Πλωμάρι (ή Πλουμάρι ή Πλομάρι) καλούμε σήμερα τη «χώρα», την κωμόπολη-πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Πλωμαρίου, μιας των επαρχιών της νήσου Λέσβου, η οποία, με τα πολλά χωριά της, μετεξελίχθηκε στον καποδιστριακό Δήμο Πλωμαρίου και το 2010 καταποντίστηκε καλλικρατείως.
Πλωμάρι (ή Πλουμάρι ή Πλομάρι) καλούμε σήμερα τη «χώρα», την κωμόπολη-πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Πλωμαρίου, μιας των επαρχιών της νήσου Λέσβου, η οποία, με τα πολλά χωριά της, μετεξελίχθηκε στον καποδιστριακό Δήμο Πλωμαρίου και το 2010 καταποντίστηκε καλλικρατείως. Τα χωριά ή «κώμες» ή «κατούνες» του Πλωμαρίου ήταν κατά το 19ο αιώνα από 14 έως 24, αναλόγως με τον ιστορικό. Σήμερα τα κατοικούμενα είναι 8. Το σύνολο αυτών των οικισμών αποτελούσαν τα «Πλουμάρια» ή «Φλουμάρια», με κέντρο τους την παλαιότερη θέση στο Μεγαλοχώρι.
Το επάκτιο Πλωμάρι άρχισε την ακμή του από περίπου το 1840 στη θέση του μικρού οικισμού Ποταμός στην εκβολή του Σεδούντα ποταμού, οπότε έγινε και οθωμανικός «καζάς». Εξακολουθεί εδώ και δύο αιώνες να είναι από τα μεγαλύτερα, δυναμικότερα και σημαντικότερα περιφερειακά κέντρα της Λέσβου, με πολλά ειδικά και ίδια χαρακτηριστικά, πολλά των οποίων αντικατοπτρίζονται στον πλούτο, τον πολιτισμό, την αρχοντιά, αλλά και στο χαρακτήρα των εκ του Πλωμαρίου ελκόντων την καταγωγή. Ας δούμε ορισμένα εξ αυτών.
Αναπτύχθηκε σε μια περιοχή άγονη, αφιλόξενη και γεωμορφολογικώς απομονωμένη από τη λοιπή νήσο. Οι επίγειες προσπελάσεις από τα ανατολικά, και ιδιαιτέρως τα δυτικά, εμποδίζονται από ορεινούς όγκους απότομους έως την ακτογραμμή, οι οποίοι καθιστούν δύσκολη τη διαμόρφωση οδών. Η υπάρχουσα κυρία οδός προς Μυτιλήνη ακολουθεί στενή και δαιδαλώδη μισγάγκεια προς Βορρά έως τη Γέρα. Η δεύτερη, πάλι βόρεια οδός προς Μυτιλήνη μέσω Μεγαλοχωρίου και Αγιάσου, διασχίζει τον ορεινό όγκο Αγκαθερής, Ροδίτη, Ψηλοκούδουνου, Ολύμπου, με χάραξη μεγάλων κλίσεων, πολλών στροφών και με μεγάλο τμήμα της χωματόδρομο, πρακτικώς αδιάβατο κατά τη χειμερινή περίοδο.
Το εξωτερικό οδικό δίκτυο προς Πλωμάρι ουδέποτε απασχόλησε σοβαρώς τους διοικούντες τη νήσο. Οι δύο οδοί προς Μυτιλήνη είναι κακίστης χαράξεως έως τη Λάρσο, όπου ενώνονται. Η διάρκεια διαδρομής είναι δυσαναλόγως μεγάλη σε σχέση με τη γεωμετρική απόσταση, ο δε βαθμός επικινδυνότητας οδηγήσεως είναι πολύ υψηλός, λόγω και του ανεπαρκούς εύρους των οδών. Σε μεγάλα τμήματά τους αποτελεί οδηγικό… επίτευγμα η ασφαλής διασταύρωση δύο οχημάτων, ιδίως μεγάλων διαστάσεων, όπως ένα πούλμαν. Η δε δυτική έξοδος προς Μελίντα, τόσο απαραίτητη και αντικείμενο πόθου των Πλωμαριτών, αλλά και όλων των Λεσβίων, γίνεται όλο και πιο απόμακρο όνειρο.
Η δόμηση και πολεοδόμηση στη σημερινή θέση του Πλωμαρίου αναγκαστικώς προσαρμόστηκε στο απόκρημνο ανάγλυφο του εδάφους του. Είναι συνεχής, σε μικρά οικόπεδα, χωρίς ελεύθερους χώρους, με πλάτη οικοδομών μικρότερα ακόμη και των 3 μέτρων. Πολλές εσωτερικές οδοί του είναι στενότατες με πολύ μεγάλες κλίσεις ή και με κλίμακες, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικώς αδύνατη η διέλευση οχημάτων. Η κεντρική οδός προς το εσωτερικό του οικισμού είναι τόσο στενή, ώστε οι κάτοικοι να αναγκάζονται κατά την ξερή περίοδο να χρησιμοποιούν ως κύρια οδό εισόδου στο Πλωμάρι την κοίτη του ποταμού Σεδούντα. Η ραγδαία σημερινή επέκταση του οικισμού προς τα Ανατολικά (Άγ. Ισίδωρος, Αγ. Βαρβάρα) είναι βελτιωμένη, όμως οι στενές οδοί μεταφέρθηκαν και εκεί.
