Η ελληνική οικονομική κρίση και το μερίδιο ευθύνης της Δύσης
01/07/2012 - 05:56
Ακούγοντας τις διάφορες φημολογίες και βαρύγδουπες δηλώσεις των τελευταίων ημερών, το μυαλό μου πήγε αναπόφευκτα στο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη.
Ακούγοντας τις διάφορες φημολογίες και βαρύγδουπες δηλώσεις των τελευταίων ημερών, προερχόμενες κυρίως από τους Ευρωπαίους εταίρους και γενικότερα τους δυτικούς συμμάχους μας, το μυαλό μου πήγε αναπόφευκτα στο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη.
Και αυτό όχι γιατί ήταν η πρώτη φορά που θα πτώχευε η Ελλάδα, αλλά γιατί τυχαίνει η φράση αυτή, καλώς ή κακώς, να είναι συνυφασμένη με τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας.
Προσπάθησα να καταλάβω λοιπόν, και να βάλω σε μια σειρά, αυτά που μας οδήγησαν στα πρόθυρα οικονομικής και θεσμικής χρεωκοπίας σήμερα, εστιάζοντας περισσότερο στο διεθνές γίγνεσθαι και στο πώς αυτό επηρέασε τις εξελίξεις και τις ανάλογες διεργασίες στην Ελλάδα, και λιγότερο στη δική μας ψυχοσύνθεση ως λαού και στο βαθμό ευθύνης που μας αναλογεί.
Χωρίς να παραγνωρίζω τις δικές μας αδυναμίες και την κακοδιαχείριση που έχουμε επιδείξει, θεωρώ ότι για την αντικειμενική εξέταση του θέματος πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και άλλοι παράγοντες, πλην του ελληνικού.
Πρέπει να καταγραφούν και οι ευθύνες των άλλων, πρέπει οι Ευρωπαίοι να μην ξεχνάνε τα γεγονότα του περασμένου αιώνα που οδήγησαν τα πράγματα ως εδώ. Πρέπει αν μη τι άλλο να δείξουν κατανόηση.
Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες για την απλοϊκή ανάλυση και καταγραφή των γεγονότων, αλλά δε θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να γίνει μια περισσότερο εις βάθος ανάλυση στις λιγοστές σειρές ενός άρθρου.
Για να μη γίνω κουραστικός, λοιπόν, δε θα σταθώ στα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας και απλά θα αναφέρω τον αγώνα για απελευθέρωση της Ελλάδας που μπορεί μεν να ξεκίνησε το 19ο αιώνα, αλλά συνεχίστηκε μέχρι και το μέσον περίπου του επόμενου. Να σημειωθεί δε, για να μην το ξεχνάμε, ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή της σύστασης του Ελληνικού Κράτους, είχε επιβληθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Προστάτιδες Δυνάμεις) η δημιουργία Ελληνικού Βασιλείου με ξένο μονάρχη, και όχι η πολυαναμενόμενη δημοκρατία.
Θα ξεκινήσω κάπου στις αρχές του 20ού και θα κάνω την πρώτη στάση στους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912 και 1913. Θα θυμίσω πως με ηρωισμό τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωναν τη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1912 και πως ο στόλος, υπό τις διαταγές του ναυάρχου Π. Κουντουριώτη, απελευθέρωνε τα περισσότερα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου συμπεριλαμβανομένης και της Λέσβου. Η συνθήκη του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου το 1913 που τερμάτιζαν αντιστοίχως τον Πρώτο και Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, ουσιαστικά διπλασίασαν την Ελλάδα και σε έκταση και σε πληθυσμό.
Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη.
Δυστυχώς, ο ανταγωνισμός σε όλα τα πεδία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και ειδικά στο πεδίο της αποικιοκρατίας, οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ πολιτικών αναταραχών και στον απόηχο του εθνικού διχασμού, η Ελλάδα τελικά αναγκάστηκε να προσχωρήσει στην πλευρά τής Αντάντ ως ύστατη λύση για να προστατέψει τα συμφέροντά της.
