Το εφετείο μας… και ο φούρνος του Χότζα

01/07/2012 - 05:56
Οι βιωματικές εμπειρίες των παιδικών χρόνων μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό του ανθρώπου σ’ όλη τη ζωή του. Ήμουν μικρός μαθητής του δημοτικού και θυμούμαι κάπου στην πολύ μακρινή πια δεκαετία τού ’50 ένα καλοκαιρινό απόβραδο στα Λάψαρνα το κλάμα, τον κοπετό και τον οδυρμό γυναίκας.
Οι βιωματικές εμπειρίες των παιδικών χρόνων μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό του ανθρώπου σ’ όλη τη ζωή του. Ήμουν μικρός μαθητής του δημοτικού και θυμούμαι κάπου στην πολύ μακρινή πια δεκαετία τού ’50 ένα καλοκαιρινό απόβραδο στα Λάψαρνα το κλάμα, τον κοπετό και τον οδυρμό γυναίκας, με το που είχε λάβει γράμμα από το Δικηγόρο της στη Μυτιλήνη. Της έγραφε, λέει, ότι το πρόβλημα του διαζυγίου της θα έπρεπε να κριθεί στο Εφετείο στη Σύρα.
«Πού θα τα βρω, γείτονα;», έλεγε μέσα στα αναφιλητά της απευθυνόμενη στον πατέρα μου. «Πού θα τα βρω να πάμε στη Σύρα, εσείς οι δυο μάρτυρές μου, ο Κανάραχος (διάσημος τότε δικηγόρος του νησιού μας) κι εγώ χήρα γυναίκα μια βδομάδα μέσ’ στη θάλασσα;»
Τα βρήκε η δύσμοιρη, όπως μου έλεγε ύστερα από χρόνια ο πατέρας μου, πουλώντας ένα κτηματάκι που είχε πάρει προίκα απ’ τον πατέρα της.
Αυτό το παιδικό βίωμά μου με είχε, όπως είναι λογικό, ευαισθητοποιήσει και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούσα το οτιδήποτε αφορούσε την προσπάθεια των τελευταίων χρόνων να γίνει εφετείο στη Μυτιλήνη.
Βεβαίως δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ ότι οι σχετικοί αγώνες των Λεσβίων, όπως διάβασα σε δημοσίευμα του «Ε», είχαν αναγωγή της πρώτης τους προσπάθεια πίσω στη δεκαετία τού ’30, δηλ. ούτε λίγο ούτε πολύ 80 ολόκληρα χρόνια πριν. Δηλ. ταλαιπωρούνταν κατά το μοιρολόι της γυναίκας των Λαψάρνων που προανέφερα, τρεις ολόκληρες γενεές Λεσβίων. Μπορεί κανείς να αναλογιστεί το πόσα κτηματάκια και πόσες μικρές περιουσίες χάθηκαν από βιοπαλαιστές του νησιού μας για να βρουν το δίκιο τους σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο στην Ερμούπολη της Σύρου. Το επαχθές ενός τέτοιου εγχειρήματος αποδίδεται με την φοβέρα που εκτοξευόταν ως απειλή μεταξύ διαδίκων: «Θα το τραβήξω μέχρι τέρμα. Στη Σύρα σε πάω, βρε. Εκεί θα σου δείξω εγώ.»

Το πολυήμερο, το εξαιρετικά κοπιώδες μέσω Πειραιώς ταξίδι με αλλαγή πλοίου, ξενοδοχεία, εστιατόρια κ.λπ. στοίχιζε στο μέσο Λέσβιο ποσά τα οποία ασφαλώς και δεν μπορούσε να διαθέσει. Έτσι η δικαιοσύνη δεν αποδιδόταν ολοκληρωμένη σ’ αυτόν, αφού για τους αβάσταχτους αυτούς οικονομικούς λόγους οι συμπατριώτες μας απέφευγαν πολλές φορές να προσφεύγουν στο δεύτερο βαθμό δικαιοσύνης, δηλ. στο εφετείο.
Και εδέησε η συνεχής και με συνέπεια προσπάθεια των Λεσβίων τα τελευταία χρόνια με επικεφαλής τους δικηγόρους και τον Σύλλογό τους, με κορύφωση πολύμηνες απεργίες κ.λπ., η Πολιτεία να δείξει την φροντίδα της για το νησί μας στον ευαίσθητο τομέα, αυτόν της Δικαιοσύνης, και θεσμοθέτησε επιτέλους το επί 80 χρόνια σκοπούμενο.
Και τότε; Ατυχώς, τότε φάνηκε πάλι η γύμνια μας.
Δεν ήμασταν έτοιμοι να δεχθούμε την έμπρακτη αυτή πράξη φροντίδας της Πολιτείας, μία από τις ελάχιστες που έδειξε τα εκατό χρόνια ελευθέρου βίου του νησιού μας. Καμμία προεργασία περί της στέγασής του. Καμμία απόφαση από τον όποιο θεσμικό φορέα. Είτε αυτός ήταν ο πρώην Δήμος Μυτιλήνης, είτε η τότε Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Λέσβου, είτε η τότε Νομαρχία, είτε η τότε διορισμένη Περιφέρεια. Για το Δήμο Λέσβου σήμερα, δεν θα είχα την απαίτηση να κάνει κάτι σχετικό μέσα στους πέντε μόλις μήνες της ζωής του, αφού στο γενικό χαμό που επικρατεί εκεί, με τις κάθε είδους ανάγκες και τις σχετικές προτεραιότητες, με πρώτη και κυριότερη τα χρέη του των 30.000.000 ευρώ, και όλα τα άλλα προβλήματα δυσλειτουργίας που βιώνουμε, αυτού του Δήμου Τέρατος, που μας επέβαλε το αθηνοκεντρικό κράτος, δεν θα υπήρχαν τα περιθώρια μιας σχετικής άμεσης αποφάσεως. Βεβαίως ακόμη περισσότερο δεν θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε κάτι τέτοιο από την πρόσφατα εκλεγμένη Περιφέρεια αφού ακόμη δεν της έχουν εκχωρηθεί θεσμικά τα σ’ αυτήν ανήκοντα.