Απομόνωση του Πλωμαρίου υπάρχει και από θαλάσσης.
Έχει απέναντί του το Αιγαίο Πέλαγος με τους υψηλούς κυματισμούς του και τις μεγάλες αποστάσεις από τις πλησιέστερες στεριές. Ακόμη και ο φιλόξενος μικρασιατικός «Μυτιληναίων αιγιαλός» φαινόταν αρχικώς μακριά από το Πλωμάρι, σε αντίθεση με τις ανατολικές ακτές της νήσου, οι οποίες επικοινωνούσαν ευκολότερα. Διαθέτει σήμερα έναν - εκ πρώτης όψεως - εντυπωσιακό τεχνητό λιμένα, με μεγάλα μήκη μόλου και εσωτερικών κρηπιδωμάτων, όμως στην πραγματικότητα είναι μη χρησιμοποιήσιμος, λόγω ανεπαρκούς προστασίας της λιμενολεκάνης από τους θαλάσσιους κυματισμούς, ανακλάσεών τους στα κρηπιδώματα και ελλείψεως υποδομών ξηράς. Η εκπονηθείσα επί δημαρχίας Μαμάκου από το Εργαστήριο Λιμενικών Έργων τού Ε. Μ. Πολυτεχνείου μελέτη βελτιώσεως του λιμένα δεν αγαπήθηκε από υψηλότερα κλιμάκια και αγνοήθηκε. Κρίμα! Διότι οι Πλωμαρίτες είχαν ανέκαθεν ναυτική παράδοση, ταξίδευαν, κατασκεύαζαν θαυμαστά σκάφη σε ονομαστούς σε όλο το Αιγαίο ταρσανάδες και αγαπούσαν τη θάλασσα, η οποία ήταν κύρια οδός επικοινωνίας τους με το λοιπό κόσμο. Ήταν πάντοτε η «υγρά πεδιάδα» του Πλωμαρίου, προς την οποία ο σοφός Βενιαμίν ο Λέσβιος συνεχώς προέτρεπε τους συμπατριώτες του να στραφούν.
Ως εκ των παραπάνω, πολλοί Πλωμαρίτες εμποτίστηκαν με την πάροδο του χρόνου με μια ειδική συναισθηματική φόρτιση απομονώσεως, αισθανόμενοι διπλά μόνοι: εξωτερικώς σε σχέση με τη λοιπή νήσο και τον κόσμο λόγω της γεωμορφολογίας και του οδικού και θαλασσίου δικτύου και εσωτερικώς στον ίδιο τον οικισμό τους και προς τους λοιπούς οικισμούς της επαρχίας τους.
Αρκετοί σημαντικοί λόγιοι, ενδιατρίψαντες στην ιστορία του Πλωμαρίου, φαίνεται να συμφωνούν στην άποψη ότι η περιοχή Πλωμαρίου κατοικήθηκε οργανωμένα πολύ αργά, στη μεταβυζαντινή περίοδο των αρχών του 16ου αιώνα, από Έλληνες άλλων περιοχών και όχι Λεσβίους. Αναφέρουν ως ισχυρό επιχείρημα ότι στην περιφέρεια Πλωμαρίου δεν ανευρίσκονται αρχαιότεροι οικισμοί και τοπωνύμια που να τη δένουν με το απώτερο παρελθόν, σε αντίθεση με τη λοιπή Λέσβο. Πιστεύουν ότι από την αρχαιότητα έως τη βυζαντινή περίοδο η περιοχή δεν κατοικείτο, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της απομονώσεώς της, της αλιμένου ακτής της και του αγόνου εδάφους. Οι πιο παλιές πληροφορίες είναι από το 16ο αιώνα. Ο ιστορικός Ιωάννης Μουτζούρης θεωρεί ότι η ύπαρξη τόσο ολίγων ιστορικών πληροφοριών για την περιοχή Πλωμαρίου, κυρίως μετά το 1850, οφείλεται στο ορεινό και δύσβατο του εδάφους, το οποίο απέτρεπε τους περιηγητές του Μεσαίωνα. Λείψανα αρχαίων οικιστικών εγκαταστάσεων υπάρχουν διάσπαρτα στην επαρχία, όμως ενδείξεις οργανωμένης κατοίκησης δεν ανευρίσκονται. Το πρώτο Πλωμάρι ήταν ένας αραιός ορεινός οικισμός, χωρίς ιδιαίτερους πόρους.
Εν κατακλείδι: Το Πλωμάρι, περιφερειακό κέντρο της Λέσβου πολύ σημαντικό διαχρονικώς στα τελευταία 170 έτη, κυρίως λόγω της ναυτιλίας και του εμπορίου, αναπτύχθηκε αποκομμένο από τη λοιπή νήσο. Η απομόνωσή του οφείλεται στη γεωμορφολογία και στην πρόσφατη κατοίκηση της περιοχής του. Η δημόσια διοίκηση, τοπική της Λέσβου και κεντρική ελάχιστα έπραξαν για να επιτευχθεί η ισότιμη ένταξή του στον κορμό, ως όφειλαν.
Θα συνεχίσουμε στο επόμενο σημείωμα, αναφέροντας εκπληκτικά επιτεύγματα των κατοίκων του αγέρωχου και δύσκολου αυτού τόπου.
* Ο καθηγητής Κ. Ι. Μουτζούρης είναι πρώην πρύτανης ΕΜΠ.