Η πρώτη μέρα του πολέμου

01/07/2012 - 05:56
Εκείνη η μέρα άρχισε κανονικά, όπως όλες οι άλλες. Κατέβηκα την ξύλινη σκάλα του σπιτιού μας, όπως είχα καθιερώσει από μικρός, τσουλώντας δηλαδή πάνω στο κάγκελό της, και μπήκα στην τραπεζαρία για να φάω το πρωινό μου. Το ραδιόφωνο έπαιζε δημοτικά τραγούδια.
Εκείνη η μέρα άρχισε κανονικά, όπως όλες οι άλλες. Κατέβηκα την ξύλινη σκάλα του σπιτιού μας, όπως είχα καθιερώσει από μικρός, τσουλώντας δηλαδή πάνω στο κάγκελό της, και μπήκα στην τραπεζαρία για να φάω το πρωινό μου. Το ραδιόφωνο έπαιζε δημοτικά τραγούδια
«... γρήγορα τ’ αρματωλίκι
γιατί ερχόμαστε σα λύκοι...»
κι η μάνα μου καθισμένη εκεί δίπλα, έκλαιγε του καλού καιρού.
«Πόλεμος! Φώναξε μόλις με είδε, πόλεμος, μας χτύπησαν οι Ιταλοί!»
Έμεινα άλαλος. Ύστερα πήρα την τσάντα μου και χίμηξα προς την πόρτα, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Αγνόησα τις φωνές της μητέρας μου πίσω μου.
«Πού πας; Γύρνα πίσω, να φας κάτι. Μην τρέχεις.»
Έφτασα τρέχοντας στο Γυμνάσιο. Διασχίζοντας την αγορά παρατήρησα μιαν ασυνήθιστη κίνηση. Περίπολα της χωροφυλακής, μαζεμένους ανθρώπους που συζητούσαν ζωηρά, πυκνές ομάδες όρθιους στα καφενεία να ακούν το ραδιόφωνο.
Στο Γυμνάσιο άργησαν να μας παρατάξουν για προσευχή. Στη μεγαλοπρεπή μαρμάρινη είσοδο, με τους δωρικούς κίονες, μαζεμένοι οι καθηγητές συζητούσαν.

Πέρασε τρέχοντας σχεδόν ο γυμναστής μας. Δεν τον χαιρέτησα, όπως όφειλα, δηλαδή με το χέρι τεντωμένο κι ο άγριος γυμναστής, για πρώτη φορά δεν αντιλήφθηκε ή αγνόησε την αξιόποινη παράλειψη. Κι ας με είχε στο μάτι γιατί συστηματικά παρέλειπα να τον χαιρετώ φασιστικά.
Στην άκρη των προπυλαίων προχώρησε ο γυμνασιάρχης. Ο επιστάτης χτύπησε την κουδούνα του και παραταχθήκαμε κατά τάξεις.
«Παιδιά μου», ακούστηκε η βαθιά, γερασμένη φωνή του, «έχουμε πόλεμο. Οι Ιταλοί χτύπησαν την πατρίδα μας. Δε θα κάνουμε μάθημα, αλλά το απόγεμα θα συγκεντρωθούμε να παρελάσουμε. Τώρα όλοι θα πάτε στα σπίτια σας.»
Φύγαμε από το Γυμνάσιο μαζί, εγώ, ο Στράτος κι ο Κώστας. Περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε. Νιώθανε λίγο μουδιασμένοι. Δυο χρόνια τώρα στις συγκεντρώσεις τής ΕΟΝ μας είχαν πάρει τα αυτιά για τις «ισχυρές και πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία» και να τώρα που μια απ’ αυτές μάς χτύπησε! Ο πιο αμίλητος και συγχυσμένος ήταν ο Κώστας, που ήταν και γερμανόφιλος. Ο Στράτος αντίθετα διατηρούσε κάτι ίχνη από το κέφι του: κλότσησε έναν τενεκέ, τρόμαξε μια γριά, αγρίεψε, γαβγίζοντας, στο σκύλο του γιατρού του Αθανασίου, όταν περάσαμε έξω από το ιατρείο του, αλλά όλα αυτά τα έκανε πιο πολύ για να διατηρήσει την παράδοση, για την τιμή των όπλων, παρά από γνήσια διάθεση για φασαρία. Άλλες μέρες η επιστροφή των τριών μας στη γειτονιά έμοιαζε με πέρασμα τυφώνα.

Στο δρομάκο της γειτονιάς γινόταν μεγάλη φασαρία. Όλες οι γειτόνισσες ήταν στο δρόμο και συζητούσαν μεγαλόφωνα και ταυτόχρονα. Από τα τρία ραδιόφωνα της γειτονιάς, το δικό μας, του θείου Θόδωρου και του δάσκαλου του Χαρίτωνα, που ήταν ανοιγμένα στη διαπασών, ακούγονταν εμβατήρια.
Καθώς δεν είχα φάει φεύγοντας, έπεσα με τα μούτρα στην ομελέτα που μου έφτιαξε στα σβέλτα η μητέρα μου. Έτρωγα όταν μπήκε ο πατέρας μου: «Θα ξαναπάω στο Γυμνάσιο, γιατί θα κάνουμε παρέλαση», τους ανακοίνωσα.
«Πατριώτης θα μου γίνεις τώρα;» μου έβαλε πάγο η μητέρα μου, που δυσφορούσε με τις παρελάσεις που κάθε λίγο και λιγάκι οργάνωνε η ΕΟΝ και μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε. Μου έκανε εντύπωση η κουβέντα του πατέρα μου, που τον ήξερα πως ήταν αριστερός και μισούσε το Μεταξά και την 4η Αυγούστου.
«Όλοι μας είμαστε σήμερα πατριώτες», της λέει.
Στο Γυμνάσιο όταν μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά, ο γυμναστής μάς είπε να παραταχθούμε κατά τάξεις. Μπήκε μπροστά η μπάντα των προσκόπων (τι μπάντα δηλαδή, την αποτελούσαν δυο τυμπανιστές, δυο σαλπιγκτές κι ένας που χτυπούσε τα πιάτα) και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από την αυλή του Γυμνασίου, είδαμε πως η Προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο. Λες και όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Παντού επικρατούσε κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό.

Από τα ραδιόφωνα των καφενείων και των άλλων κέντρων της Προκυμαίας, που παίζανε στη διαπασών, ακούγονταν δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Μου έκανε εντύπωση πως δεν έπαιξαν ούτε το «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» ούτε το «Εμπρός για μια Ελλάδα νέα», που ήταν τα καθιερωμένα εμβατήρια των παρελάσεων της ΕΟΝ, αλλά παλιά εμβατήρια, που εμείς δεν τα ξέραμε. Μερικά εγώ τα άκουγα να τα τραγουδά, όταν ερχόταν στο κέφι, ο θείος μου ο Αντρέας, που ήταν αξιωματικός, απότακτος του κινήματος του ‘35. Πιο πολύ όμως παίζανε δημοτικά τραγούδια, κι αυτό δημιουργούσε ατμόσφαιρα πανηγυριού.
Το βράδυ μαζεύτηκαν στο σπίτι μας συγγενείς και φίλοι για να ακούσουμε τις ειδήσεις και να σχολιάσουν την κατάσταση. Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι. Τους είχε συνεπάρει ο ενθουσιασμός με τον οποίον ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο φίλος του πατέρα μου, ο Χαράλαμπος ο Κανόνης, που είχε σπουδάσει στην Ιταλία, ανέπτυξε την άποψή του.
«Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και στα μετόπισθεν φροντίζουν να μένουν.»
Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα του πολέμου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey