεις που παλεύουν με το νου. Αν τελικά τον νικήσουν, θα γίνουν λέξεις. Αν ηττηθούν, θα γίνουν σιωπές. Κάποιοι λένε πως ο λόγος είναι έκφραση του νου· η σιωπή, της καρδιάς. Πώς γίνεται όμως και σε σένα, τούτα τα δυο να αντιστρέφονται; Η σιωπή έτρεφε το νου σου κι ο λόγος μάγευε την απλόχωρη καρδιά σου. Πάντα έδινες περισσότερη σημασία στις κουβέντες της παρά στις εύγλωττες σιωπές της σκέψης σου. Ήθελες να τα χειρίζεσαι ανάλογα με τις ανάγκες σου. Φρόντιζες να διαλέγεις τις όμορφες λέξεις της καρδιάς και τις σωστές του νου, να τις φιλιώνεις και να φτιάχνεις λόγια απλά, γήινα, ανθρώπινα… Τα ένιωθες να σκαλώνουν στα χείλη σου και να βγαίνουν σα χαμηλόφωνη προσευχή. Να ξεφεύγουν απ’ την πένα σου να παίρνουν μορφή και να αποτυπώνουν στο χαρτί την ψυχή σου.
Τι μένει και τι αξίζει τελικά; Γι’ αυτό σου λέω: γράψε, όσο καλύτερα μπορείς, αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που αισθάνεσαι, αυτά που θέλεις. Αράδιασέ τα στο χαρτί και πες τους: Να, εδώ είναι όλα, δείτε τα! Είμαι αυτό κι αυτό… Είμαι αυτό που είμαι… δεν έχω άλλα.