Η Διάσκεψη της Ειρήνης που συνήλθε στο Παρίσι το 1919 είχε ως σκοπό το διακανονισμό των διαφόρων εκκρεμοτήτων που προέκυπταν μεταξύ νικητών και ηττημένων. Όποια και να ήταν τα εδαφικά οφέλη της Ελλάδας μετά και την εφαρμογή των συνθηκών ειρήνης, η ουσία παρέμενε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις την είχαν εκβιάσει να συμμετάσχει σε έναν πόλεμο με καταστρεπτικές συνέπειες κυρίως λόγω του Εθνικού Διχασμού που είχε προκαλέσει.
Αργότερα, και στηριζόμενη στις αποφάσεις τής Αντάντ που επιθυμούσε την πλήρη εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, η Ελλάδα αποβίβαζε ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη. Μάλιστα ο Ελληνικός Στρατός είχε σταλεί εκεί από τους συμμάχους δίκην χωροφύλακα, χωρίς η Ελλάδα να έχει δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Η Ελλάδα βρέθηκε για ακόμα μια φορά ανάμεσα σε συμπληγάδες. Από τη μία, η θέληση της Αντάντ να εφαρμόσει τη Συνθήκη και να ελέγξει τα πρώην εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τα δικά της συμφέροντα (χρησιμοποιώντας το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα) και από την άλλη, η υπονόμευση αυτής της προσπάθειας από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία κρυφά εξόπλιζαν τις δυνάμεις τού Ατατούρκ, συνετέλεσαν μεταξύ άλλων στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Μια καταστροφή που θα άλλαζε για πάντα την Ελλάδα και την ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού. Άλλωστε είναι καταγεγραμμένη επίσημα και ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία». Για πρώτη φορά στην ιστορία του ο ελληνικός κόσμος περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της Ελλάδας, στο Νότο της Βαλκανικής Χερσονήσου και στην Κύπρο.
Σα να μην έφτανε αυτό, η γέννηση του Φασισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία αντιστοίχως, ανάγκασαν την Ελλάδα για ακόμα μια φορά να συμμετάσχει σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο. Παρά την εξουθένωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας μετά από δυο Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη συνακόλουθη Καταστροφή, εκαλείτο η Ελλάδα να υπερασπίσει για ακόμα μια φορά τα εδάφη και ιδανικά της. Βρέθηκε στην πολύ δύσκολη θέσει να πρέπει να αποφασίσει μεταξύ της ουδετερότητας ή της κήρυξης του πολέμου εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Οι συνέπειες του ηρωικού «ΟΧΙ» του Μεταξά, που υποστηρίχτηκε από σύσσωμη σχεδόν την ελληνική κοινωνία, είναι λίγο - πολύ γνωστές. Όπως είναι γνωστές άλλωστε και οι συνέπειες της γερμανικής κατοχής, με αποκορύφωμα τον πάνδημο λιμό την περίοδο 1941 - 1944. Ο αντίκτυπος των χιλιάδων θανάτων και της αφαίμαξης των εθνικών πόρων θα ήταν κάτι που θα μάστιζε την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες στο μέλλον.
Εν συνεχεία, και στα απόνερα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα βρέθηκε για ακόμα μια φορά στο επίκεντρο μιας νέας σύγκρουσης. Αυτήν τη φορά ανάμεσα στις δυο εναπομείνασες υπερδυνάμεις του μεταπολεμικού κόσμου, τις ΗΠΑ και την Ε.Σ.Σ.Δ.. Μέσα στα πλαίσια του ονομαζόμενου «Ψυχρού Πολέμου», οδηγείται σε έναν τραγικό εμφύλιο πόλεμο. Η απώλεια πολλών λαμπρών νέων και από τις δύο πλευρές (Αριστερά και Δεξιά) σε συνδυασμό με την εξαθλίωση που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος, θα κοστίσει ακόμα περισσότερο σε δυναμικό που θα μπορούσε να βοηθήσει την ανάπτυξη της χώρας στα επόμενα χρόνια.
Κατά την ίδια περίοδο και ενώ άλλα κράτη αναπτύσσονταν και ανασυγκροτούσαν τις αγορές τους, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, με τη μορφή του «Σχεδίου Μάρσαλ», η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να διοχετεύει τα περισσότερα κεφάλαια στη συντήρηση των Ενόπλων Δυνάμεων.