Ευτυχώς πάντως που οι Υπουργοί Δικαιοσύνης δεν είχαν καταλάβει την ανικανότητά μας. Αν την είχαν καταλάβει και το ίδρυαν (κατά πώς έκαναν ήδη), αλλά με την αίρεση να έχει προσδιοριστεί κατά τρόπο τελεσίδικο ο χώρος της στέγασής του πριν από την δημοσίευση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, τότε δεν επρόκειτο ποτέ να είχαμε εφετείο στον τόπο μας. Βεβαίως το αλαλούμ που επικρατεί στην ζωή μας στη Λέσβο το βλέπουμε και στην περίπτωση αυτή με τις διάφορες φανερές και υπόγειες παρεμβάσεις υπέρ της μιας ή της άλλης λύσης ως προς την στέγασή του, των προβεβλημένων πολιτικών ταγών του τόπου μας, τις παλινωδίες, τις αρνήσεις, τους ετσιθελισμούς διαφόρων ειδικών ή μη, τις αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων (εργαζομένων στη Γεν. Γραμματεία κ.ά.), τις αντιπαραθέσεις αυτών (Δικηγόροι κατά εργαζομένων στη Γεν. Γραμματεία) κ.λπ. κ.λπ.. Ελπίζω στο τέλος να επικρατήσει η λογική και το όποιο θεσμικά αρμόδιο σώμα, ύστερα από διαβούλευση, περίσκεψη και ορθολογισμό, θα δώσει την τελική λύση. Λύση που θα λέει απλά και ξεκάθαρα. Το εφετείο μας θα στεγασθεί στο τάδε κτήριο. Και βεβαίως αυτό να το δεχθούμε όλοι μας. Χωρίς αντιδράσεις και όλα τα άλλα που μας χαρακτηρίζουν, τους από φυγοκεντρικές τάσεις πάντα χαρακτηριζόμενους και διακατεχόμενους Λέσβιους. Το κατά συνισταμένη και κεντρομόλο τάση αποτέλεσμα ατυχώς δεν το είχαμε ποτέ στο παρελθόν, θα το αποκτήσουμε τώρα «εν μια νυκτί»; Τουλάχιστο ας το προσπαθήσουμε. Ίσως αυτήν τη φορά το καταφέρουμε.

Πάντως αν δεν τα καταφέρουμε, κάνω την πρόταση να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χότζα, που έχτισε το φούρνο του πάνω σ’ έναν αραμπά για να ικανοποιήσει όλους όσοι τον συμβούλευαν το πώς θα αποφεύγει τους αγέρηδες, για να μπορεί να αλλάζει τη θέση του ανοίγματός του κατά την επιθυμία του. Δηλ. «Άμα φυσάει βοριάς, θα το γυρίζω νότια. Άμα φυσάει λεβάντες, θα το γυρίζω δυτικά», όπως έλεγε.
Έτσι και στην περίπτωσή μας, κάνοντας αντίστοιχα, θα μπορούμε να πηγαίνουμε το εφετείο όπου θα θέλαμε, απ’ τη Κουλμπάρα ως τα Πυργέλια κι απ’ τη Χρυσομαλλούσα ως την Απάνω Σκάλα. Τουλάχιστον έτσι θα έχουμε λύση, πράγμα που θα απαλείψει τον κίνδυνο του κοινωνικού αυτοματισμού που πάει να δημιουργηθεί μεταξύ κοινωνικών ομάδων εξ αιτίας του.
Βέβαια ελπίζω ότι το θεσμικό δεδομένο είναι πως δεν υπάρχει πια φόβος να χάσουμε το εφετείο. Ας κλειστούν λοιπόν οι αρμόδιοι (όποιοι είναι αυτοί) σ’ ένα δωμάτιο όσο χρειαστεί, όπως γίνεται στην εκλογή του Πάπα μέχρι να βγει από την καμινάδα ο λευκός καπνός και να ακουστεί το «habemous papam». Δηλ. λύση της στέγασης του Εφετείου μας. Έτσι τουλάχιστο θα φανεί στα μάτια της υπόλοιπης Ελλάδας ότι είμαστε ικανοί να χειριζόμαστε κατά πώς πρέπει πράγματα που ζητούμε από την Ελληνική Πολιτεία για τρεις ολόκληρες γενεές και τα υποδεχόμαστε συντεταγμένα, με λογική και συνέπεια.
Φτάνει πια το μπάχαλο στο νησί μας. Το κάθε μορφής μπάχαλο, εννοώ.

* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», τ. διευθύνων σύμβουλος της ΕΒΟ και τ. πρόεδρος του Πανελλ. Συλλ. Μεταλλειολόγων Μηχανικών.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey