Ένα χαρτί ή ένα μεγάλο φύλλο, ώρα πολλή έκανε φασαρία στον έρημο δρόμο του μεσημεριού, καθώς το παρέσερνε με μανία ο βοριάς, έρμαιο στην τρελή του όρεξη για σπάταλους περιπάτους, και τάραξε την απόκοσμη, σχεδόν, ησυχία του γκρίζου μεσημεριού.
Ένα χαρτί ή ένα μεγάλο φύλλο, ώρα πολλή έκανε φασαρία στον έρημο δρόμο του μεσημεριού, καθώς το παρέσερνε με μανία ο βοριάς, έρμαιο στην τρελή του όρεξη για σπάταλους περιπάτους, και τάραξε την απόκοσμη, σχεδόν, ησυχία του γκρίζου μεσημεριού. Νοέμβρης μήνας, στην αρχή του ακόμη, και επόταν ένας ολόκληρος χειμώνας. Σιωπηλός και δυσοίωνος, ερημικός και σκυθρωπός, κρύος και ανέλπιδος.
Απελπισία να ξέρουμε πως η Άνοιξη αργεί, πως ο ήλιος θα καθυστερεί ανυστερόβουλα πίσω απ’ τα βαριά σύννεφα, πως έπονται οι βροχές και τα κρύα, οι τρελοί νοτιάδες.
Πως η μέρα μικρή ακόμα, κι ο χρόνος να στριμώχνεται, κι οι νύχτες απαρηγόρητα μεγάλες, μονάχα για ερωτευμένους, αποκλειστικά μονάχα γι’ αυτούς, που έτυχε να βρεθούν μαζί για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ν’ αγκαλιαστούν, να ερωτευθούν, ν’ αγαπηθούν.
Και κείνη, η μικρούλα Άνοιξη, πότε θα ‘ρχόταν; Σα μια μικρή κρυφή φωτεινή ελπίδα στο βάθος του μυαλού μας.
Οι μεγάλες πολιτείες, ανήμπορες να φανταστούν ένα μικρό γκρίζο απομεσήμερο ενός θαλασσινού χωριού με τόση ιστορία, με το κάστρο του, τα πλακόστρωτα δρομάκια του, έρημο τώρα, πολυπληθή μονάχα τα πεσμένα κίτρινα φύλλα στις άκρες τους. Τις άδειες και μοναχικές ακρογιαλιές, τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα, Άνοιξη, Φθινόπωρο, Καλοκαίρι.
Οι μεγάλες πολιτείες, ανήμπορες να φανταστούν, ν’ ακούσουν, ν’ αφουγκραστούν τη σιωπή των μικρών παραθαλάσσιων χωριών. Το χορό που στήνουν τα φύλλα στους έρημους δρόμους, πλάι στη θάλασσα. Κάποτε και τις μεγάλες τρικυμίες.
Τους ανοιχτούς ορίζοντες, που ενίοτε σε ταξιδεύουν πιο μακριά από οποιοδήποτε ταξίδι. Που αφήνουν τη φαντασία σου να πλέει μεσοπέλαγα... να φεύγει, να ταξιδεύει στη Μαύρη Θάλασσα, στον Ελλήσποντο, να σου φέρνει πίσω τις μυρωδιές της Πόλης, καθώς εσύ θ’ ακούς τη Βασιλεύουσα να πέφτει...
Ώρα πολλή άκουγα τη σιωπή του μεσημεριού που πια γινόταν απόγευμα.
Έβλεπα τα σύννεφα ν’ αλλάζουν πορεία, να τρέχουν βιαστικά προς τη θάλασσα, να χάνονται, ν’ αραιώνουν και να πυκνώνουν ξανά, μια αέναη πάλη των στοιχείων της φύσης.
Άκουγα μια ψιθυριστή σιωπή, δεν άκουγα τίποτα. Γύρισα και κοίταξα για μια στιγμή κι είδα κατακόκκινα τα σπίτια κάτω απ’ το Κάστρο. Στο βάθος, οι ορίζοντες ανοιχτοί, σαν ένα χέρι αόρατο να προσπαθούσε να διώξει τα σύννεφα, να φτάσει ο ήλιος πριν βασιλέψει, να δω κι εγώ μια μικρή ηλιαχτίδα, να ελπίσω.
Να φύγει το βάρος της απελπισίας, της μοναξιάς, της δυσθυμίας. Ν’ αντέξω την πραγματικότητα, την καθημερινότητα, κι ό,τι άλλο αντίξοο και σκληρό συνεπάγεται μέσ’ απ’ αυτά τα δύο. Να μπορέσω μονάχα να ελπίσω.