Και αυτό διότι η χορηγία της βοήθειας είχε γίνει με όρους που είχαν τεθεί από την Ουάσιγκτον με σκοπό να σταματήσουν την προέλαση του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία ήταν οι μόνες χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης που δεν ανήκαν στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Πολλοί επικριτές, μάλιστα, του Σχεδίου Μάρσαλ, βασιζόμενοι σε στοιχεία, επιχειρηματολογούν ότι χώρες όπως η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ήταν σύμμαχος της Δύσης και με ενεργό ρόλο στον πόλεμο, τελικά αποκόμισαν πολύ μικρότερα ποσά, ακόμα και από χώρες που ανήκαν στις δυνάμεις του Άξονα. Αυτό βέβαια είναι μια άλλη συζήτηση.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Κορέας στις αρχές της δεκαετίας τού 1950 με την αποστολή εκεί του «Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδας στην Κορέα» (ΕΚ.Σ.Ε.) γινόταν και αυτή στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, και την ανάγκη υποστήριξης του ΟΗΕ, αποσκοπώντας στην κατοχύρωση της συλλογικής ασφάλειας και της ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους (Νότιας Κορέας). Η Ελλάδα που αισθανόταν ότι αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα ασφαλείας όντας η μόνη χώρα στα Βαλκάνια και στη νοτιοανατολική Ευρώπη όπου δεν είχε επικρατήσει ο κομμουνισμός, έπρεπε για ακόμα μια φορά να αποδείξει έμπρακτα (σα να μην έφτανε η συμμετοχή της στο Β΄ Παγκόσμιο) τη χρησιμότητά της στο δυτικό κόσμο. Το κατάφερε. Η αίτησή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ έγινε δεκτή το 1952. Όσοι είναι γνώστες στρατιωτικής ιστορίας, θα γνωρίζουν πολύ καλά τις επιτυχίες και θυσίες του εκστρατευτικού σώματος στην Κορέα. Επίσης, η Νότια Κορέα, προς τιμή της ελληνικής συμμετοχής, ανήγειρε στην Κοιλάδα των Ηρώων, κοντά στη Σεούλ, μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες μαχητές.
Το Κυπριακό αποτέλεσε και αυτό ένα παράδειγμα πρωτοφανούς αδικίας εναντίον της Ελλάδας για τα διεθνή δεδομένα της εποχής. Ενώ στο μεταπολεμικό κόσμο και εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου είχε επικρατήσει η «αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών», η Κύπρος παρέμενε εξαίρεση. Το ζήτημα γινόταν ακόμα πιο παράλογο αν αναλογισθεί κανείς ότι η Μεγάλη Βρετανία, σύμμαχος και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ, με καθήκον να επιβλέπει την τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αρνιόταν πεισματικά να εφαρμόσει τα δέοντα. Για να εξασφαλίσει τη συνέχεια της κατοχής της στην Κύπρο επεδίωξε, μεταξύ άλλων, την εμπλοκή στο ζήτημα του τουρκικού παράγοντα. Αυτό εν πολλοίς οδήγησε τελικά στις ανεπανόρθωτες συνέπειες του «Αττίλα Ι» και «Αττίλα ΙΙ». Εν κατακλείδι, το Κυπριακό κατέληξε σε ακόμη ένα χτύπημα για τον Ελληνισμό. Χανόταν επ’ αόριστον η δυνατότητα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και μαζί με αυτήν, τα οφέλη που θα μπορούσε να προσφέρει.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν και αυτή απόρροια ενός ταραγμένου διεθνούς συστήματος και μίας ακόμα πιο περίπλοκης εθνικής πολιτικής σκηνής. Θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στη μάχη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Σε τι βαθμό φέρουν ξένες δυνάμεις ευθύνες για την εγκατάσταση της δικτατορίας δε θα εξετασθεί εδώ. Όπως και να έχει, ήταν υπεύθυνη, πέρα από τα δεινά του ελληνικού λαού, για το διασυρμό της χώρας διεθνώς, την ακύρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ και βεβαίως την εισβολή της Κύπρου.
