Είναι κάτι πλατείες στη Μυτιλήνη που κάποτε έσφυζαν από ζωή. Χώροι που αντιλαλούσαν από το παιδικό παιχνίδι, το παιδικό γέλιο, την κουβέντα ανάμεσα σε μεγαλύτερους που συναντιόνταν εκεί…
Είναι κάτι πλατείες στη Μυτιλήνη που κάποτε έσφυζαν από ζωή. Χώροι που αντιλαλούσαν από το παιδικό παιχνίδι, το παιδικό γέλιο, την κουβέντα ανάμεσα σε μεγαλύτερους που συναντιόνταν εκεί…
Σήμερα στέκουν χώροι αδειανοί, χωματερές σκουπιδιών κι ανθρώπων. Με μια Πολιτεία απούσα σε όλες της τις μορφές. Αυτοδιοίκηση, κράτος, όλοι απόντες. Κι αργά το βράδυ σέρνονται εκεί, σε αυτούς τους χώρους, ανθρώπινες σκιές οι νεκροί του αύριο. Έμποροι ναρκωτικών, παιδιά χρήστες… Καλώς ήρθατε στους άλλοτε πολλά υποσχόμενους χώρους της πλατείας του Άι Γιάννη του Αρμένη, του Πάρκου Χατζηδήμου. Στην κάτω Κουλμπάρα. Στο «Σόχο» της Μυτιλήνης!
«Φοβόμαστε γιε μου να ανοίξουμε τα παράθυρά μας. Φοβόμαστε να βγούμε στην πόρτα μας. Με το που σκοτεινιάζει κλεινόμαστε μέσα και περιμένουμε να ξημερώσει». Ο λόγος σε μια γιαγιά, μια από τους ηλικιωμένους της γειτονιάς.
Σπίτια, τα περισσότερα χτισμένα στις αρχές του 20ου αιώνα, πέρασαν στα χέρια νεώτερων ιδιοκτητών στη δεκαετία του 1980. Ανακαινίσθηκαν και η γειτονιά έλαμψε, πραγματική «συνοικία το όνειρο». Κάποιες παρεμβάσεις της Αυτοδιοίκησης έδειξαν πως όλο ετούτο το κομμάτι της πόλης, «το κέντρο απόκεντρο», θα γινόταν το Μυτιληνιό «Κολωνάκι». Και ξαφνικά όλα στραβώσανε.
«Εδώ μπροστά γιε μου γίνονται όλα. Δυο άνθρωποι προχθές πουλάγανε τσιγάρα σε 15χρονα παιδιά. Έκανα πως δεν έβλεπα… Τι να έκανα;».
Στο πάρκο Χατζηδήμου αργά το βράδυ όλα μοιάζουν πεθαμένα. Σκοτεινά… Οι λάμπες σπασμένες, ούτε μια να ανάβει… Κάθε τι νεκρό σε ετούτο το χώρο, που ένας Θεός ξέρει πόσες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στοίχισε. Τα πλακόστρωτα βαμμένα, οι πέργκολες κατεστραμμένες, σκουπίδια…
Ναρκωτικά
Δεν πάνε πολλά χρόνια που μια επιχείρηση της Ελληνικής Αστυνομίας, εκεί στην πλατεία του Άι Γιάννη του Αρμένη, «έδωσε» κιλά ουσιών κρυμμένα σε μια καπνοδόχο. Πριν λίγα χρόνια, με αφορμή και πάλι ρεπορτάζ από αυτή την εφημερίδα, βρέθηκαν ποσότητες ουσιών και συνελήφθησαν και διακινητές.
Πρέπει όμως κάποιος να γράψει, κάποιος να πει, για να περάσει Αστυνομικό όργανο από τη γειτονιά.
«Έχουμε να δούμε χρόνια Αστυνομικό να περπατά στους δρόμους της Κουλμπάρας. Πού και πού κανένα περιπολικό κι αυτό πάντα στον κεντρικό δρόμο καθ’ οδόν στο Δικαστήριο ή αν κληθεί για κάποια φασαρία. Προληπτικά όμως, και για να ελεγχθεί η κατάσταση, ποτέ».
Ποτέ Αστυνομικός δεν έχει περάσει τα σοκάκια της Κουλμπάρας. Ποτέ δεν έχει κάποιος ελέγξει την κατάσταση στα πάρκα και τις εσωτερικές πλατείες. «Μέσα στα μάτια μας πουλάνε ναρκωτικά. Σε παιδιά, μαθητές Λυκείων. Και σε πιο μικρούς… Αν και οπότε ο Δήμος βάλει μια λάμπα, το ίδιο βράδυ τη σπάνε για να μην φαίνονται».
Η Αστυνομία συχνά πυκνά δέχεται κλήσεις. Πότε για διαταράξεις κοινής ησυχίας, πότε για φασαρίες μπροστά στις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών, συχνά και για παράνομες σταθμεύσεις αυτοκινήτων που δεν επιτρέπουν στους μόνιμους κατοίκους να πάνε στα σπίτια τους… Πάνε πάντα με καθυστέρηση. Η καταγγελία, η όποια καταγγελία, σχεδόν ποτέ δεν επιβεβαιώνεται… Μόνο η αβεβαιότητα στα μάτια των πολιτών μένει πάντα. Αυτή δε συλλαμβάνεται…
…και ανοιχτές χωματερές
Εκτός από τις ανθρώπινες παρουσίες - σκουπίδια και τα πραγματικά σκουπίδια. «Ο Δήμος δεν καταλαβαίνει πως τόσα πολλά εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης στη γειτονιά απαιτείται να αντιμετωπίζονται από περισσότερα συνεργεία καθαριότητας απ’ ό,τι αν υπήρχαν μόνο σπίτια.».
Οι δρόμοι άπλυτοι από την τελευταία βροχή. Λάδια στεγνά και μυρωδιά αφόρητη καλοκαιριάτικα…
«Συνεργείο καθαριότητας δεν περνά ποτέ. Ό,τι σκουπίδι μαζέψουν οι γείτονες. Ξερόχορτα όμως και μεγάλα σκουπίδια ποιος να τα μαζέψει; Απλά μια αποκομιδή απορριμμάτων γίνεται, οπότε γίνεται και αυτή, γιατί στο πάρκο Χατζηδήμου για παράδειγμα δεν περνά ποτέ συνεργείο καθαριότητας.».
Το πάρκο Χατζηδήμου. Δεν εγκαινιάστηκε ποτέ. «Πάρκινγκ και όχι πάρκο», όπως λέει και το σύνθημα σε ένα ντουβάρι του. Το μόνο πάρκο στην Ελλάδα με στρατιωτική μπάρα να κλείνει την είσοδό του. Χώρος ντροπής…
Κι από την άλλη μεριά η πλατεία του Άι Γιάννη του Αρμένη. Φταίει κι αυτός. Αν ήθελε μπορούσε να είναι τα πράγματα αλλιώτικα…