Η μεταπολίτευση άλλαξε τα πάντα. Είναι σαφές, πιστεύω, ότι έπειτα από χρόνια απογοήτευσης και πίκρας ο ελληνικός λαός ήθελε να πιστέψει σε κάτι καλύτερο. Ήταν κουρασμένος και θεωρούσε πλέον ότι δικαιούνταν πράγματα που είχε στερηθεί. Ίσως γι’ αυτό δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί στον πειρασμό. Ναι, υπέκυψε στον πειρασμό, υπέκυψε στην καλοπέραση που του προσφερόταν με τη μορφή χρημάτων που εισέρρεαν από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Και εν συνεχεία υπέκυψε και στο λαϊκισμό…
Όλα αυτά τα πληρώνουμε βέβαια σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για τις ευθύνες μας. Όμως μέχρι ποιο βαθμό μπορούμε να κατηγορούμε μόνο τους εαυτούς μας;
Δεν τρέφω αυταπάτες. Γνωρίζω πολύ καλά, όπως όλοι μας άλλωστε, ότι τα νήματα σε αυτόν τον κόσμο τα κινούν οι δυνατοί. Αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Από τη στιγμή, όμως, που αποφασίσαμε συλλογικά να δημιουργήσουμε έναν πιο δίκαιο κόσμο υπό την αιγίδα διαφόρων διεθνών οργανισμών όπως του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, του ΟΑΣΕ, παράλληλα με μια Ενωμένη Ευρώπη, πρέπει όλοι να επωμισθούν τις ευθύνες τους.
Το αν τελικά μας «οφείλουν» χρήματα τόσο για αυτά που έχουμε υποστεί, με την Ελλάδα να εξυπηρετεί για τόσα χρόνια διάφορα συμφέροντα, όσο και για αυτά που έχουμε προσφέρει στην πρόοδο του δυτικού κόσμου όπως αυτός είναι σήμερα, ας το κρίνουν οι οραματιστές της Ενωμένης Ευρώπης. Αυτό που βλέπω και νιώθω όμως, είναι ότι σίγουρα οι Ευρωπαίοι μάς οφείλουν εκτίμηση, υποστήριξη και αλληλεγγύη. Εκτίμηση και αλληλεγγύη για όλα αυτά που απαρίθμησα προηγουμένως. Εκτίμηση και αλληλεγγύη διότι η πραγματικότητα είναι ότι δεν έχουμε προσφέρει όλοι τα ίδια στη δημιουργία αυτής της Ευρώπης. Δεν είναι δυνατόν να συγκρίνονται οι θυσίες που έχει κάνει μια μικρή Ελλάδα, σε όλους τους τομείς, κοινωνικούς οικονομικούς και πνευματικούς, σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες που τον περασμένο αιώνα είχαν βγει σχεδόν αλώβητες από πολέμους, θερμούς και ψυχρούς, είτε τηρώντας πλήρη ουδετερότητα, είτε επειδή άλλοι ήταν υπεύθυνοι για αυτούς.
Σκόπιμο, λοιπόν, θα ήταν οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών να υπενθυμίσουν και να ενημερώσουν τους πολίτες τους, και κατ’ επέκταση τους ψηφοφόρους τους, για την ιδιαιτερότητα και σημασία της μικρής Ελλάδας. Ίσως τότε να είναι πιο επιεικείς στους χαρακτηρισμούς τους και πιο πρόθυμοι να βοηθήσουν με τη σειρά τους. Ας μην ξεχνούν, άλλωστε, ότι το υπέρογκο χρέος της Ελλάδος οφείλεται κατά πολύ στις εισαγωγές από τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης πανάκριβων ειδών πολυτελείας, όπως αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, αλλά βασικότερα στα πανάκριβα οπλικά συστήματα.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία όσων έχω γράψει έως τώρα, ας μου επιτραπεί ένα τελευταίο σχόλιο. Ο εχθρός αυτήν τη στιγμή δεν είναι ούτε οι Μήδοι, ούτε τα γερμανικά SS, ούτε το Δ.Ν.Τ,. ούτε βέβαια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Βρισκόμαστε πάραυτα αντιμέτωποι με τον ισχυρότερο εχθρό μέχρι σήμερα. Τον ίδιο μας τον εαυτό. Μετά από χιλιάδες χρόνια ιστορίας, έχοντας καταφέρει να ξεπεράσουμε τόσα δεινά, αν νικήσουμε και αυτόν, τότε είναι βέβαιο ότι το μέλλον θα μας ανήκει.
* Ο Κωνσταντής Ξύδας είναι σύμβουλος του περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου.